ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ τη ζωή της ως κοσμική κυρία με πνευματικά ενδιαφέροντα και ν’ ατενίζει την Ακρόπολη από το μπαλκόνι της μέσα σε μακάρια ευδαιμονία. Όμως η Μαριάννα Κορομηλά, από την εφηβεία της κιόλας, διάλεξε άλλο μονοπάτι. Παραμονές της χούντας των συνταγματαρχών, η κόρη του Αθηναίου δημοσιογράφου Λάμπρου Κορομηλά και βαφτισιμιά της Ελένης Βλάχου βρόντηξε πίσω της την πόρτα του πατρικού της, έλυσε και τα δεσμά του ασφυκτικού σχολικού κορσέ κι έβαλε πλώρη για το ταξίδι της βιοπάλης, ένα ταξίδι που αποδείχτηκε μακρύ, γόνιμο και συναρπαστικό.
Από τις πρώτες Ελληνίδες ξεναγούς, με σπουδές Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Παρίσι, η συγγραφέας της πολύτιμης μελέτης «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα» και ψυχή του πολιτιστικού σωματείου Πανόραμα, επί μισόν αιώνα, με τα βιβλία, τις οργανωμένες εξορμήσεις και τις ραδιοφωνικές της εκπομπές μοιράστηκε τις γνώσεις και τις εμπειρίες που απέκτησε περιπλανώμενη στους τόπους όπου ανθούσε ο ελληνισμός, αναζητώντας παράλληλα τους φυσικούς της συμμάχους που, όπως και η ίδια, αγωνίζονται «να περισώσουν τη γλώσσα, το μυαλό και την αισθητική τους απέναντι στην αυθάδεια, την γκλαμουριά, τη χυδαιότητα και τον λαϊκισμό».
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ωστόσο, την εποχή που η Κορομηλά πλησίαζε τα εξήντα, δέχτηκε από τον Μισέλ Φάις την πρόσκληση να γράψει μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία που θα εγκαινίαζε τη σειρά του Πατάκη «Η κουζίνα του ιστορικού». Η παραγγελία λειτούργησε ως μάννα εξ ουρανού, καθώς της έδωσε την ευκαιρία ν’ αφηγηθεί τα πεπραγμένα της, αντιπαραβάλλοντάς τα με μια ιστορία που της στοίχειωνε το μυαλό, αλλά δεν είχε καταφέρει να ξεδιπλώσει ως τότε: την ιστορία της «Μαρίας των Μογγόλων».
«Στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας που είναι ουσιαστικά η Ιστορία, η γυναίκα παραμένει ένα κυρίαρχο μεν στοιχείο, αλλά απόλυτα σιωπηλό», παρατηρεί η Κορομηλά. «Οι μισές αρχαίες τραγωδίες είναι γραμμένες για γυναίκες, αλλά τα ιστορικά βιβλία τις αγνοούν».
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, στα μέσα του 13ου αιώνα, υπήρξε ένα άγουρο κορίτσι, νόθα κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, που θυσιάστηκε αγόγγυστα στον βωμό της εξωτερικής πολιτικής του καταρρέοντος Βυζαντίου. Η γεννημένη στη Νίκαια της Μικράς Ασίας Μαρία Παλαιολογίνα, που στα οκτώ της αντίκρισε τη Βασιλεύουσα «σαν ιερό κουφάρι βεβηλωμένο, ύστερα από μισόν αιώνα και κάτι στα χέρια των Φράγκων και των Ενετών», κλήθηκε στα δεκατρία της, χωρίς φυσικά να τη ρωτήσει κανένας, να ξεριζωθεί από τα μέρη της και να παντρευτεί τον ένδοξο ηγεμόνα των τρομερών Μογγόλων και εγγονό του Τζένγκις Χαν, Χουλαγκού!
Η Κορομηλά είδε πρώτη φορά τη Βυζαντινή πριγκιποπούλα το Πάσχα του 1981, στα ψηλώματα του λόφου πάνω από το Φανάρι, στον μοναδικό βυζαντινό ναό της Πόλης που συνέχισε να λειτουργεί μετά την Άλωση, στο Μουχλιό. Σ’ αυτό το μικρό εκκλησιαστικό συγκρότημα που έδωσε όνομα και στη ρωμαίικη γειτονιά που αναπτύχθηκε γύρω του –στο Μουχλιό «συνάντησε» κι ο Εγγονόπουλος τον Μπολιβάρ– υπάρχει ένα εντοιχισμένο ανάγλυφο με τη μορφή της πριγκίπισσας φωτοστεφανωμένη, να ικετεύει γονατισμένη στα πόδια του Χριστού.
