Είναι Σεπτέμβριος του '87, πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς, και στο προαύλιο ενός νηπιαγωγείου της Αττικής μπαίνει ένα κοριτσάκι με κόκκινο φουστανάκι, κόκκινα παπούτσια, λευκό γιακαδάκι και άσπρο καλσόν. Σχεδόν άσπρο· έχει πέσει πορτοκαλάδα. Δείχνει κατουρημένο. Οι συμμαθητές κανιβαλίζουν το κοριτσάκι με τα τσίσα κι εκείνο αποσύρεται σε μια γωνιά για να ψιθυρίσει στον εαυτό του δυο φωνήεντα: «Λοιπόν, άκου, οι άνθρωποι είναι κακοί, πρέπει να είσαι δυνατή, αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό, αυτό στο καλσόν είναι πορτοκαλάδα, αυτό στο καλσόν δεν είναι τσίσα, εσύ το ξέρεις, δεν φταις εσύ, αυτοί δεν βλέπουν. Δεν θα αφήσεις ποτέ ξανά να συμβεί αυτό». Είναι ένα δυνατό κοριτσάκι γιατί μεγαλώνει με μια δεκαμελή οικογένεια Γαλατών που γελάνε υπερβολικά, αγκαλιάζονται υπερβολικά, ουρλιάζουν υπερβολικά και κλαίνε ελεύθερα.
Το κοριτσάκι, πράγματι, δεν θα αφήσει ποτέ ξανά να συμβεί αυτό γιατί οι δέκα Γαλάτες θα του μάθουν να μην αμφισβητεί ποτέ τον εαυτό του. Στην πορεία, θα προστεθούν κι άλλοι.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, το γαλατικό χωριό ξαφνικά καταρρέει και το κοριτσάκι μένει μόνο. Είναι η πρώτη της μέρα στον ενήλικο κόσμο: Νομική Αθηνών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Θέλει να μπει στο Διπλωματικό Σώμα γιατί πιστεύει ότι μπορεί να προσφέρει. Ο καθηγητής ενημερώνει «δεν θα αλλάξετε εσείς τον κόσμο, σημασία έχει να τον διατηρήσετε ως έχει», το κοριτσάκι φωνάζει «ντροπή σας!», ο καθηγητής απολογείται δημόσια με άρθρο του σε μεγάλη εφημερίδα, ο παππούς περιφέρει την εφημερίδα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπου έχει σκορπιστεί η οικογένεια. Το κοριτσάκι έχει χάσει όλες του τις σταθερές. Ένας παιδικός φίλος τής συστήνει ένα αγόρι που το λένε Γεράσιμο, που έχει γράψει ένα τραγούδι που λέει «Σαν παιδιά, χωρίς γονείς, όλοι εμείς...» και που το κοριτσάκι το τραγουδάει ακόμα και σήμερα, σκυμμένο πάνω από ένα παιδικό πιανάκι, σε ένα νυχτερινό μαγαζί 2.500 ατόμων. Που κλαίνε. Όλοι.
Οι περισσότεροι, ελεύθερα.
— Κυρία Μποφίλιου, μας βλέπετε που κλαίμε;
Ναι, όταν δεν κλαίω κι εγώ, όλα τα βλέπω. Αφού γι' αυτό το κάνουμε, μωρέ. Τον ίδιο αντίκτυπο έχουν και σ' εμένα αυτά τα κομμάτια. Πρώτα είμαι ακροατής και μετά γίνομαι φορέας τους.
— Στην πρεμιέρα τα μπήξατε σε ένα καινούργιο τραγούδι, την «Αντιγόνη», με πολιτικό στίχο μάλιστα.
Ναι, ήταν εκεί που έλεγα ότι δεν θα κλάψω, θα μείνω ψύχραιμη. Είναι το σημείο του προγράμματος που έχει να κάνει με την ενηλικίωση και είναι το πιο προσωπικό μου. Πρέπει να το δουλέψω αυτό το σημείο. Τελικά, τα έμπηξα. Και μετά γύρισα και τους είπα, κοιτάξτε λίγο, η βραδιά είναι δική μου και θα κάνω ό,τι γουστάρω, με ξέρετε.
— Αν δεν σας είχαν κατηγορήσει ότι κλαίτε, θα το...
Όχι, καλέ. Δεν το σκεφτόμουν γι' αυτό. Μη χαλάσω την «Αντιγόνη» σκεφτόμουν, μη χαθούν οι στίχοι. Είναι το πιο αγαπημένο μου. Αλλά δεν νιώθω ότι είναι δικό μου τραγούδι, δικό μας είναι, όλων. Και πρέπει να το μοιραστώ σωστά με τους άλλους.
