ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΑΓΓΕΛΑΚΟ
Tον γνώρισα το καλοκαίρι του 1984, στον κήπο του Μπαλτάζαρ. Δίπλα του η Ανθή. Και γύρω του μία από τις πιο χαρισματικές παρέες της πόλης. Καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού. Λαμπερός, με τη στόφα του σταρ. Πείραζε τους πάντες και δεχόταν τα πειράγματά τους. Γελούσε πονηρά και ανοιχτόκαρδα. Προκαλούσε και αφηνόταν στις προκλήσεις των φίλων του. Μιλούσε όπως έγραφε, αφού σύμφωνα με τη μαθήτριά του, τη Γεωργία Τριανταφυλλίδου, είναι ο μοναδικός που έχει καταργήσει τόσο αποφασιστικά τα όρια ανάμεσα στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Η πρώτη συνάντηση κράτησε μέχρι τις τέσσερις ή τις πέντε τα ξημερώματα. Το διαλύσαμε μόλις εκείνος είχε μαζέψει όση αγάπη μπορεί να μαζέψει κανείς σε μια νύχτα. Από τότε έπαψε να είναι για μένα ο Δημήτρης Μαρωνίτης ή ο καθηγητής Δ.Ν. Μαρωνίτης. Έγινε ο Μίμης, κι έτσι παραμένει ακόμη.
Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών οι συναντήσεις μας. Το 1990 έψαχνα να βρω μια μετάφραση του «Αίαντα» που να εντάσσεται αβίαστα στον δοκιμιακό λόγο του Σταρομπίνσκι. Τον προτείνω στον Διονύση Καψάλη, ο οποίος διηύθυνε τη σειρά Λόγου Χάριν στις εκδόσεις Εστία. Ο Καψάλης δέχεται με τη μία και από τότε ξεκινάει για τον Μαρωνίτη μια μακρά πορεία που δίνει τον ολοκληρωμένο της καρπό το 2012, με την έκδοση της τραγωδίας του Σοφοκλή από το ΜΙΕΤ.
Tον βλέπω στο πάρτι του γάμου μου να χορεύει σαν έφηβος το «Serial Killer» των Talking Heads και ύστερα χανόμαστε για χρόνια. Ενδιαμέσως κρατάω τη συγκίνησή του στην πρεμιέρα της «Μαύρης Γαλήνης», σκηνοθετημένης και παιγμένης από τον Γιάννη Τσορτέκη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Κρατάω και όλες τις τυχαίες συναντήσεις μας στο υπόγειο του Πτι Παλαί, νυχτερινή προβολή πάντα, μόνος εκείνος, μόνος κι εγώ, ν' ανταμώνουμε στο διάλειμμα, στο φουαγέ, και να με κυνηγάει που δεν έχω κόψει το τσιγάρο.
Κάποιοι βλέπουν μπροστά τους τον φίλο τους. Κάποιοι άλλοι τον μελετητή, τον στοχαστή, τον δοκιμιογράφο. Εγώ βλέπω ένα θηρίο.
Στην παρουσίαση της συνολικής έκδοσης των ποιημάτων της Λαϊνά εξομολογείται δημόσια πως η μία του φωνητική χορδή έχει χαθεί. Είναι συγκινημένος και συγκινητικός. Δεν κάνει κανένα σκόντο σ' αυτά που θέλει να πει. Η σπασμένη του φωνή είναι ανίκανη να βάλει εμπόδια στο περιεχόμενο: η προφορικότητα πρέπει να διασωθεί, ο συλλογισμός του να εκτεθεί. Κάποιοι βλέπουν μπροστά τους τον φίλο τους. Κάποιοι άλλοι τον μελετητή, τον στοχαστή, τον δοκιμιογράφο. Εγώ βλέπω ένα θηρίο.
Οι συνεννοήσεις για τη συνέντευξη γίνονται με την Ανθή. Ανάμεσα στις ερωτήσεις που ετοιμάζω, έχω εντάξει και κάποιες που θα 'θελα πολύ να τον αιφνιδιάσουν. Έχω ξεχάσει πως πάω να «παίξω» με τον Μαρωνίτη. Πως η τέχνη του αιφνιδιασμού –του αρχικού, του τελικού, αλλά και όλων των ενδιάμεσων– είναι αποκλειστικά δική του.
Η πρώτη μας συνάντηση κρατάει δυόμισι ώρες. Με διώχνει, λέγοντάς μου τρυφερά «δεν θα με διαλύσεις εσύ». Ορίζουμε τη συνέχεια για το επόμενο Σάββατο. Επιστρέφω στο σπίτι, περνάω το ηχητικό υλικό από το κινητό στο λάπτοπ και, με τη γνωστή ατυχία ή την ατζαμοσύνη του πρωτάρη, χάνω τα 3/4 της συνέντευξης. Για να γίνουν χειρότερα τα πράγματα, τσιμπάω στο ενδιάμεσο μια ίωση φαρυγγίτιδας. Το θηρίο δεν κάνει πίσω: «Έλα να την τελειώσουμε». Κι έτσι, βρέθηκα μ' ένα συμπληρωματικό υλικό μιάμισης ώρας, όπου δύο φωνές που ακούγονται μετά βίας συνθέτουν ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο, το οποίο κατέστρεψα χωρίς τύψεις μόλις ολοκλήρωσα την απομαγνητοφώνηση.
