Στην πρόσφατη λίστα του Pitchfork με τους 50 πιο σημαντικούς ambient δίσκους όλων των εποχών ο Brian Eno έχει πέντε άλμπουμ, με κορυφαίο της λίστας το Ambient 1: Music for Airports (τα υπόλοιπα τέσσερα είναι τα Evening Star, Apollo, Ambient 4: On Land και το The Pearl σε συνεργασία με τον Harold Budd). Μπορεί να μην είναι ο πρώτος που έφτιαξε ambient μουσική, αλλά είναι αυτός που πέρασε το είδος «από την σχετική ασάφεια στην λαϊκή συνείδηση» όπως χαρακτηριστικά γράφει το Ambient Music Guide. Και είναι ένας σπουδαίος δημιουργός.
Από τους πρώιμους πειραματισμούς του στο St Joseph College στο Ipswich με το μαγνητόφωνο που χρησιμοποίησε ως μουσικό όργανο και την πρώτη ηχογράφησή του το 1971 για την Deutsche Grammophon μέχρι το πρόσφατο αριστουργηματικό άλμπουμ του The Ship που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, έχουν περάσει 47 χρόνια συνεχούς δημιουργίας, κατά τη διάρκεια των οποίων έκανε σχεδόν τα πάντα στη μουσική: Συμμετείχε ως μέλος σε δύο δίσκους των Roxy Music, άρχισε να πειραματίζεται με την ambient δίνοντας μια διαφορετική υπόσταση στο είδος με μια σειρά δίσκων που σήμερα είναι σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική: Music for Airports (Ambient 1), The Plateaux of Mirror (Ambient 2), Day of Radiance (Ambient 3) and On Land (Ambient 4)), έκανε παραγωγή στους τρεις δίσκους του David Bowie που αποτελούν την «τριλογία του Βερολίνου»: (Low, Heroes, Lodger) και στη συνέχεια ανέλαβε τους Talking Heads, κάνοντας παραγωγή στους καλύτερους δίσκους τους: More Songs About Buildings and Food, Fear of Music και Remain in Light. Το 1981κυκλοφόρησε το My Life In The Bush of Ghosts σε συνεργασία με τον David Byrne, με αποσπάσματα από ραδιοφωνικές εκπομπές και samples από ηχογραφήσεις από ολόκληρο τον κόσμο, με ήχους αφρικάνικους και μεσο-ανατολίτικους σε έναν από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του ’80. Στις επόμενες δεκαετίες, εκτός από τις κυκλοφορίες του, είχε συνεργασίες ως παραγωγός με ένα σωρό κορυφαίους ποπ καλλιτέχνες από μία μεγάλη γκάμα ήχων: U2, Laurie Anderson, Grace Jones, Coldplay, James, Slowdive, James Blake, Ultravox, Devo, John Cale, Robert Wyatt. Με την ιδιότητα του συνθέτη, ο Brian Eno έχει γράψει τη μουσική για πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ έχει συνθέσει τον ήχο εκκίνησης για τα Windows 95 της Microsoft. Επίσης, έχει επιμεληθεί τις μουσικές εφαρμογές Bloom, Trope και Scape για τις συσκευές iPhone. Η λίστα των κυκλοφοριών και των συνεργασιών του είναι πολύ μακριά και περιέχει αρκετούς από τους επιφανέστερους μουσικούς των τελευταίων 50 ετών.
Στο υπόγειο της Στέγης όπου φιλοξενείται η ακουστική εγκατάσταση The Ship, η αφορμή για να ηχογραφήσει το πρόσφατο ομότιτλο άλμπουμ του, 15 ηχεία και ενισχυτές τοποθετημένα πάνω σε ορθογώνια λευκά βάθρα σαν τοτέμ είναι παραταγμένα σε ημικυκλική διάταξη στο βάθος της αίθουσας, μαζί με δεκάδες ηλεκτρονικά κεράκια. Τα φώτα είναι πολύ χαμηλωμένα ("το λιγοστό φως αμβλύνει τις υπόλοιπες αισθήσεις και η μουσική λειτουργεί καλύτερα στο σκοτάδι") και υπάρχουν παντού μαξιλάρια για να ξαπλώσεις και να απολαύσεις τη μουσική. Τα τέσσερα μεγάλης διαρκειας κομμάτια που συνοδεύουν την εγκατάσταση είναι ασκήσεις ηρεμίας, με τη δυνατή ένταση να σε βυθίζει στους ήχους και να σου διώχνει κάθε έντονη σκέψη. Από τα ηχεία ακούγεται η μπάσα φωνή του δημιουργού -που θυμίζει Scott Walker: «The Ship was from the willing land / The waves about it roll / And as aglow by powder band / We lift, we loot, we haul». Στο The Ship είναι η πρώτη φορά που ακούγεται σε όλα τα κομμάτια η δικιά του φωνή μετά το Another Day On Earth που είχε κυκλοφορήσει το 2005.