— Πράγματι, λέτε δώδεκα καινούργια τραγούδια στην παράσταση και ο κόσμος κάνει σαν να τα ξέρει.
Μα, τα τραγουδάω σαν να τα ξέρουν. Σαν να τα ξέρουμε. Δεν τα αντιμετώπισα ποτέ ως καινούργια. Τα έχω αγαπήσει ως ακροατής και μοιράζομαι αυτό το συναίσθημα με τον κόσμο. Δεν έχω την αμηχανία του ότι τώρα σας συστήνω κάτι. Τώρα κάνουμε κάτι μαζί, αυτή είναι η αίσθηση. Γι' αυτό πρώτα τα παίζουμε λάιβ και μετά θα τα γράψουμε. Ανορθόδοξο. Αλλά πρώτα θα γίνουν δικά μας, αυτός είναι ο προορισμός τους. Απ' την αρχή το κάναμε αυτό. Και τότε που δεν μας ήξεραν και δεν τα ήξεραν, πάλι όλοι μαζί κλαίγαμε.
— Πώς νιώθετε που λένε: «Πάμε στην Μποφίλιου να κλάψουμε»;
Υπάρχει και το «Ήρθα να σε πάρω για την Μποφίλιου» - «Μισό, βάζω τα κλάματα και κατεβαίνω». Γέλασα πολύ μ' αυτό. Όμως αυτοί που δεν μας έχουν δει ζωντανά, νομίζουν ότι θα έρθουν σε κάτι που δεν θα καταφέρει να τους κάνει να νιώσουν ωραία. Νομίζουν ότι αυτό που κάνουμε έχει μόνο πόνο, απώλεια, εγκατάλειψη, τέτοια. Δεν κάνουμε αυτό. Καθημερινές ιστορίες λέμε, αυτό που ζούμε, αυτό και αφηγούμαστε. Και δεν ζούμε μόνο αυτά, ζούμε κι άλλα πράγματα, γι' αυτό και όλα μας τα λάιβ έχουν το στοιχείο της διασκέδασης, της ηρεμίας, της τρυφερότητας, της δύναμης... Ναι, και του πόνου. Αλλά δεν είναι μελαγχολικά, είναι δυνατά. Έχουν ένταση και γκάζια. Δεν είναι κλαψιάρικα.
— Εσείς είστε κλαψιάρα;
Δεν είμαι κλαψιάρα. Κλαίω, αλλά δεν κλαίγομαι. Κλαίω, αλλά την ίδια στιγμή σου γαμώ ό,τι έχεις και δεν έχεις. Κλαίω, αλλά μπορώ να σου τραβήξω μπουνιά.
— Δεν είναι παθητικός νταλκάς δηλαδή.
Ακριβώς. Είναι δυναμικός νταλκάς, αυτή είναι η λέξη. Δυναμικός νταλκάς και καμία παραίτηση.
— Πείτε μου κι άλλα για τον νταλκά, με απενοχοποιείτε.
Εγώ νταλκαδιάζω με λαϊκά και με έντεχνα. Με αυτά που παίζουν στον Αρχάγγελο και στον Μπάτμαν. Ο νταλκάς είναι συνδεδεμένος με την ύπαρξή μας. Ακόμα και στη δική μας μουσική, που δεν έχει αμιγώς λαϊκά στοιχεία ή, μάλλον, έχει και λαϊκά στοιχεία. Κι ενώ δεν κάνουμε μια μουσική που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι mainstream, είμαστε εντελώς mainstream. Αλλά mainstream με το «Εν λευκώ». Είναι παράξενο να είσαι mainstream με το «Εν λευκώ», δεν είναι;
— Αξιοπερίεργο είναι. Μαγικό κομμάτι μεν, αλλά είναι ένας ποιητικός μονόλογος, χωρίς κουπλέ, ρεφρέν, μουσικές επαναλήψεις, καμία σχέση με το πώς έχουμε συνηθίσει να είναι ένα τραγούδι. Συνέβη και με άλλα σας τραγούδια αυτό. Ήταν δύσκολα, αλλά πέρασαν κάτω.
Νομίζω γιατί όλα έχουν μέσα τους το στοιχείο της λαϊκότητας. Την αμεσότητα, την απλότητα.