Για το ξεκίνημα της συνέντευξης, του έχω ετοιμάσει μια έκπληξη. Του λέω ότι θα του διαβάσω κάτι, κι εκείνος θα το αναγνωρίσει. Του διαβάζω.
Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν
αλλιώς. Αν γινόταν το μακριά
ξαφνικά, το ξαφνικά κοντά, ναι
σχεδόν μπροστά. Ο καταρράχτης
χωρίς σαν, να ακούει το πρωί,
να φωνάζει τη νύχτα τον
ινδομινωίτη.
Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν
αλλιώς. Αν ακόμη ζούσαν η
σφιχτή γυναίκα και ο ψηλός
άντρας. Να ρωτούν συνεχώς. Με
κλειστό παράπονο κι ανοιχτή
καλοσύνη. Για το πότε, το πώς
και ποτέ για το τι.
Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν
αλλιώς. Αν το ποτάμι. Σκούρο
κόκκινο κάτω, κίτρινο πάνω.
Έφτανε στην εντολή σου. Το
δάσος θα σου 'δενε τότε το
θηρίο που γύρευες.
Το ποίημα είναι δικό του. Το δημοσίευσε σε μια επιφυλλίδα του, στο «Βήμα της Κυριακής», στις 16 Ιουνίου, μάλλον το 1985. Το είχα αντιγράψει στη γραφομηχανή, μια ηλεκτρική Olivetti, και το φυλάω από τότε. Δεν του λέω ότι το «Δάσος των παιδιών» γράφτηκε από τους δύο τελευταίους του στίχους και γράφτηκε γι' αυτούς. Το μαθαίνει τώρα.
— Μίμη, πες μου για τη σφιχτή γυναίκα.
Τη μάνα μου;
— Τη μάνα σου. Και για τον ψηλό άντρα θέλω να μου μιλήσεις.
Την αγαπούσα τη μάνα μου, τη θαύμαζα. Μελαχρινή εκείνη, μαύρος εγώ ως παιδί, ξανθός ο πατέρας, κάτασπρος. Έως και τα εφηβικά μου χρόνια, έως και λίγο μετά, αγαπούσα τη μάνα μου μόνο. Αυτό που ένιωθα για τον πατέρα μου ήτανε κάτι άλλο.
Ο πατέρας μου όμως περίμενε στην άκρη. Περίμενε πολύ στην άκρη, και ντρέπομαι λιγάκι που το λέω, τα τελευταία χρόνια τον αγαπώ πιο πολύ κι από τη μάνα μου, που είναι ο άνθρωπος που αγάπησα στη ζωή μου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αγαπώ τη σκιά του, αγαπώ την περίεργη μοναξιά του, μια αξιοπρέπεια που είχε, και την πείνα του, γιατί για πείνα επρόκειτο, για γράμματα. Νομίζω ότι από αυτόν τα κληρονόμησα αυτά. Η μάνα μου μού έδωσε ζωντάνια, ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος, κι εγώ μικρός ήμουν λιγάκι καραγκιόζης, έκανα διάφορα αστεία και τέτοια, από μόνος μου. Ο πατέρας μου ποτέ.
Ξαναγυρίζω στο χαμένο υλικό. Σκέφτομαι πόσο του ταιριάζει εν τέλει του Μαρωνίτη όλη αυτή η περιπέτεια: να προσπαθώ να σμίξω εικόνες και λόγια από μια χαμένη και μια σωσμένη εγγραφή. Τον ακούω να μου λέει για την αυτοκτονία του πατέρα του. Τον ρωτάω γιατί αυτοκτόνησε.
«Για να μην πονάει» μου απαντά. Μου υπόσχεται να μου φέρει το κείμενο που έγραψε τη μέρα του θανάτου του.
«Πέρασα τη μισή μου ζωή ως γιος της μάνας μου» λέει. «Τώρα είμαι πια ο γιος του πατέρα μου».
Μου αφηγείται πώς έπιασε τον πατέρα του ο Σγουράκης, ο παραγωγός που έφτιαξε το πρώτο τηλεοπτικό πορτρέτο του Μαρωνίτη στη σειρά «Μονόγραμμα». Τον έπιασε στα γυρίσματα και τον ρώτησε πώς αισθάνεται που ο γιος του είναι τόσο σημαντικός. Κι εκείνος απάντησε «και τα δυο μου παιδιά είναι εντάξει».
Είχα όμως αυτή την εικόνα η οποία μου μένει αξέχαστη: τον πατέρα μου στο αμφιθέατρο, εγώ να δίνω εξετάσεις ως υφηγητής, και να 'ρχεται να κάθεται κάπου στη μέση, απόμερα, κι απ' τη συγκίνησή του νομίζω ότι έφευγε όλο το αίμα, γινόταν κίτρινο το πρόσωπό του. Πρέπει να μ' αγαπούσε.
