Μια ελεύθερη μετάφραση της λέξης «Resilience» είναι δύναμη ψυχής. Το σθένος, η ψυχική αντοχή του ανθρώπου. Αποτελεί μια πρόκληση και αντικείμενο έρευνας για την ψυχολογία. Δεν μπορεί να μετρηθεί με ψυχολογικά τεστ. Για να δεις εάν διαθέτεις ή όχι αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πρέπει να το αποδείξεις στην πράξη. Οι άνθρωποι που το διαθέτουν έχουν «μια εσωτερική εστία ελέγχου» και πιστεύουν ότι δεν είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν υπεύθυνο για όσα θα καταφέρουν ή όχι στην ζωή τους αλλά οι ίδιοι. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό έχει γίνει αντικείμενο μελέτης στις μικρές ηλικίες . Τα παιδιά που έχουν ψυχικό σθένος αισθάνονται από πολύ μικρά ότι χαράζουν τα ίδια την μοίρα τους, και δεν υποκύπτονται στις δυσκολίες που συναντούν όσο άσχημο και αν είναι το περιβάλλον που μεγαλώνουν. Η ιστορία του 48χρονού μουσικού που βρίσκεται απέναντι από το δημοσιογράφο του Guardian δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για το ότι υπήρξε ένα τέτοιο παιδί.
«Θες να σου πω τι τακτικές ακολουθούσα στις κλοπές;» λέει Xavier Dphrepaulezz (aka Fantastic Negrito) και συνεχίζει «έπιανα φιλίες με ένα παιδί που δεν ήταν δημοφιλές. Πήγαινα σπίτι του. Στη συνέχεια θα έψαχνα στα κρυφά και θα έβρισκα το κλειδί του σπιτιού του και θα έφτιαχνα ένα αντικλείδι. Έπειτα μάθαινα το πρόγραμμα της οικογένειας. Όταν αυτοί έλειπαν από το σπίτι θα τους έκλεβα. Αυτός ο κλέφτης ήμουν» καταλήγει.
Είναι η εποχή που ο 12χρονος Xavier εγκαταλείπει για πάντα τον Σομαλό εστιάτορα πατέρα του και τα 14(!) αδέρφια του όταν μετακομίζουν από την δυτική Μασαχουσέτη στο Oakland. Θα περάσει την εφηβεία του στους δρόμους της πόλης. Ως παιδί του δρόμου θα ανακαλύψει όχι μόνο το ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης αλλά και την μουσική. Οι δρόμοι των αμερικάνικων πόλεων τότε είναι η μήτρα μέσα από την οποία θα γεννηθούν νέοι ήχοι, νέα κινήματα που θα αλλάξουν καθοριστικά το μέλλον της μουσικής. Μαζί και το μέλλον του Xavier. Μέσα στην χοάνη του punk και του hip hop θα λιώσει κάθε ίχνος των αυστηρών θρησκευτικών αρχών που προσπάθησε να του επιβάλλει ο πατέρας του. Όμως ακόμα δεν έχει βρει τον δρόμο του μέσα από την μουσική. Εξακολουθεί να ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού στους κακόφημους δρόμους του Oakland.
«Όλοι πουλούσαμε ναρκωτικά τότε. Όλοι κουβαλούσαμε πάνω μας όπλα. Υπήρχε η επιδημία του κρακ. Περισσότερο, ήμουν ένας μικροαπατεώνας. Το είδος του παιδιού που πουλούσε νοθευμένο χόρτο. Μερικές φορές το ανακάτευα με τσάι. Όπως αυτή η αηδία που έβαζαν μέσα στις πίπες και κάπνιζαν οι Beatles προσπαθώντας να φτιαχτούν» λέει για τι άγριες μέρες των δρόμων.
Όμως, το μεγάλο του κόλλημα εκείνη την εποχή δεν είναι οι Beatles αλλά ο Prince. «Το «Dirty Mind» άλλαξε τα πάντα μέσα μου. Κάποιος μου είπε ότι ο Prince ήταν αυτοδίδακτος και αυτό ήταν.» λέει για την εποχή που προσπαθούσε να μάθει μόνος του αρμόνιο.