— Έτσι ορίζετε το λαϊκό;
Ναι. Αμεσότητα και απλότητα στο συναίσθημα, όχι στον τρόπο με τον οποίο παράγεται και εκφέρεται. Γιατί μπορεί ο τρόπος να μην είναι απλός αλλά το συναίσθημα να είναι συγκεκριμένο, πηγαίο, αυθόρμητο. Είναι τραγούδια που έχουν καταφέρει να είναι άμεσα, χωρίς να είναι πάντα εύκολα. Κι εγώ, ως ερμηνεύτρια, θα μπορούσα να δώσω βάση στα πιο περίπλοκα στοιχεία τους. Αλλά τα τραγουδάω σαν να είναι απολύτως απλά, συγκεκριμένα και εύκολα, γιατί έτσι τα καταλαβαίνω κι εγώ. Δεν μπορώ με τίποτα το «σοσόν φατά».
— Το ποιο;
Το «σοσόν φατά», ρε παιδί μου, αυτά τα λίγο γκομενοκουλτουριάρικα.
— Υπάρχει ετυμολογία;
Μπα, εμείς οι τρεις το εφηύραμε (σ.σ. με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο).
Νιώθω ότι ανήκω κάπου μέσα σ' αυτό το δίσκο γιατί λέει όλα αυτά που θέλω να πω αλλά σου δίνει και τη δύναμη της πράξης. Μουσικά και στιχουργικά λέει ότι αυτός είναι ο κόσμος που ζεις, άσε τις ενοχές, φτιάξ' τον γιατί μέσα σ' αυτόν θα ερωτευτείς και θα παλέψεις. Απενοχοποιεί όλα τα συναισθήματα.
— Κυρία Μποφίλιου, είστε λαϊκή τραγουδίστρια;
Όχι. Η φωνή μου δεν έχει την πάστα του λαϊκού. Είμαι 100% έντεχνη – όρος για να συνεννοούμαστε είναι το έντεχνο, δεν έχει να κάνει με τέχνη ή μη τέχνη. Δηλώνει έναν συγκεκριμένο τρόπο μουσικό, ορχηστρικό, φωνητικό, καλλιτεχνικό. Είδος είναι, όπως λέμε ότι κάποιος ακούει ροκ ή μπλουζ. Η φωνή μου, ως χροιά, δεν είναι λαϊκή, είναι άλλου τύπου, άλλο στυλ, ρε παιδί μου. Πάρε παράδειγμα τη Γιώτα Νέγκα. Τραγουδάει το έντεχνο φανταστικά, αλλά η φωνή της είναι γνήσιας λαϊκής τραγουδίστριας. Ή τη Μοσχολιού. Τεράστια λαϊκή τραγουδίστρια, αλλά καμία δεν μπόρεσε να τραγουδήσει πιο έντεχνα απ' αυτήν.
— Μπερδεύτηκα λίγο. Η Τζένη Βάνου τι ήταν;
Τζαζ. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη φωνή, που μπορούσε να τραγουδήσει ό,τι την άγγιζε.
— Εσείς τι θα θέλατε να είστε;
Τίποτε άλλο. Κι αν θελήσω να γίνω κάτι άλλο, θα προσπαθήσω να το πετύχω. Ήθελα π.χ. να γίνω καλύτερη τραγουδίστρια. Το δουλεύω. Ήθελα να κάνω καλύτερες παραστάσεις. Κι αυτό. Αυτό που είμαι θα ήθελα να είμαι, αλλά σε βελτιωμένη έκδοση.
— Δεν νιώσατε ποτέ ότι «τώρα το 'χουμε», ήρθαν οι Μέρες του Φωτός, φτάσαμε;
Ήρθαν, αλλά δεν φτάσαμε, γιατί δεν ορίσαμε ποτέ πού θέλουμε να φτάσουμε. Δρούμε εξελικτικά εμείς οι τρεις, δεν βάζουμε κανένα ταβάνι στη συνεργασία, στην αγάπη, στη δημιουργία. Υπάρχουν κι άλλα που θέλουμε, αλλά δεν είναι πιο ψηλά, πιο μακριά είναι. Μου αρέσει το οριζόντιο, προτιμώ να κοιτάω ευθεία, όχι πάνω. Αν φτάσαμε κάπου, είναι στη φοβερή δυνατότητα που είχαμε φέτος να φτιάξουμε και να εκφράσουμε αυτά ακριβώς που θέλαμε με τα μέσα που θέλαμε. Ζητήσαμε μεγάλη σκηνή, τόσους μουσικούς, να έχουμε σκηνοθέτη τον Άγγελο Τριανταφύλλου, να έχουμε επιμέλεια κινηματογραφιστή –τον Χρήστο Γκίνη–, σκηνογράφο την Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, ρούχα που να είναι κοστούμια παράστασης κι έναν άνθρωπο καλλιτέχνη να τα επιμεληθεί (Β. Μπαρμπαρίγος). Θέλαμε και τον δίσκο ηχογραφημένο ζωντανά. Τα είπαμε όλα αυτά για να παζαρέψουμε. Ζητήσαμε δέκα για να πάρουμε πέντε και τελικά μας τα έδωσαν όλα! Δεν είχαμε καταλάβει ότι έχουμε αυτό το περιθώριο, να υλοποιούμε αυτό ακριβώς που έχουμε στο μυαλό μας. Αυτό σου το φέρνει η επιτυχία με την εμπορική της διάσταση, όχι η καλλιτεχνική ή η προσωπική.