— Πότε εντοπίζεις την πείνα του πατέρα σου για τα γράμματα;
Αυτή αρχίζει στην τετάρτη, ούτε την τετάρτη, στην πέμπτη του οχταταξίου, που εγώ περνάω ώρες ολόκληρες στο βιβλιοπωλείο του Συρόπουλου. Ο Συρόπουλος μου δίνει και βιβλία στο τζάμπα, και αυτά πήγαιναν σ' ένα σπίτι μ' ένα ντουλαπάκι στον τοίχο τόσο δα. Και το βράδυ, όταν η μάνα μου νύσταζε πια, κι έκλειναν τα μάτια της, αλλά δεν πήγαινε να κοιμηθεί, τον περίμενε. Ανέβαινε και κάθονταν ανακούρκουδα στο μπαούλο που είχαμε ο πατέρας μου και διάβαζε σαν τρελός: Ο'Νιλ, Ίψεν, Σόμερσετ Μομ, ό,τι μπορείς να φανταστείς χώνευε, δεν τα κουβέντιαζε, αλλά νομίζω πως τ' αγαπούσε πάρα πολύ. Και είχε κι αυτό, να μην το ξεχάσω: δεν μιλούσε ποτέ απευθείας όταν είχε κάτι να μου πει, είτε παράπονο, είτε δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, γιατί αγάπη αγάπη, να με πιάσει και να μ' αγκαλιάσει, δεν είχα. Είχα όμως αυτή την εικόνα η οποία μου μένει αξέχαστη: τον πατέρα μου στο αμφιθέατρο, εγώ να δίνω εξετάσεις ως υφηγητής, και να 'ρχεται να κάθεται κάπου στη μέση, απόμερα, κι απ' τη συγκίνησή του νομίζω ότι έφευγε όλο το αίμα, γινόταν κίτρινο το πρόσωπό του. Πρέπει να μ' αγαπούσε. Αισθανόμουνα και λίγο, με συγχωρείς που θα το πω, είχε δίκιο ο άνθρωπος, με φοβόντανε, φοβόνταν πού θα πάω, δεν ξέρω, φοβόνταν τι θα γίνω. Δεν μου μίλησε ποτέ γι' αυτά.
— Ενώ η αδερφή σου, η Μαρίκα, ήταν πιο απλή γι' αυτόν.
Πολύ πιο απλή. Η Μαρίκα με λάτρεψε, είναι ένας χρυσός άνθρωπος και τώρα ακούει το όνομά μου και δεν μπορείς να φανταστείς πώς κάνει. Άλλη φορά θα σου μιλήσω για την αδελφή μου, χαϊδολογούμασταν σαν τρελοί, ως παιδιά που μέναμε στο σπίτι μόνοι μας. Μια κατάσταση απίστευτη, με την κυρία Σουλτανάκη και την κυρία Πηνελόπη απάνω, και μια αυλή στην οποία έτρεχα εγώ για να κατουρήσω στην άκρη, δεν ξέρω, φίλε...
— Κι αυτή η εικόνα, η πρώτη εικόνα σου, μ' εσένα τυλιγμένο σε μια κόκκινη κουβέρτα;
Κι αυτή η εικόνα που μου έχει μείνει με τη μάνα μου. Εγώ μοιάζει να έχω πυρετό –σπανίως όταν είχα πυρετό έπεφτα στο κρεβάτι, ήμουνα τζαναμπέτης– κι είχε καθίσει στη σκάλα −με κόκκινα κεραμίδια η σκάλα− μ' εμένα στην αγκαλιά της, μ' ένα παπλωματάκι από πάνω, πρέπει να ήμουν τριών τεσσάρων χρονών. Η πρώτη εικόνα που έχω είναι στην αγκαλιά της μάνας μου, μ' αυτό το παπλωματάκι, που το θυμάμαι σαν τώρα.
Οι εικόνες της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας περνάνε σαν σε βιουμάστερ: ο Μίμης στους ώμους του πατέρα του παρακολουθεί τη συγκέντρωση των καπνεργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης· τα χρόνια του στο Κατηχητικό και, αργότερα, στη θρησκευτική οργάνωση νέων «Ζωή»· η φιλία του με τον Τάκη Τρακατέλλη, τον κατοπινό Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο της Αμερικής, διδάκτορα του Χάρβαρντ και της Θεολογικής Σχολής της Βοστώνης· οι ώρες που περνάει, μαθητής του οχταταξίου πια, στο βιβλιοπωλείο του Αλέκου Συρόπουλου και του Σόλωνα Μόλχο, διαβάζοντας επί τόπου ό,τι πέφτει στα χέρια του. Οι δύο βιβλιοπώλες τού χαρίζουν βιβλία, βάζοντας τα θεμέλια σε αυτό που η Λίζυ Τσιριμώκου θα αποκαλέσει, 50 χρόνια αργότερα, ο «φιλαναγνώστης Μαρωνίτης». Και τέλος, η καθοριστική του συνάντηση με τον Κωνσταντίνο Μπότσογλου, φιλόλογο στο Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος διαβάζει, στο πρώτο κιόλας μάθημα, ολόκληρο τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα στην τάξη: το «μικρόβιο» μεταδίδεται απευθείας στον προέφηβο Μαρωνίτη που δεν παύει να σκαλίζει τα πλατωνικά κείμενα μέχρι σήμερα.
— Τελειώνοντας το Πειραματικό, δίνεις εξετάσεις και πετυχαίνεις στη Θεολογική Σχολή. Στην Αθήνα.
Ναι. Και σε τέσσερις μήνες τα παρατάω και φεύγω κι επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη.
— Και ενδιαμέσως πηγαίνεις και στα θεατράκια σου. Το σκας. Έμενες σε εστία;
Σ' ένα δωμάτιο μας είχανε στην αρχή, μάλιστα είχα περάσει με υποτροφία. Ήτανε οχτώ κρεβάτια, και κοιμόμουνα εκεί.
