Λογικά, η έκθεση στοΜουσείο Μπενάκη θα πρέπει να κάνει τουςθεατές να αναρωτιούνται το εξής: μεαφορμή τα 80 χρόνια του Βλάσση Κανιάρη,τι σημαίνει όταν το έργο κάποιουκαλλιτέχνη σε αυτή την ώριμη φάση τηςζωής του μοιράζεται παρόμοιες ανησυχίεςκαι αισθητική, το ίδιο ατίθασο ύφος καιπαρόμοια «καλώς εννοούμενη» αυθάδειαμε έργα συγχρόνων του καλλιτεχνών όχιαποκλειστικά στην Ελλάδα, με τη διαφοράότι οι δεύτεροι, μεταξύ 25 και 40, μπορείνα βρίσκονται ακόμη στην αρχή της πορείαςτους; Ο λόγος που υπάρχει η αναγκαιότηταγι' αυτήν την επισήμανση βρίσκεται σεμια ξεχωριστή ποιότητα του έργου τουΚανιάρη. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρόφασηή επιτήδευση, χωρίς καν να λυμαίνεταιτις «δύσκολες» έννοιες της αφαίρεσηςκαι του υψηλού στην τέχνη, ο Κανιάρηςυπήρξε η εμπροσθοφυλακή στην εικαστικήκουλτούρα τόσο της χώρας μας όσο καιέξω από αυτήν. Πρόγονος πολλών σημερινώνκαλλιτεχνών, ο Βλάσσης Κανιάρης από το1964 μέσω της περίφημης έκθεσης «3Propositions Pour Une Nouvelle Sculpture Grecque» στο TeatroLa Fenice της Βενετίας μέχρι σήμερα έχειμπολιάσει το χώρο της γλυπτικής με τιςεγκαταστάσεις του από «ακέφαλες» συνήθωςφιγούρες, «ανδρείκελα» (όρος ο οποίοςέχει χρησιμοποιηθεί γι' αυτές από τονκαλλιτέχνη), ντυμένα με παλιά ρούχα πουβρέθηκαν είτε στα παλιατζίδικα τηςΒενετίας είτε σε άλλους χώρους, πάντασε συνάρτηση με την εποχή και την περιοχήόπου δείχνονται. Ο ποιητικός τρόπος μετον οποίο ο Κανιάρης φέρνει τη ζωή μέσαστην τέχνη και ταυτόχρονα μιλά για τησύγχρονη κοινωνία βρίσκεται στις απαρχέςμιας τάσης, η οποία ακόμη χαρακτηρίζειτη σύγχρονη δημιουργία και βρίσκεταιστο επίκεντρο ξανά την τελευταία δεκαετία(σε σχέση με τις λούπες, οι οποίεςδιαδέχονται η μία). Μακριά από μανιφέστακαι υπέρτατους λυρισμούς, δυσεύρεταυλικά ή περίσσιο φορμαλισμό αλλά μέσααπό απλές «εικαστικές» χειρονομίες πουφέρουν το προνόμιο του καίριου συμβολισμού,τα περιβάλλοντα-έργα του Κανιάρηκαταφέρνουν να καταγγείλουν χωρίς νααπαρνιούνται διόλου την αισθητική. Ηθέση από την οποία προσεγγίζεται ηκοινωνία είναι αυτή του συμπάσχοντα(καλλιτέχνη) και η ποιητική μεταφοράτης στην εικαστική σφαίρα είναι μιαπαραβολή που χρησιμοποιεί τη γλώσσατης τέχνης όχι για να καταγράψει αλλάπροκειμένου να προτείνει μια παρόμοιασυγκίνηση, μια παρόμοια αίσθηση με αυτήπου «τρέχει έξω στη ζωή»: την ανθρώπινησυνθήκη τελικά την οποία δεν προλαβαίνουμενα αντιληφθούμε. Μια σειρά επανακτημέναυλικά, παλιά ρούχα, συρματόπλεγμα, παλιάξύλα και υφάσματα ανασυντίθενται σεμια καινούργια πραγματικότητα, η οποίαέχει έντονα τα σημάδια των προηγούμενων.Οι εγκαταστάσεις του Κανιάρη έχουν«ξανα-αγαπηθεί» με μια σειρά διαφορετικούςτρόπους και γι' αυτό η ταύτιση του θεατήμε αυτές είναι άμεση, και σχεδόν φυσική.Επίσης η αδυναμία και το στοιχείο τουτρωτού, όπως και μια εφήμερη ποιότηταπου χαρακτηρίζει τις γλυπτικές τουφιγούρες τις καθιστά αιώνια σύγχρονες.Πρόκειται για έννοιες που δεν θα γίνουνποτέ παρωχημένες και εάν κάτι τέτοιοσυμβεί ποτέ, τότε θα χρειαστεί απλά μιαεπιτόπου αναδιαμόρφωση, σαν αυτή πουγίνεται κάθε φορά που ένα αληθινό σώμαπερπατάει ανάμεσά τους. Τα ίδια ταστοιχεία στη δουλειά του Κανιάρη, όμοιαμε δουλειά άλλων συγχρόνων τεράτων τηςΙστορίας της Τέχνης όπως ο Kabakovη λιγότερο ο Kienholz, μοιάζεινα ψιθυρίζουν στους θεατές μιααδιαπραγμάτευτη αλήθεια (για την τέχνη):«Είμαστε κομμάτι από εσάς... Weare part ofyou... Είμαστε κομμάτι σας...».