— Νομίζω πως, γενικώς, δεν έχετε καταλάβει τι έχετε καταφέρει. Πριν από την πρεμιέρα αγωνιούσατε ότι θα παίζετε μπροστά σε άδειες καρέκλες. Πείτε μου, πάτε καλά;
Εγώ έχω πάντα την αγωνία ότι κανείς δεν θα 'ρθει στο πάρτι μου – γι' αυτό και δεν κάνω πια πάρτι. Από κει και πέρα, όμως, είναι μεγάλο στοίχημα το φετινό. Είναι ο Βοτανικός, δεν είναι αστείο. Είμαστε τρεις άνθρωποι, τόσα χρόνια μαζί, στηριζόμαστε απολύτως στο προσωπικό μας ρεπερτόριο, δεν έχουμε καν κάποιον να ανοίγει το πρόγραμμα, γκεστ, τέτοια. Φτιάξαμε αυτή την παράσταση που δεν είναι για τέτοιο μαγαζί και τόσο κόσμο. Είναι παράσταση ψυχαγωγική, κάπως σαν σκωτσέζικο ντους: τα συναισθήματα εναλλάσσονται, το ένα έρχεται μέσα από το άλλο, δεν είναι «και τώρα το λαϊκό πρόγραμμα, πιο πριν το πιο χορευτικό κ.λπ.». Είναι άλλου τύπου απ' αυτά που έχουμε συνηθίσει. Έχει όλα τα στοιχεία της εκτόνωσης, αλλά με άλλη δομή. Συν δώδεκα καινούργια τραγούδια, ε; Δεν είναι παράσταση νυχτερινής Αθήνας...
— Όλη η σκηνή είναι καλυμμένη με ψεύτικα τριαντάφυλλα.
Ναι, θέλαμε μια μαγική εικόνα, όχι ένα πάτωμα. Και για μένα είναι καταπληκτική η αίσθηση μέσα σ' αυτό το περιβάλλον. Λουλούδια. Ελπιδοφόρο πράγμα. Η απόλυτη ομορφιά. Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα πάνω στη σκηνή. Θέλω να μου φέρουν κι άλλα, μου φαίνονται λίγα τώρα.
— Δεν είναι σχόλιο στο λουλουδικό των μπουζουκιών;
Δεν είναι, γιατί οι άνθρωποι που το σκέφτηκαν δεν έχουν αυτή την αναφορά. Τους το είπα: «Ξέρετε ότι αυτά θα φαίνονται σαν γαρίφαλα. Εγώ δεν κωλώνω, αλλά εσείς το ξέρετε, έτσι;». «Τι εννοείς;» με ρώτησαν. «Εμείς την Πίνα Μπάους είχαμε στο μυαλό μας. Αν λειτουργήσει έτσι, δεν φταίνε τα λουλούδια...».