Είναι πια 18. Τότε παίρνει μια απόφαση που θα είναι καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του. Θα προσποιηθεί ότι είναι φοιτητής του μουσικού τμήματος του πανεπιστημίου του Berkley. Κάθε μέρα θα κάνει την 40λεπτη διαδρομή με το λεωφορείο για το San Francisco πηγαίνοντας στις πρόβες των φοιτητών του πανεπιστημίου. Θα υιοθετήσει το στυλ των νέων της εποχής αφήνοντας μάλιστα για αυτό το λόγο φαβορίτες. Θα προσπαθήσει να ρουφήξει κάθε γνώση για την μουσική. Ζει μια διπλή ζωή παίζοντας μισούς ρόλους. Τα πρωινά παίζει τον φοιτητή-κατάσκοπο μουσικής και τα βράδια παίζει τον γκάγκστερ. Το τι είναι πραγματικά θα το καταλάβει ένα βράδυ όταν θα εισβάλει στο σπίτι του για να τον ληστέψει μια αντίπαλη συμμορία για το ξεκαθάρισμα μια υπόθεσης όπλων. Μέσα σε ένα βράδυ για να γλιτώσει εγκαταλείπει τα πάντα και κάνει ωτοστόπ με προορισμό το Los Angeles. Βρίσκεται στην Πόλη των Αγγέλων με ένα αρμόνιο και 100 δολάρια στην τσέπη. Στο μηδέν.
Τότε ανακαλύπτει ότι αυτό το μηδέν, τα δέκα χρόνια στους δρόμους του Oakland, μπορούν να είναι το εισιτήριο για την μουσική βιομηχανία του LA. Ένα καλό deal με τον πρώην μάνατζερ του Prince και ένα συμβόλαιο αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων οδηγούν στην κυκλοφορία του πρώτου του άλμπουμ, το X Factor από την Interscope. Απογοήτευση. Ούτε ο ίδιος είναι ικανοποιημένος με την μουσική του αλλά και πολύ περισσότερο η μουσική βιομηχανία που βλέπει ξαφνικά να μην είναι ο Xavier η μηχανή των hits που περίμενε. Ένας γεγονός θα καθορίσει την μετέπειτα πορεία του: Ένα τροχαίο. Ένας μεθυσμένος οδηγός παραβιάζει το κόκκινο και ο Xavier βρίσκεται στο νοσοκομείο. Είναι σε κώμα για τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Επιστρέφει στην ζωή με χέρια και πόδια σπασμένα.
«Ήταν απελευθερωτικό» λέει για το τροχαίο που ευτυχώς δεν στοίχισε την ζωή στον ίδιο αλλά σκότωσε τις ελπίδες της μουσικής βιομηχανίας για την ενδεχόμενη καριέρα του στην ποπ. Η Interscope λύνει το συμβόλαιο μαζί του.
Επιστρέφει σε αυτό που ήξερε καλά: Την απάτη. Μετατρέπει μια αποθήκη ιδιοκτησίας του σε παράνομο club. Ένα μέρος με βελούδινα καθίσματα και γυμνούς πίνακες. Παράλληλα δεν εγκαταλείπει την μουσική. Κυκλοφορεί μουσική κάτω από διαφορετικά ονόματα όπως Chocolate Butterfly, Me and This Japanese Guy και Blood Sugar X για τηλεοπτικά σώου και ταινίες. Τα φέρνει βόλτα αλλά η ώρα που πρέπει να πάρει μια σοβαρή απόφαση έρχεται μαζί με τον ερχομό του γιού του. Πουλά όλα τον μουσικό εξοπλισμό, αποφασίζει να εγκαταλείψει την μουσική και να επιστρέψει μαζί με το παιδί του και την γιαπωνέζα σύντροφο στο Oakland. Σε ένα αγρόκτημα θα καλλιεργεί λαχανικά, θα μεγαλώνει κοτόπουλα αλλά και μαριχουάνα. Οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται αλλά τώρα λέει ότι την καλλιεργεί για «φαρμακευτική χρήση». Και τότε συμβαίνει το εξής. Μια μέρα ξεκινά να παίζει κομμάτια των Beatles σε μια κιθάρα, το μόνο όργανο που του έχει απομείνει, για να διασκεδάσει τον γιό του.