Στο Μουσείο Μπενάκη τοέργο του καλλιτέχνη προτείνεταιδιαχρονικά, με συμβολική αφετηρία το1948. Σε διαφορά όμως με άλλες αναδρομικέςτου καλλιτέχνη, αυτήν τη φορά τα έργατου εισβάλουν... ανάμεσα στα μόνιμαεκθέματα του Μουσείου, τα οποίαυποστηρίζουν παράλληλα μια διαχρονικήσυνέχεια της ελληνικής τέχνης. Οιφιγούρες, εικόνες και tableaux vivants τουΚανιάρη αντιπαρατίθενται με δημιουργίεςαπό την πρώιμη χαλκοκρατία, τη γεωμετρικήκαι την αρχαϊκή περίοδο, την κλασικήεποχή, το Βυζάντιο ή τη λαϊκή τέχνη τηςμεταβυζαντινής Ελλάδας και μοιάζουνπερισσότερο από ποτέ (σε αναδρομικήέκθεση) να βρίσκονται στο φυσικό τουςπεριβάλλον. Άλλοτε καθισμένες πάνω σεσκαλιστές κασέλες του προηγούμενο αιώναή ακόμη ακουμπισμένες σε ψηφιδωτά τηςΑγίας Σοφίας, άλλοτε στους διαδρόμουςη χαλαρά μπροστά από κάποια έργα, οιφιγούρες του Κανιάρη επαναφέρουνδυναμικά ζητήματα όπως την επιρροή τηςπολιτικής και της ιστορίας στη «βιωματικήτέχνη» και καταφέρνουν κάτι μαγικό: να«ελαφρύνουν» τη ματιά μας, η οποίαποτισμένη με «ιστορική προκατάληψη»βλέπει τα μόνιμα εκθέματα του Μπενάκηως καταρχήν ιστορικούς θησαυρούς ηλάφυρα. Ξαφνικά μοιάζει όλα μέσα στοΜουσείο να είναι σύγχρονα, όμοια μεκάποια κοινωνικά ζητήματα της επικαιρότηταςπου, αν και αφορούν το άμεσο παρόν,συνήθως αντανακλούν διαχρονικούςπροβληματισμούς και ανησυχίες πουσχετίζονται με την ουσία της ανθρώπινηςύπαρξης.
Ο Μάνος Στεφανίδηςεπιμελήθηκε αριστοτεχνικά αυτή τηνέκθεση, λύνοντας, ηθελημένα η μη, έναγρίφο: πώς να κάνεις αναδρομική έκθεσημε έργα τα οποία παραμένουν μονίμωςσύγχρονα; Πώς να κάνεις την αναδρομικήενός καλλιτέχνη που στα 80 του χρόνιαείναι ακόμη εμπροσθοφυλακή; Δεν πρέπεικανείς να χάσει αυτήν τη μοναδικήευκαιρία μιας in-situαναδρομικής, που ίσως να αλλάξει τησχέση μας με το χρόνο, την ιστορικότητακαι τελικά την τέχνη.