— Είστε στη σκηνή του Βοτανικού, αλλά τα καινούργια τραγούδια που μας παρουσιάζετε εκεί μου φάνηκαν έντονα πολιτικά. Είναι πολιτικά πράγματι;
Κοινωνικοπολιτικά, αλλά με την υπαρξιακή τους διάσταση. Το σύγχρονο πολιτικό τραγούδι είναι καταρχάς υπαρξιακό. Είναι το προσωπικό που αντανακλά το σύνολο. Για μένα και τα παιδιά, πολιτική σήμερα είναι αυτό που είμαστε, το πώς υπάρχουμε μέσα στο σύνολο. Την ασκούμε δρώντας και αναπνέοντας μέσα σ' αυτό τον κόσμο με κάποιες άλλες αξίες και με τη μικρή προσφορά του καθενός, πηγαίνοντας από τη μονάδα στο σύνολο. Εγώ δεν βλέπω άλλο τρόπο. Νιώθω ότι ανήκω κάπου μέσα σ' αυτόν το δίσκο γιατί λέει όλα αυτά που θέλω να πω, αλλά σου δίνει και τη δύναμη της πράξης. Μουσικά και στιχουργικά λέει: «Αυτός είναι ο κόσμος που ζεις, άσε τις ενοχές, φτιάξ' τον γιατί μέσα σ' αυτόν θα ερωτευτείς και θα παλέψεις». Απενοχοποιεί όλα τα συναισθήματα. Εγώ τα τελευταία χρόνια γέμιζα ενοχές για καθετί κακό που συνέβαινε στους άλλους. Είναι λάθος. Θυμό πρέπει να σε γεμίζει όλο αυτό και να θες να το ανατρέψεις. Σκεφτόμουν ότι εμείς κάνουμε λάιβ, τραγουδάμε, χορεύουμε, και οι άλλοι παλεύουν για να ζήσουν. Όχι! Τραγουδάμε, χορεύουμε, γλεντάμε, ερωτευόμαστε και αγωνιζόμαστε για τους άλλους. Άλλωστε, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε στην ίδια θέση. Διακυβεύεται η ασφάλεια όλων μας. Είμαστε όλοι δυνάμει θύματα αυτού που έχουμε δημιουργήσει.
— Άρα, στη «Βαβέλ» αγγίζετε περισσότερο το κοινωνικοπολιτικό, το γύρω μας, και λιγότερο το ερωτικό, το μέσα μας. Παρ' όλα αυτά, με τα «Μεθύσια» θα νταλκαδιάζουν μέχρι και τα εγγόνια μου.
Έχει ερωτικά στοιχεία το άλμπουμ –τα «Μεθύσια», τα «Επόμενα Φιλιά»–, αλλά τόσα, όσα χρειάζεται. Κοίτα, είμαστε και 30+, αλλιώς είναι ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας. Δεν τον ζούμε όπως πριν.
— Πήρε το πάνω χέρι το «έξω» γιατί εμείς μεγαλώσαμε ή γιατί το «έξω» είναι πια ισοπεδωτικό;
Το πήρε γιατί το «έξω» είναι ο τόπος όπου κατοικούμε. Και δεν πειράζει, εντάξει, αυτό έχουμε. Πρέπει να ζήσουμε χωρίς ενοχές, δεν έχουμε άλλο δρόμο. Αν όλοι το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να ζήσουμε, ίσως αυτό μας δώσει περισσότερη δύναμη να παλέψουμε για να το αλλάξουμε.
— Και να ζήσουμε αυτό που λέμε «τώρα»; Αυτό λέει η «Βαβέλ»;
Η «Βαβέλ» δεν έχει αναμονή, όπως είχαν οι «Μέρες του Φωτός». Ούτε προσδοκία, ούτε παρελθόν. Αυτός ο δίσκος έχει μόνο «τώρα».
— Ωραία! Αυτό θεωρητικά είναι καλό φινάλε συνέντευξης, αλλά, ξέρετε, μου έχετε φέρει στην επιφάνεια κάτι δικά μου ψυχολογικά και μ' έχετε στείλει στον διάολο και τώρα θέλω να με βοηθήσετε.
Ακούω.
— Σας έβλεπα πάνω στη σκηνή, τόσο λυμένη, να γελάτε, να κλαίτε, να χορεύετε. Συγχωρέστε μου το ποιητικό μελό, αλλά ήταν κάπως σαν να απλώνατε την ύπαρξή σας ολούθε κι εντελώς γενναιόδωρα. Και σας χαιρόμουν γιατί έβλεπα έναν άνθρωπο που, ενώ βρίσκεται σε τόσο ευάλωτη θέση, δεν έχει καμία αγωνία για αποδοχή. Ούτε μισό σας κύτταρο δεν αμφέβαλλε γι' αυτό που κάνατε. Είναι η νίκη του ανήκειν;
Στη σκηνή βλέπετε εμένα, αλλά εγώ κουβαλάω τόσους ανθρώπους...