«Μεγαλώνοντας στις γειτονιές του Oakland δεν μαθαίνεις τους Beatles, όμως ξεκίνησα να μαθαίνω τα κομμάτια τους γιατί νομίζω ότι είναι καλά τραγούδια για παιδιά» λέει για τις μέρες που ο γιος του άκουγε ενθουσιασμένος να παίζει στην κιθάρα το «Across the Universe». Είναι η εποχή που αποφασίζει να επιστρέψει στην μουσική. Ανοίγει μια γκαλερί την οποία χρησιμοποιεί απλά ως δικαιολογία για να τεστάρει τις αντιδράσεις του κόσμου στην νέα του μουσική καθώς παίζει κάθε απόγευμα πιάνο σε αυτή.
20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου ο Fantastic Negrito κυκλοφορεί ξανά μουσική. Το buzz που προκάλεσε στα social media η κυκλοφορία το 2015 του σινγκλ «An Honest Man» τράβηξε και την προσοχή των παραγωγών Marc Forster και Ron Perlman. Το 2016 τον βρίσκει αναγεννημένο με μια ευρωπαϊκή περιοδεία και την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ The Last Days of Oakland. Ελεύθερος από το βαρίδι του πρώτου του δίσκου, το νέο του άλμπουμ «ένα ουρλιαχτό των μπλουζ για την μοντέρνα Αμερική» όπως γράφει στην αποθεωτική του κριτική ο Guardian, είναι η πρώτη φορά που ο Fantastic Negrito εκφράζει 100% τον εαυτό του. Την θλίψη και την απόγνωση της εργατικής τάξης της Αμερικής. Τον θρήνο για τον θάνατο του αδερφού του. Την απώλεια σε κάθε της μορφή. Το σκοτάδι που περιμένει να γίνει φως.
Τα μάτια του κόσμου είναι επιτέλους στραμμένα πάνω του για τον λόγο που θέλει: Την μουσική του.
Επιστροφή σε εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε στον πρόλογο. Ο κλινικός ψυχολόγος Norman Garmezy ξεχώρισε ένα 9χρονο παιδί ανάμεσα στο γκρουπ των χαρισματικών παιδιών που διέθεταν ψυχικό σθένος. Η μητέρα του ήταν αλκοολική και ο πατέρας του απών. Κάθε μέρα έπρεπε να πάρει μαζί του ένα σάντουιτς στο σχολείο όπως όλα τα παιδιά. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο και κανένας δεν ενδιαφερόταν να του ετοιμάσει το φαγητό του, το ετοίμαζε το ίδιο. Τοποθετούσε τις δυο φέτες ψωμί με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν σάντουιτς και ανάμεσα τους δεν έβαζε τίποτα. Χωρίς να δείχνει κανένας σημάδι δυσφορίας έτρωγε χαμογελώντας το σάντουιτς στο διάλειμμα. Ήταν το πρώτο παιδί που είχε πετυχημένη πορεία ως ενήλικας κόντρα σε όλα τα εμπόδια που του έβαζε το περιβάλλον του. Μπορείς άνετα να φανταστείς στην θέση αυτού του παιδιού τον Xavier Dphrepaulezz. Ένα παιδί που δεν είχε τίποτα και κατάφερε να γεμίσει το κενό σάντουιτς της ζωής με την μουσική του. Με την μουσική που βγήκε από τις στάχτες του.
Με στοιχεία από τον Guardian, το Wired και το άρθρο How People Learn to Become Resilient? του New Yorker