Το Φεστιβάλ Βενετίας φημίζεται πλέον πως μαντεύει σωστά τα σημαντικά Όσκαρ με τις επιλογές της πρεμιέρας – το Gravity και το Birdman, αλλά και το Spotlight, που βέβαια προβλήθηκε στα μέσα του φεστιβάλ. Επίσης, η προηγούμενη ταινία του Σαζέλ, το ντεμπούτο του με το Χωρίς Μέτρο, μου άρεσε ιδιαίτερα. Παρ' όλα αυτά, είχα ένα μουδιασμένο προαίσθημα πριν μπω στη Sala Darsena για την παραδοσιακή έναρξη: στην εποχή που το Hamilton φέρνει τα πάνω κάτω στο Broadway, μπολιάζοντας το δεινοσαυρικό μιούζικαλ που απευθύνεται βασικά σε πλούσιους τουρίστες με ραπ και κοινωνικό νόημα, τι δουλειά έχει, εν έτει 2016, ένας αναχρονιστικός απολογισμός με φόντο το Λος Άντζελες που έχουμε χιλιοδεί, και θέμα την παράλληλη πορεία, και το αναπόφευκτο ρομαντικό μπλέξιμο, μιας ανερχόμενης ηθοποιού κι ενός κολλημένου πιανίστα της τζαζ;
Ο Σαζέλ μας λέει, με όλα τα μέσα που έχει στα χέρια και τη φαντασία του, πως η φόρμα δεν έχει ηλικία, πως σημασία έχει το καθάρισμα της συνείδησης από το μπέρδεμα που φέρνει η αναμονή και η έλλειψη επιλογών, αλλά και πως η κατάκτηση ενός ονείρου, παρότι φέρνει τεράστια ικανοποίηση, δεν εγγυάται την ευτυχία, όπως την αποτυπώνει το σινεμά της υπόσχεσης και της διαφυγής.
Με την πρώτη σκηνή, ένα ατελείωτο, ζαλιστικό πανοραμικό μουσικοχορευτικό νούμερο πάνω σε έναν αυτοκινητόδρομο του Λος Άντζελες, συνήλθα. Η γνωριμία των εποχούμενων Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμα Στόουν γίνεται επεισοδιακά και παίρνουμε μια πρώτη, γερή γεύση για μια έντονη κινητικότητα με το ξέσπασμα στο μποτιλιάρισμα και για το πώς ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν θα κάτσει ήσυχος, ούτε θα στερεώσει εύκολα την κάμερά του σε ένα σημείο, εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός λόγος – κι έτσι έγινε. Οι αναφορές της ταινίας είναι πολυάριθμες και εκλεκτικές. Ξεκινώντας από το φρενήρες πνεύμα, με θέμα κυρίως τα θεατρικά παρασκήνια, της σωρείας των μιούζικαλ από τη δεκαετία του '30, και αντίστοιχα την Έμα Στόουν, καταπληκτική, διάφανη, συγκινητική και διασκεδαστική, σαν μελαχρινή εκδοχή της Τζόαν Μπλοντέλ από το Gold Diggers of 1933, και περνώντας από τα καλύτερα της MGM, με τον Φρεντ Αστέρ και τον Τζιν Κέλι ως σταρ, το φιλμ διασχίζει με γενναιόδωρη περπατησιά και μονταζιακό νεύρο τους μεγάλους Αμερικανούς προκατόχους του, την ίδια στιγμή που διαπνέεται από την απαλή μελαγχολία των αριστουργημάτων του Ζακ Ντεμί, τις Ομπρέλες του Χερβούργου και τις Δεσποινίδες του Ροσφόρ, με τη μουσική να παίζει ανάμεσα στην τζαζ των Αμερικανών και του Μισέλ Λεγκράν εξίσου. Το σημείο αναφοράς είναι το On the Town των Ντόνεν και Κέλι, το πρώτo, 13 χρόνια πριν από το West Side Story, που βγήκε στους δρόμους και ανέπνευσε τον ρεαλισμό της πόλης, μακριά από τα επαναλαμβανόμενα σκηνικά και τη μηχανική υπερβολή που είχε αρχίσει να κουράζει και τους πιο φανατικούς. Με παιχνιδιάρικη ειρωνεία, κατά τόπους σκληρότητα, αλλά ποτέ κυνισμό –αλίμονο, σε μιούζικαλ βρισκόμαστε–, ο Σαζέλ τοποθετεί την ιστορία του στις τέσσερις εποχές του χρόνου που δεν διαφοροποιούνται ποτέ, ξεκινώντας από κάποια ηλιόλουστα Χριστούγεννα, φωτίζοντας μοναδικά, ανάμεσα στην κινηματογραφική φαντασία και μια ημι-πραγματικότητα που, είναι αλήθεια, δεν έχει αλλάξει και πολύ σε αυτή την πόλη, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του αστικού σκηνικού παραμένει ως είχε και τα νέα παιδιά κυνηγάνε πάντα ανέφικτα όνειρα στον χώρο του θεάματος.