— Και το σκας και πού πηγαίνεις;
Πηγαίνω στο Εθνικό, στο Θέατρο Τέχνης, στο Άστυ, τα «Σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ εκεί τα πρωτοβλέπω. Στον Ορφέα, τον παλιό Ορφέα, αυτήν τη μεγάλη αίθουσα, την καταπληκτική. Το σκάω σαν τρελός. Να φανταστείς, δε, ότι εγώ δούλευα γραφομηχανή, γιατί αυτήν τη δουλειά μού είχανε δώσει για μεροκάματο, με τις ώρες. Το 'σκαζα και πήγαινα εκεί. Με πιάσανε και μου είπαν «δεν γίνεται». Αν δεν γίνεται, τότε αντίο σας.
—Στο τετράμηνο παρεμβαίνει ο Μπότσογλου.
Παρεμβαίνει ο Μπότσογλου και προς τιμήν του, ο οποίος πηγαίνει στον Ξυγγόπουλο, καθηγητή της Βυζαντινής Τέχνης, και του δίνει ψευδώς να βεβαιώσει ότι είχα πετύχει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Ο παλιός καθηγητής εγγυάται στον Ξυγγόπουλο ότι ο νεαρός Μαρωνίτης θα αριστεύσει. Το στοίχημα κερδίζεται και ο μαθητής δικαιώνει τον δάσκαλο στις εξετάσεις του πρώτου κιόλας εξαμήνου.
Η Ανθή μπαίνει στην κουβέντα γελώντας: «Έγινε μια πλαστογραφία».
Κι έγινε αυτή η μεταγραφή.
— Τα μαθητικά σου χρόνια τα περνάς στη «Ζωή». Στο Δημοτικό υπάρχει και το Κατηχητικό. Μ' αυτήν τη σχέση σου, τη σχέση με τη θρησκεία, ξεμπερδεύεις ποτέ;
Ποτέ δεν ξεμπερδεύεις εντελώς. Νομίζω ότι δεν πρέπει κανείς να ρωτά τον εαυτό του αν ξεμπέρδεψε ή όχι με το θέμα αυτό. Μη με ρωτάς. Ούτε ναι, ούτε όχι. Πάντως, όχι ένα απόλυτο υποκριτικό «όχι». Όπως ούτε ένα καθησυχαστικό «ναι».
Άλλο πράγμα το Καλό και το Κακό, καθαρά μεγέθη, υπαρκτά, μες στον κόσμο γύρω μας, μες στο κορμί μας επίσης, κι άλλο πράγμα ο καλός και ο κακός. Σε καθαρά μεγέθη δεν υπάρχουν πουθενά.
— Και το μοίρασμα του κόσμου σε καλούς και κακούς, σε Καλό και Κακό;
Αν μου έλεγαν τι έχω να πω στον εαυτό μου και σε κάποιους φίλους, θα τους έλεγα να μοιράσουν σωστά τα πράγματα ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Άλλο πράγμα το Καλό και το Κακό, καθαρά μεγέθη, υπαρκτά, μες στον κόσμο γύρω μας, μες στο κορμί μας επίσης, κι άλλο πράγμα ο καλός και ο κακός. Σε καθαρά μεγέθη δεν υπάρχουν πουθενά. Το Καλό και το Κακό υπάρχουν. Ο καλός και ο κακός είναι φαντασίωση, όχι ανύπαρκτοι, αλλά είναι φαντασίωση. Πότε βγαίνουν το Καλό και το Κακό και πώς μοιράζονται δεν ξέρω. Ξέρω πώς μοιράζονται σιγά-σιγά σ' εμένα, αλλά δεν ξέρω αν θα το μάθω έως την τελευταία μου πνοή.
— Τις μεταπτυχιακές σου σπουδές τις πραγματοποιείς στη Γερμανία με υποτροφία κι εκεί συναντάς τον Βάλτερ Μαργκ και τη γυναίκα του...
Η οποία ήτανε πιο δημοκρατική από τον Μαργκ. Ο Μαργκ είχε πολεμήσει στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε έναν δικό του σεβασμό, δικαιολογημένο πρέπει να σου πω, αλλιώς πρέπει να είμαστε ηλίθιοι για να μην το δούμε. Καλώς ή κακώς πολεμούσε, και τα βιώματά του τα πολεμικά ήταν αυτά που ήταν φυσικό να έχει ένας άνθρωπος σ' έναν πόλεμο. Γι' αυτό του άρεσε πάρα πολύ η «Ιλιάδα». Πολιτικά, θα έλεγα ότι ήταν αυτός ο άνθρωπος που μου έδωσε, ως δάσκαλος, τα περισσότερα, μαζί με τον Μπότσογλου, στη ζωή μου – μπορούμε να πούμε ότι ήταν συντηρητικός. Ήταν συντηρητικός. Πάντως, δεν ήταν αριστερός. Ήξερε ότι εγώ τσιλιμπουρδίζω με την Αριστερά. Αλλά ο τρόπος που διάβαζε, ο τρόπος που μετέφραζε, ο τρόπος που μ' έπαιρνε μαζί του στο Βισμπάντεν... Τον αγάπησα έως το τέλος, πρέπει να ήμουνα από τους λίγους ανθρώπους που μιλούσε στα τελευταία του, και όλα αυτά στα γερμανικά, τ' αστεία γερμανικά μου, τώρα που το σκέφτομαι, πώς τα έλεγα, ρε παιδάκι μου, και λύνονταν η γλώσσα μου μ' αυτό τον άνθρωπο, δεν μπορώ να καταλάβω. Ποτέ δεν έδειξε δυσαρέσκεια γιατί τα γερμανικά που μιλούσα δεν ήταν αυτά που έπρεπε να είναι. Η γυναίκα του ήτανε πιο φιλελεύθερος άνθρωπος. Ήξερε πού είναι το κουμπί του άντρα της, το συντηρητικό, ήξερε ότι είχα εγώ μπερδέματα με τα πολιτικά στην Ελλάδα, και σε υπέροχες βόλτες που ξέρουν να τις κάνουν οι Γερμανοί στα βουνά και στα λαγκάδια πάντα με πλησίαζε και θα 'λεγα με προστάτευε, για μην παρεξηγήσω τον συντηρητισμό του άντρα της.