— Εκεί το πήγαινα. Στις υπόλοιπες 4.000 λέξεις αυτής της συνέντευξης, μου μιλήσατε μόνο για τους ανθρώπους σας. Την οικογένειά σας, τα τέσσερα αδέλφια σας, τον Άγγελο (Τριανταφύλλου) και τον Κώστα (Τσίρκα), που είστε παιδικοί φίλοι και συνοδοιπόροι έκτοτε, τις κολλητές σας, συγκατοίκους και βασικές υποστηρίκτριές σας, Μόνικα και Αργυρώ, τον σύντροφό σας, τον Γεράσιμο και τον Θέμη που είναι η δεύτερη (ή και τρίτη ή και τέταρτη) οικογένεια στην οποία ανήκετε. Έχετε λαό ολόκληρο πίσω σας. Είπατε συχνά τη λέξη «ανήκω» και ακόμα συχνότερα τη φράση «οι άνθρωποί μου».
Μα, αυτοί είμαι εγώ. Είναι το δίχτυ ασφαλείας μου και είναι σοβαρό δίχτυ, είναι Cirque du Soleil, δεν είναι απλό τσίρκο. Μπορώ να τολμήσω ό,τι γουστάρω και να μη με κατασπαράξει κανείς. Εγώ σ' αυτό το δίχτυ χρωστάω όλη μου την ύπαρξη. Τίποτα δεν θα είχα κάνει χωρίς αυτούς. Τίποτα. Είναι το άλφα και το ωμέγα. Δεν τους διαπραγματεύομαι με κανέναν. Η Παναγιά η ίδια να κατέβει και να μου πει για τον Θέμη ή τον Γεράσιμο, δεν τη λογαριάζω. Κι εκείνοι με προσέχουν. Όσο τους προσέχω εγώ, τόσο με προσέχουν κι αυτοί. Γι' αυτό και καταφέραμε τόσα χρόνια όλο αυτό το πράγμα και να το ενώσουμε και να το καλλιεργήσουμε και να μπλέξουμε τις ζωές μας: οι φίλες μου απ' το σχολείο είναι φίλες με τα παιδιά, οι οικογένειές μας υπάρχουν μέσα σ' αυτό – μιλάει η αδελφή μου με τον μπαμπά του Θέμη στο fb και λένε ο ένας τον άλλον αδέλφια. (Ακριβώς εκείνη τη στιγμή περνάει κάποιος που την περνάει για την αδελφή της.)
— Από το σχολείο ακόμα ήρθαν στη ζωή σας οι άνθρωποι που είναι οι σημερινοί συνεργάτες σας. Το δουλέψατε όλο αυτό ή είστε απλώς κωλόφαρδη, κυρία Μποφίλιου; Γιατί δεν συνέβη σε όλους μας;
Κοίτα να δεις. Εγώ στους ανθρώπους ψάχνω κάτι να με ενώσει, όχι να με διαχωρίσει ούτε να με ξεχωρίσει. Και πάνω σ' αυτό το κοινό που θα βρω, εγώ χτίζω. Δουλεύω. Είναι και τύχη, αλλά είναι και διεκδίκηση και επιλογή. Έχει αγώνα αυτό, προσπάθεια, θέλει καλλιέργεια. Εγώ τους ανθρώπους μου τους διεκδικώ κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Τα τελευταία χρόνια λείπαμε συνέχεια απ' την Αθήνα, γυρίζαμε πτώματα, αλλά έπρεπε να πάρουμε και κάτι ακόμα απ' τον εαυτό μας και να τους το δώσουμε. Δεν τους θεώρησα ποτέ δεδομένους τους ανθρώπους μου – ούτε καν τη μάνα μου. Νιώθω ασφαλής γιατί ξέρω μέχρι πού είναι ικανοί να φτάσουν για μένα, όπως ξέρουν κι εκείνοι. Δεν χρειάζεται υπενθύμιση. Αλλά η διεκδίκηση είναι κάτι που βράζει. Οι σχέσεις είναι λίγη τύχη και πολλή-πολλή προσπάθεια.
— Σας ευχαριστώ πολύ. Νομίζω ότι είστε η νέα Τζένη Βάνου.
Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά είναι τεράστιο κοπλιμέντο και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.
Info:
ΒΑΒΕΛ
Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος
ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ LIVE STAGE
Κασσάνδρας 19 - (Ιερά Οδός 72 & Σπύρου Πάτση)
τηλ. κέντρο / κρατήσεις 210-3473.835
Παράταση για 2 ακόμη παραστάσεις - Σάββατο 7 & Παρασκευή 13 Μαΐου
Ώρα έναρξης: 22:30
Τα εισιτήρια ξεκινούν από 13€.