Σταδιακά, το La La Land, ένα από τα παρατσούκλια της Πόλης των Αγγέλων, γίνεται κτήμα του Σαζέλ και οι χαρακτήρες ζούνε άφοβα και αφομοιωμένα στις αναφορές τους, από το Επαναστάτης Χωρίς Αιτία, με μια καταπληκτική σεκάνς στο εμβληματικό Πλανητάριο του Griffith Park, μέχρι το παλιό σινεμά που σβήνει και το κλαμπάκι που θέλει να μισθώσει, αν ποτέ βρει τα λεφτά, ο Γκόσλινγκ για να παίζει τη μουσική που αγαπά, την τζαζ, όπως τη γέννησαν οι σκαπανείς. Στην πόλη που «προσκυνάει τον καθένα και δεν εκτιμά κανέναν» τα διλήμματα που προκύπτουν κινούνται επίσης παράλληλα. Η Στόουν έχει φτάσει στα όριά της με τις ακροάσεις που δεν την οδηγούν πουθενά κι έναν θεατρικό μονόλογο που δείχνει τις ευαισθησίες της και ο Γκόσλινγκ πρέπει να διαλέξει αν θα ακολουθήσει το μεροκάματο του πιανίστα για δεξιώσεις κι εστιατόρια ή μια μίνι καριέρα ως μουσικός σε συγκρότημα παλιού φίλου του, ο οποίος ξεκίνησε μεν με τις ίδιες βάσεις, αλλά εξελίχθηκε σε fusion σταρ, μπασταρδεύοντας ένα είδος που, κατά τον Γκόσλινγκ, απαγορεύεται να μιανθεί – έξυπνα, τον φίλο υποδύεται ο Τζον Λέτζεντ, ο οποίος έχει κάνει υπολογίσιμη καριέρα αναβιώνοντας μια πιο μελωδική, και σίγουρα παλιακή R&B, με ψυχή.
Σε αυτό το μήκος κύματος χορεύει και τραγουδάει η ταινία. Το τι είναι πιο σημαντικό, το νέο ή το παλιό, το αν το νέο είναι επίφοβο και το παλιό αφορά τους μεσόκοπους, ποιο από τα δύο θα πουλήσει περισσότερο, είναι ένα ψευτοερώτημα, σαν τέρας με πολλά κεφάλια, και δεν μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά, ούτε καν από τους ειδικούς. Ο Σαζέλ μας λέει, με όλα τα μέσα που έχει στα χέρια και τη φαντασία του, πως η φόρμα δεν έχει ηλικία, πως σημασία έχει το καθάρισμα της συνείδησης από το μπέρδεμα που φέρνει η αναμονή και η έλλειψη επιλογών, αλλά και πως η κατάκτηση ενός ονείρου, παρότι φέρνει τεράστια ικανοποίηση, δεν εγγυάται την ευτυχία, όπως την αποτυπώνει το σινεμά της υπόσχεσης και της διαφυγής. Και αυτό, ευτυχώς, τον ξεχωρίζει από τη στάνταρ αφήγηση των παλιών μιούζικαλ, με το (κατ)αναγκαστικό happy ending ή την ολοσχερή τραγωδία, όπως στο Ένα αστέρι γεννιέται. Δεν υπονομεύει το είδος, και δεν το υπηρετεί δουλικά. Διότι, άλλο είναι να αραδιάζεις, με τεχνική δεξιοτεχνία, τις πηγές σου σαν να μη σε αφορούν πραγματικά, κι άλλο να τις αξιοποιείς σε έναν φόρο τιμής με προσωπικό γούστο και νέες ιδέες.
Κι έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, χειροκρότησα με την καρδιά μου, όπως, πράγμα σπάνιο, όλη η αίθουσα των δημοσιογράφων στη μεσημβρινή προβολή, ένα ευοίωνο ξεκίνημα σε ένα μουδιασμένο φεστιβάλ λόγω του πένθους για τα εκατοντάδες θύματα του σεισμού και της εμφανώς μεγαλύτερης αστυνομικής ασφάλειας, μήπως μια σύναξη Δυτικών αμαρτωλών αποτελέσει δογματικό στόχο.
σχόλια