— Πάμε λίγο στην Ανθή. Πότε την ερωτεύεσαι;
Η Ανθή ήταν μια οπτασία, όπως η Ναυπλιώτου που είδα χτες, και είναι ακόμα. Ούτε πίστευα ποτέ ότι θα γίνει η γυναίκα μου. Την αγάπησα αμέσως.
— Ήσουνα υφηγητής τότε;
Δόκιμος υφηγητής. Έκανα μαθήματα και στη Νομική Σχολή, κι ερχόταν και η Ανθή με κάποια Σεφερτζή, φίλη, ξαδέλφη. Λάτρεψα την πλάτη της. Στο σινεμά καθόμουνα από πίσω, έχει υπέροχη πλάτη. Και με τον Σεφέρη έπαθα αυτήν τη δουλειά. Θυμάμαι την πλάτη του Σεφέρη. Νομίζω ότι μ' αυτούς τους δύο ανθρώπους έχω μείνει: με την πλάτη την πανέμορφη της Ανθής κι αυτή την παράξενη πλάτη του Σεφέρη. Μ' αγάπησε η Ανθή, μ' αγάπησε πολύ πιο θαρραλέα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, κι έμεινε θαρραλέα απέναντί μου.
— Και σήμερα; Χρόνια μετά και το δεύτερο ιωβηλαίο, πώς είσαστε μαζί;
Εξακολουθεί να είναι τόσο ωραία όσο τη βλέπεις. Εξακολουθεί, ώρες-ώρες, να είναι τόσο τρυφερή μαζί μου κι εξακολουθεί, ώρες-ώρες, να μου δείχνει ότι έχει μπουκώσει. Νομίζω ότι μεγαλύτερη τύχη δεν θα μπορούσα να έχω.
— Θέλω να σε ρωτήσω σχετικά με την εμπειρία της «Μαύρης Γαλήνης». Είναι γνωστή η ιστορία της σύλληψης και της φυλάκισής σου από τους δικτάτορες. Υπήρξε φόβος; Ο φόβος μεταλλάσσεται;
Φαίνεται ότι υπήρξε. Και δεν ήταν εύκολο καθόλου. Την έβγαλα όπως την έβγαλα, καθώς, περνώντας τη δοκιμασία που πέρασα, κατάργησα ακόμα και για τους βασανιστές μου τη διάκριση μεταξύ δειλίας και γενναιότητας. Δεν ήμουνα ούτε δειλός ούτε γενναίος, κι αυτό το κράτησα ως τώρα. Σιχαίνομαι αφάνταστα αυτήν τη διάζευξη. Τι γίνεται όταν δεν ακουμπάς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο; Ή τ' αφήνεις μόνο του να βγει ή, αν είναι κάτι να βγει, πρέπει να έχεις υπομονή και πράξη αντί για λόγια. Αλλά όταν λέω πράξη αντί για λόγια, να μην παρεξηγηθώ: τα λόγια μου αισθάνομαι ότι είναι πράξη κι εδώ που έφτασα, η πράξη μου, και αυτό το κάνω τώρα μαζί σου, είναι λόγος. Δεν θέλω να τα χωρίσω.
— Ισχύει ότι η «Μαύρη Γαλήνη» γράφτηκε σε χαρτοπετσέτες; Κάπου το είχα διαβάσει αυτό.
Σε χαρτοπετσέτες. Μάλλον χάθηκαν. Όταν βγήκα την τρίτη φορά, τις έδωσα σ' ένα φιλικό ζευγάρι για μη χαθούν. Τελικά, δεν ξέρω τι έγιναν, δεν με πειράζει. Αυτό όμως που θέλω να σου πω, το βράδυ που έπαθα τη διάτρηση μες στο κελί, μεσάνυχτα, οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Ήρθε ένας ανθυπολοχαγός, γιατρός, ένα καλό παιδί, ο οποίος με έψαυσε και μου είπε, «φωνάξτε, κύριε Μαρωνίτη, πρέπει να εγχειριστείτε αμέσως». Το αμέσως έγινε την άλλη μέρα, αλλά πρώτο αίσθημα: άπαξ και βγήκα από το κελί και κάθισα με πόνους φριχτούς στον ελεύθερο χώρο, στις σκάλες, για μια στιγμή αισθάνθηκα τέτοια ευτυχία, που δεν μπορώ να σου την περιγράψω, ότι ήμουνα έξω. Σε κάποια δόση με μετέφεραν σ' ένα στρατιωτικό νοσοκομείο και έπειτα από μια δεύτερη κρίση, είχα φτάσει στο αμήν – κάποτε θα σου πω τι σημαίνει να φτάνεις στο αμήν. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την αίσθηση, του επερχόμενου τέλους, ήτανε και οι πόνοι φαίνεται, μια περίεργη γλύκα. Αισθανόμουν μια περίεργη γλύκα, η οποία κράτησε όλη τη νύχτα, έως ότου ήρθε η Ανθή. Όταν όμως οι πόνοι είχανε γίνει αβάσταχτοι, κύλησα εγώ από το κρεβάτι και πήγα και κρεμάστηκα στο σώμα του φύλακα, Κώστας λεγόταν, θυμάμαι, ο οποίος δεν μπορούσε μετά, έφυγε στην Αμερική αυτός, έφυγε. Δεν μπορούσε να κρατήσει αυτό το θέαμα. Ένα χρυσό παιδί, απ' ό,τι αποδείχθηκε, ήρθε και κατέθεσε ο πατέρας του στις δίκες. Απλώς το λέω για να σου πω, αισθάνθηκα λιγάκι ευγνωμοσύνη, έφτασα στο αμήν κι έχω την αίσθηση αυτής της γλύκας όταν έρχεται το τέλος.