«Το The Ship, το αρχικό κομμάτι, ξεκίνησε από την ανάθεση ενός σουηδικού στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής –το Fylkingen, που είναι το πιο παλιό στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής στον κόσμο, το οποίο λειτουργεί ασταμάτητα από το 1932- με πολλά ηχεία και αρκετό εξοπλισμό» μας λέει ντυμένος στα μπλε και συναχωμένος λίγο αργότερα, πίνοντας χαμομήλι. «Με ρώτησαν αν ήθελα να δανειστώ τον εξοπλισμό τους για να κάνω μια εγκατάσταση με μουσική, ένα ηχητικό κομμάτι από πολλά κανάλια, και δέχτηκα να το κάνω. Κι όσο δούλευα στο κομμάτι, ανακάλυψα προς έκπληξή μου ότι μπορούσα να τραγουδήσω τις χαμηλές νότες του (τις «Low C»), πιο χαμηλά από όσο μπορούσα ποτέ να τραγουδήσω. Όσο μεγαλώνεις, ένα από τα κέρδη σου είναι ότι η φωνή σου γίνεται όλο και πιο χαμηλή, χαμηλώνει μαζί με οτιδήποτε άλλο. Το τραγούδι κυλούσε και η μουσική με έκανε να αισθάνομαι ότι είμαι σε έναν ωκεανό με κύματα ήχου, νόμιζα ότι ήμουν σε ένα πλοίο και το πλοίο τσουλούσε στα κύματα. Δεν είχα σκεφτεί από πριν ότι θα έγραφα τραγούδι, και σίγουρα δεν είχα σκεφτεί ότι θα έγραφα ένα τραγούδι για πλοία». Εξηγεί πώς έχτισε ένα σύστημα από πολλαπλά κανάλια μέσα στο στούντιο και ο ήχος άρχισε να εμφανίζεται από 12 μέρη τριγύρω του. «Ξαφνικά δούλευα μέσα στο τραγούδι, κάτι που ήταν μια νέα εμπειρία για μένα, γιατί το άλμα από το μονοφωνικό στο στερεοφωνικό είναι τεράστιο, αλλά το άλμα από το στερεοφωνικό στο πολυκαναλικό είναι πολύ-πολύ μεγαλύτερο».
Η εμπειρία στην σκοτεινή αίθουσα διαρκεί 54 λεπτά, όση είναι και η διάρκεια του δίσκου, ο οποίος ακούγεται εντελώς διαφορετικός από τον πολυκάναλο ήχο των ηχείων, με ενισχυμένους τους ψηφιακούς ήχους, τα τριξίματα, τα κουδουνίσματα, τις βοές, τους ψιθύρους, και φυσικά τη φωνή του δημιουργού, -στο laptop όσο δυνατά και να τα ακούσεις, οι λεπτομέρειες που στολίζουν το κάθε κομμάτι σχεδόν εξαφανίζονται.
«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτή η περίοδος που διανύουμε» λέει «Και όλο και πιο πολύ νομίζω ότι οι αρχές του 20ου αιώνα, από το 1907 μέχρι το 1920, είναι πολύ παρόμοιες με την περίοδο που βρισκόμαστε τώρα. Και τότε υπήρχαν διάφορες αυτοκρατορίες που ήταν έτοιμες να αποτύχουν ή να καταρρεύσουν και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το τέλος μια τέτοιας περιόδου. Υπάρχει ένα βιβλίο από τον Ρώσο συγγραφέα Alexei Yurchak για το τέλος της σοβιετικής ένωσης που ονομάζεται «Όλα ήταν για πάντα μέχρι που δεν υπήρχε άλλο» (Everything Was Forever, Until It Was No More: The Last Soviet Generation) και αυτό ακριβώς συνέβη, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όλα άλλαξαν. Πάντα πίστευα ότι η βύθιση του Τιτανικού ήταν κάτι σαν τρέιλερ, ήταν σαν να σου δείχνει πώς θα είναι η ταινία που θα ακολουθήσει. Ήταν ένα πλοίο αβύθιστο, έτσι το ονόμαζαν, και τίποτα κακό δεν θα συνέβαινε σε αυτό, αλλά βυθίστηκε στο πρώτο του ταξίδι. Μάλλον εξαιτίας της περίσσιας αυτοπεποίθησης. Πίστευαν ότι ήταν αβύθιστο και ήθελαν να σπάσουν το ρεκόρ ταχύτητας στο ταξίδι στον Ατλαντικό, έτσι συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο. Μοιάζει πολύ με αυτό που συνέβη στο ξεκίνημα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: όλες αυτές οι τεράστιες αυτοκρατορίες πίστευαν ότι δεν θα βυθίζονταν ποτέ, όλες είχαν τεράστιους στρατούς και τίποτα κακό δεν θα μπορούσε να τους συμβεί. Στην Αγγλία έλεγαν ότι ο πόλεμος θα τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα (ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1914), και όλοι οι Άγγλοι πίστευαν ότι θα γύριζαν στο σπίτι τους για τις γιορτές. Όταν έγινε η εισβολή των Αμερικάνων και των Βρετανών στο Ιράκ το 2003, o Ken Adelman έγραψε στην Ουάσινγκτον Ποστ ένα κομμάτι με τίτλο Cakewalk in Iraq (Παιχνιδάκι στο Ιράκ), πίστευαν ότι θα είναι κάτι εύκολο, ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε μια εβδομάδα. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος Μπους έλεγε ότι θα διαρκέσει λιγότερο από ένα μήνα, οι Κινέζοι έλεγαν θα λήξει σε έξι εβδομάδες, όλοι πίστευαν ότι θα τελειώσει γρήγορα επειδή ήταν τόσο μεγάλοι ώστε τίποτα δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Κι ο πόλεμος στο Ιράκ ακόμα συνεχίζεται. Αυτό ονομάζεται ύβρις, ύβρις και παράνοια».