Άφωνη από συγκίνηση, η Κορομηλά κοίταζε με τις ώρες αυτό το σπάνιο γυναικείο πορτρέτο της αγιογραφικής τέχνης, σαν να είχε εντοπίσει μια αδελφή ψυχή. Δεν αγνοούσε την ύπαρξη της Μαρίας, ό,τι αναφορές υπήρχαν γι’ αυτήν τις είχε ξεκοκαλίσει. Αλλιώς, όμως, προσεγγίζεις ένα ιστορικό πρόσωπο μέσα από τις τυπωμένες σελίδες κι αλλιώς όταν ακολουθείς τις διαδρομές του βίου του, περπατώντας στους ίδιους μ’ εκείνο τόπους, κι έχοντας ταυτόχρονα συνείδηση του πώς λειτουργούσε ο κόσμος και τι ακριβώς διακυβευόταν στη δική του εποχή.
Στο πρόσωπο της Μαρίας, που γι’ άλλον Μογγόλο προοριζόταν κι άλλον παντρεύτηκε τελικά, που πέρασε τα νιάτα της στα βάθη της ασιατικής στέπας και τα γεράματά της ως μοναχή στο Μουχλιό, η Κορομηλά ήταν σε θέση ν’ αντικρίσει όλες εκείνες τις Μαρίες που για χάρη διπλωματικών συνθηκών και πολεμικών ανακωχών «δωρίστηκαν» σε εκχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φυλάρχους ή αναλφάβητους βασιλείς, κι επιφορτίστηκαν όχι μόνο με τη σύσφιξη των πολιτικών σχέσεων αλλά και με τη διάδοση του χριστιανισμού στην ορθόδοξη μορφή του, στη διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης σε μελλοντικούς ηγέτες, στη μετάδοση του κωνσταντινουπολίτικου τρόπου ζωής. Κι όλες τους πέρασαν ως υποσημειώσεις στα βιβλία της Ιστορίας, χωρίς η προσφορά τους να εκτιμηθεί ποτέ.
«Στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας που είναι ουσιαστικά η Ιστορία, η γυναίκα παραμένει ένα κυρίαρχο μεν στοιχείο, αλλά απόλυτα σιωπηλό», παρατηρεί η Κορομηλά. «Οι μισές αρχαίες τραγωδίες είναι γραμμένες για γυναίκες, αλλά τα ιστορικά βιβλία τις αγνοούν». Να ’ταν μόνο αυτό που αγνοούν… «Όποτε ανανεώνονται τα σχολικά εγχειρίδια, τ’ αποδελτιώνω συστηματικά για να βλέπω από τα μέσα τη βιομηχανία της ιδεολογίας, και κάθε φορά στενοχωριέμαι πολύ», ομολογούσε η ίδια την άνοιξη του 2008, παραμονές της έκδοσης της «Μαρίας των Μογγόλων». Όπως η Αρχαιολογία, έτσι και η επιστήμη της Ιστορίας έτυχε «της χειρότερης εκμετάλλευσης κατά καιρούς για την εξυπηρέτηση ιδεολογημάτων, με αποτέλεσμα να περνάμε από τον Περικλή κατευθείαν στον Κολοκοτρώνη, νιώθοντας για το Βυζάντιο μίσος και απέχθεια. Επιπλέον, διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από την προσέγγιση των φιλολόγων, αγνοώντας τον πιο σταθερό της παράγοντα, τη γεωγραφία. Πώς είναι δυνατό να διδάξεις τον ελληνικό πολιτισμό, τον πολιτισμό της θάλασσας, δηλαδή, όταν δεν έχεις καμιά αίσθηση των αποστάσεων;»
Στην «Μαρία των Μογγόλων» η Κορομηλά δένει δεξιοτεχνικά την πορεία της ηρωίδας της με τη δική της, καθώς αντιλαμβανόταν βήμα προς βήμα τους μηχανισμούς και τους άξονες που διαπερνούν την Ιστορία, συμμερίζεται την άποψη της Αγγελικής Λαΐου ότι οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου δεν ήταν παρά ο προάγγελος του νέου ελληνισμού, ρίχνει φως στο σκοτεινό για μας μογγολικό σύμπαν, επιτίθεται στη «μάστιγα» της τουριστικής βιομηχανίας και τιμά όλους εκείνους που της άνοιξαν δρόμους, επιστήμονες, καλλιτέχνες, φίλους προσωπικούς.
Όπως η Μαρία των Μογγόλων, που ξεριζώθηκε, αλλά κατάφερε να γνωρίσει έναν άλλο κόσμο, έτσι και η ίδια η Κορομηλά, όταν έκανε στα δεκάξι της την επανάστασή της, ξεφεύγοντας από το οικογενειακό περιβάλλον, ρίχτηκε στον κόσμο των... αγρίων για να επιβιώσει, και γνωρίζοντας τους άλλους γνώρισε και τον εαυτό της. Άλλωστε, η μεγάλη φυγή της από την «Ψωροκώσταινα» προς τις παραδοσιακές κοινωνίες της Ανατολής ήταν που της πρόσφερε την απαιτούμενη ωριμότητα για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής και να συμφιλιωθεί με πολλά απ’ όσα είχε απορρίψει.