— Και τι είναι το αμήν;
Το αμήν είναι... νόμιζα ότι σβήνω, αλλά αισθανόμουνα μια γλύκα, σαν να είμαι και τώρα στο κρεβάτι κι έχω ξεκάθαρες τις εικόνες, ξεκάθαρη και του εαυτού μου, όταν κινήθηκα και πήγα και κρεμάστηκα, πρόσεξε, από το σώμα, ενσυνείδητα, του παιδιού αυτού, σπαρταρώντας από πόνο. Σ' το λέω, ξέρεις γιατί; Για να μη φοβόμαστε τον θάνατο. Μου έχει μείνει, το λέω ξεκάθαρα, αυτή η γλύκα μου έχει μείνει. Αν είναι έτσι να πεθάνει κανένας, εντάξει, παιδιά. Υπάρχει εκεί κάτι γλυκό, παρόλο που είναι γελοία η λέξη. Δεν θα το ξεχάσω.
Δεν είχα αισθανθεί ποτέ και δεν είχα σκεφτεί με τρόπο που να με ταρακουνήσει αυτό που θα ονομάσουμε «ασάφεια του πότε αρχίζει η ζωή μας».
— Μίμη, είπες ότι στη διάρκεια της φυλάκισής σου καταφέρνεις να μεταστρέψεις τους δεσμοφύλακες.
Ναι. Ο πιο άγριος, από ένα σημείο και πέρα, σχεδόν μου συμπεριφέρονταν τρυφερά. Μου έφερνε πρόσθετο φαγητό. Μια φορά με πήρε κι εκεί που μαζεύονταν και τρώγανε, μου λέει «έλα να φας μαζί μας.» Γι' αυτό σου λέω, άλλο το Καλό και το Κακό, άλλο ο καλός και ο κακός. Αυτός ήταν ένα θηρίο ανήμερο με όλους, αλλά εμένα δεν μ' άγγιξε ποτέ.
Γυρίζει στην Ανθή. Της ζητάει να του θυμίσει το όνομα του στρατιωτικού γιατρού που του έσωσε τη ζωή. Είναι ένας ταγματάρχης ονόματι Βασώνης. Η Ανθή λέει πως όταν τον αντίκρισε στο νοσοκομείο, το πρόσωπό του ήταν μια νεκρική μάσκα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ακόμη ζωντανός ή αν είχε πεθάνει. Μετά την ανάρρωση τον ξαναγυρίζουν στο κελί. Η Ανθή του πηγαίνει σε κάθε επισκεπτήριο φρυγανιές, απαραίτητες για τα γαστρικά υγρά. Δεν του τις δίνουν ποτέ. Την ημέρα της αποφυλάκισης τη φωνάζουν σ' ένα διπλανό γραφείο για να της παραδώσουν τα προσωπικά του αντικείμενα. Ο ένας τοίχος, από το πάτωμα μέχρι τη μέση, ήταν καλυμμένος από πακέτα με φρυγανιές.
— Όλη σου η ζωή υπακούει, θαρρείς, στο μοτίβο της αρμονικής σύνθεσης των αντιθέσεων: αρχαιοελληνιστής-νεοελληνιστής, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ιδιωτικός Μαρωνίτης-δημόσιος Μαρωνίτης.
Ποτέ δεν το αισθάνθηκα ως ένα αντιθετικό σχήμα και εκεί ήταν ίσως η υπομονή μου.
— Παίζεις, όμως, πάνω στη συμπληρωματικότητα.
Στη συμπληρωματικότητα, καταρχήν. Όσο ακόμη η σχέση με τον εαυτό μου δεν έχει ξεκαθαρίσει, η αμφιβολία μετατίθεται στο αν είμαι πράγματι συμπληρωματικός μ' εμένα τον ίδιο.
— Θα επιμείνω στη συμπληρωματικότητα, προσθέτοντας τα ζεύγη: λόγος-πράξη και μεταφρασμένος-πρωτότυπος λόγος. Θαρρείς πως έχουμε ένα πλέγμα από αντίθετα, ως προς την κατεύθυνσή τους, ή αντιθετικά, ως προς τη δυναμική τους, νήματα τα οποία υφαίνεις.
Δεν είμαι εγελιανός, όσο διάβασα και ξέρω. Επομένως, δεν με θέλγει αυτή η διαλεκτική. Γιατί φοβάμαι ότι αν υποχωρήσει κανείς στην αξία του σχήματος της διαλεκτικής, θα στραπατσάρει κάτι άλλο, το οποίο ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Από ένα σημείο και πέρα αισθανόμουν ότι δεν μου χρειάζεται αυτό το μοίρασμα που υπαινίσσεσαι, γενικότερα, σε εκδηλώσεις της ζωής μου, και θα μπορούσα να πω και πολύ ιδιωτικά επιχειρήματα, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζονται. Πάντως, είμαι περισσότερο, υπό αυτή την έννοια, πλατωνικός παρά εγελιανός. Πονηρά Πλατωνικός, πάντα τον γούσταρα, γιατί και ο δάσκαλός μου ο Μπότσογλου με έμαθε να διαβάζω Πλάτωνα, και πάντα θαύμαζα τι πονηρός συγγραφέας είναι.
— Ποια είναι η πονηριά του;
Η πονηριά του είναι ότι ενώ μιλά για αντιθετικά σχήματα, σε κάποια δόση τα τινάζει στον αέρα και σε κοροϊδεύει.
— Από τη μια τα αρχαία κείμενα, Όμηρος, Ηρόδοτος, Ησίοδος, και οι τραγικοί, Σοφοκλής, κυρίως, αλλά και Ευριπίδης. Έχεις ήδη μεταφράσει τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» και τώρα καταγίνεσαι με τον «Οιδίποδα Τύραννο». Τον Αισχύλο δεν τον έχεις αγγίξει ακόμη.
Αν ζήσω, θέλω να μεταφράσω τους «Επτά επί Θήβας».
— Από την άλλη, ποίηση και πεζογραφία, από τον Σολωμό μέχρι τις επιδραστικές φωνές του εικοστού αιώνα και τα κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνικής σοδειάς. Αρχαιοελληνιστής και νεοελληνιστής συγχρόνως, σ' έναν συνδυασμό χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια. Δεν λειτούργησες ποτέ αντιθετικά, τουναντίον μάλιστα. Πώς ορίζεις εσύ τον ρόλο σου ανάμεσα στην αρχαία ελληνική γραμματεία και στη νέα;
Κι εδώ, λιγότερο θα μιλούσα για συμπληρωματικότητα και περισσότερο για συνοχή και συνέχεια. Τουλάχιστον, έτσι ήρθαν τα πράγματα, δεν τα διάλεξα εγώ για να υπολογίζω πόσο συμπληρωματικά είναι μεταξύ τους και επομένως δεν πρόκειται για ένα είδος φιλοδοξίας να πάω από το Α έως το Ω. Η συνέχεια και η συνοχή προέκυψαν μέσα από την ίδια τη ζωή μου καταρχήν, τον τρόπο που φανταζόμουνα και φαντάζομαι ότι είναι η σπουδή και πιο πολύ μέσα από ένα στοιχείο, το οποίο απλοϊκά θα έλεγα, αλλά μαζί και σημαντικά, ότι είναι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι κοινός παρονομαστής, για να μην πω ο κοινός αριθμητής, των κειμένων που έχω γράψει και με τα οποία έχω ασχοληθεί.
— Η γλώσσα ως συνεκτικός ιστός;
Η γλώσσα, στην περίπτωση αυτή, μέσα σε ένα τρίγωνο ή ενδεχομένως και τετράγωνο. Το τρίγωνο είναι γραφή-ανάγνωση ή ανάγνωση-γραφή, και τα δύο δηλαδή, και τελευταία αυτό που θα ονόμαζα μεταγραφή. Αισθάνομαι πως η μεταγραφή αποτελεί ένα δίχτυ ασυνήθιστου, πράγματι, συνδυασμού και αποτελέσματος. Αλλά τι είναι η μεταγραφή; Τον τελευταίο καιρό, όταν ο κύκλος ή το τρίγωνο «γραφή-ανάγνωση-γραφή» πάει να συμπληρωθεί, βγαίνει από μόνο του, θαρρείς, ένα κείμενο μεταγραφής. Πρόσφατο παράδειγμα είναι ο τρόπος που μετέγραψα τα «Γράμματα στην Κριμαία» του Κούνδουρου.
— Τις ερωτικές του επιστολές στη Σωτηρία Ματζίρη;
Ναι. Στις εκδόσεις Άγρα, στον Πετσόπουλο βγήκανε. Από αυτά, με έναν μικρό πρόλογο δικό μου, έχει βγει –με τα δικά του λόγια– ένα πρότυπο, αν θες, για το θέμα που συζητάμε, δείγμα του τι εννοούμε όταν μιλάμε για μεταγραφή.
— Μου έχεις πει και για ένα τετράγωνο.
Το τετράγωνο είναι «ανάγνωση-γραφή-μεταγραφή», και ο τέταρτος όρος είναι αυτός που είχα ονομάσει στο δοκίμιο για τον Τάκη Σινόπουλο «παρανάγνωση». Ίσως η μεταγραφή να είναι μια εξέλιξη και μια αξιοποίηση, όχι αρνητική πια αλλά θετική, αυτού που τότε ονόμασα παρανάγνωση, φτιάχνοντας ένα τετράγωνο διαφορετικό. Είναι πιο σύνθετο ως εγχείρημα και ως αποτέλεσμα η μεταγραφή από την παρανάγνωση. Η παρανάγνωση έχει ένα στοιχείο πιο υποκειμενικό από τη μεταγραφή, που έχει τουλάχιστον ένα στοιχείο δυαδικό: από δύο πράγματα να προκύπτει ένα, κατά κανόνα όχι ακριβώς υπέρ εμού, αλλά διά του δευτέρου όρου αυτής της συνεύρεσης. Για να τελειώνουμε προς το παρόν με τούτο το θέμα, ο δάσκαλος για το πώς ανακυκλώνεται το τρίγωνο «γραφή-ανάγνωση-γραφή» ήταν ο Καβάφης και ειδικότερα το ποίημά του «Εν τω μηνί Αθύρ». Δεν είχα καταλάβει, έως την τελευταία φορά που έγραψα, τι κάνει ακριβώς στο ποίημα αυτό ο Καβάφης. Οιονεί διαβάζει, οιονεί γράφει και ερμηνεύει συγχρόνως ο ίδιος αυτό που έχει γράψει, είτε προς την κατεύθυνση της παρανάγνωσης είτε προς την κατεύθυνση, με τους νέους όρους που προτείνω, της μεταγραφής. Έτσι που νομίζει κανείς ότι βγαίνει ένα μοντέλο όχι συμπληρωματικότητας, αλλά συνέχειας, για την οποία σου μίλησα στην αρχή.
— Τι συμβαίνει μ' αυτές τις έννοιες; Καμιά φορά έχω την εντύπωση πως δεν βγαίνουν από το μυαλό σου αλλά από τη ζωή σου συνολικά. Ή, έστω, εφαρμόζονται σ' αυτήν. Σαν διαβάζοντας να σε διαβάζεις και γράφοντας να σε μεταγράφεις.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος μεταγραφή εμφανίζεται και προκύπτει ως γράψιμο τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, όπου επίσης βγήκε στη φόρα ένα άλλο ζεύγος. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ και δεν είχα σκεφτεί με τρόπο που να με ταρακουνήσει αυτό που θα ονομάσουμε «ασάφεια του πότε αρχίζει η ζωή μας». Είναι το ασαφέστερο στοιχείο, το οποίο ουσιαστικά δεν μπορούμε και να το χωνέψουμε, δεν μπορούμε να το κάνουμε δικό μας, σε αντίθεση ή σε συμπληρωματικότητα, που θα 'λεγες εσύ, ή σε συνέχεια, που θα 'λεγα εγώ, με το τέλος και ως επερχόμενο και ως συντελεσμένο, το οποίο, όπως καταλαβαίνεις, στα 87 γίνεται ένα ισχυρό βίωμα. Που δεν το σπρώχνω, δεν το κουκουλώνω. Αν σου πω ότι σιγά-σιγά αισθάνομαι ένα είδος ευγνωμοσύνης, δεν θα το πιστέψεις.
— Ευγνωμοσύνη για τι; Για ποιο πράγμα;
Μέσα σ' αυτό το κύκλωμα, έχω την εντύπωση ότι και το τέλος είναι κι αυτό δικό μου. Ίσως, δε, είναι περισσότερο δικό μου απ' ό,τι η αρχή της ζωής μου. Κι αυτό το «δικό μου» δεν το λέω εγωιστικά, το λέω βιωματικά. Γι' αυτό και στα τελευταία μου γραπτά αντηχεί αυτό το στοιχείο. Δεν είναι ακριβώς συμφιλίωση, κανείς δεν συμφιλιώνεται με τον θάνατό του. Είναι αυτό που προσπάθησα ως τώρα να σου πω, και να μην τ' αλλάξω άλλο, να μην το συμπληρώσω άλλο: πάντως, αν υπάρχει φόβος, ώρες-ώρες μοιάζει να μην υπάρχει πια καθόλου. Είναι λίγο φιλάνθρωπος φόβος, όχι αυτάρεσκος.
Η πρώτη μας συνάντηση τελειώνει εδώ. Με προλαβαίνει στην πόρτα και μου δίνει το κείμενο για τον πατέρα του που μου έχει τάξει. Γραμμένο τη μέρα του εκούσιου θανάτου του. Μέσα σε θήκη πλαστική, τυπωμένο εις διπλούν, λίγες αράδες στριμωγμένες στο πάνω μέρος της σελίδας. Δεν αντέχω να φτάσω μέχρι το σπίτι. Στον δρόμο πια, ακουμπάω σε μια κολόνα της ΔΕΗ και διαβάζω:
«Πρόλαβε ο Ιούλιος τον Αύγουστο. Αλλιώς θα είχαν συμπληρωθεί τα έξι χρόνια από τη δική της αναχώρηση. Ίσως γι' αυτό κι εκείνος έφυγε βίαιος, αγριεμένος. Όμως τα μάτια κλειστά, το κεφάλι γέρνοντας δεξιά, βρήκε ξανά το παλιό του σχήμα. Οι γραμμές του προσώπου ανασυντάχθηκαν και η περήφανη μύτη ίσιωσε.
Μια ζωή αυτοσχέδιος στοχαστής, δεν έλεγξε την τελευταία του διδαχή. Ελευθερώθηκε το τρομαγμένο ζώο. Ύστερα, για λίγες μόνον ώρες, πέτρωσε η εκδίκηση. Την ασπαστήκαμε.
Δι' ελέου και φόβου η Μαρίκα κι εγώ».
Δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι του μέχρι το δικό μου. Έχω να γεμίσω τη διαδρομή.
— Μίμη, ποιο είναι το θηρίο;
— Ποιο είναι το θηρίο που γύρευες;
— Το δάσος το έδεσε για χάρη σου;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΕΔΩ:
Η Αριστερά ήτανε κι αυτή ένα κομμάτι της Ιστορίας που φαίνεται ότι άρχισε όπως άρχισε, στράβωσε όπως στράβωσε και τινάχτηκε στον αέρα, όπως την έχουνε τινάξει αυτοί που τους χρειάζεται να στιγματιστούν ως εγκληματίες.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.7.2018