Οι ήχοι πιάνου που συνοδεύουν την φωνή του να απαγγέλλει στίχους που μοιάζουν με σουρεαλιστική ποίηση στο The Hour Is Thin γεμίζουν την αίθουσα. «The hour is thin. Trafalgar Square is calm. Birds and cold, black dark. The final famine of a wicked sun, and the web that died yesterday»... Μας εξηγεί ότι είναι έξι διαφορετικά κείμενα μέσα στο τραγούδι: Ένα απόσπασμα είναι από τη μαρτυρία κάποιου που ήταν στην σωστική λέμβο κατά τη βύθιση του Τιτανικού, ο οποίος περιέγραφε τι γινόταν ενώ το πλοίο βυθιζόταν, ένα άλλο είναι από μαρτυρία σε εφημερίδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα τρίτο από αγγλικά τραγούδια στρατιωτών, -«οι άγγλοι στρατιώτες έπαιρναν δημοφιλή κομμάτια και τα τραγουδούσαν ξανά με απίστευτα άσεμνους στίχους, είναι πολύ αστεία» λέει. «Μάζεψα είκοσι σελίδες από κείμενα κι έπειτα με έναν φωσφορούχο μαρκαδόρο υπογράμμισα κάθε τι που μου άρεσε και τα διάβασα με τη σειρά που υπάρχουν στο κομμάτι. Και έφτιαξα αυτή την αρκετά παράξενη ιστορία. Είναι ένας αστείος τρόπος να συνθέτεις. Είναι φτιαγμένο σε Markov chain generator. Και το πιάνο πίσω τους είναι επίσης φτιαγμένο έτσι. Είναι ένα στατιστικό ανακάτεμα».
Το τελευταίο τραγούδι που ακούγεται και κλείνει το δίσκο (και την επίσκεψη στην εγκατάσταση) είναι η διασκευή του στο I’m Set Free των Velvet Underground, «I’m set free to find a new illusion»… «Πρόσφατα, ο Yuval Noah Harari έγραψε ένα βιβλίο που ονομάζεται Sapiens, a brief history of humankind, όπου αναφέρει ότι λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλο και εάν πιστεύουμε στην ίδια ιστορία όλα είναι καλά, μπορούμε να καταφέρουμε πράγματα μαζί. Η διαφορά ανάμεσα στους διαφορετικούς ανθρώπους είναι οι διαφορετικές ιστορίες που πιστεύουν. Όλοι για παράδειγμα πιστεύουμε στην ιστορία του χρήματος. Ένα χαρτονόμισμα είναι ένα κομμάτι χαρτί, αλλά είναι ένα κομμάτι χαρτί που αξίζει κάτι, και έχει αξία επειδή ακριβώς πιστεύουμε σε αυτή. Αυτό που συμβαίνει μερικές φορές είναι ότι κράτη όπως η Γερμανία λένε ότι δεν έχει πια αξία και ξαφνικά οι άνθρωποι κυκλοφορούν με ολόκληρες τσάντες με χρήματα για να αγοράσουν ένα κομμάτι ψωμί».
Μας λέει ότι του αρέσουν πολύ τα ηχεία, τα μεγάλα και τα παλιά, (η in situ εγκατάσταση στο υπόγειο της Στέγης έχει να κάνει με τον θάνατο και τα ηχεία) να πειραματίζεται με αυτά και να τα χρησιμοποιεί για διαφορετικές φωνές και ήχους, και σχολιάζει τα ακουστικά των συσκευών που κάνουν την ακρόαση ιδιωτική. «Πιστεύω ότι τα ακουστικά κάνουν τη μουσική ιδιωτική, προσωπική εμπειρία, κάτι που έχει τρομερά πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Μου αρέσει το γεγονός ότι η μουσική είναι κάτι που κάνουμε μαζί και ο μόνος λόγος που πάμε σε μια ποπ συναυλία είναι για τη συντροφικότητα. Δεν πας για τον ήχο που ήταν πάντα χάλια, πας για τον ενθουσιασμό να είσαι με άλλους ανθρώπους και να ζείτε τα ίδια πράγματα μαζί, είναι μια τελετουργία. Όταν βάλεις τα ακουστικά και μπεις στον δικό σου ηχητικό κόσμο συμμετέχεις με ένα μόνο μέρος του σώματός σου, είναι μία μη αισθησιακή εμπειρία του ήχου. Όταν ακούς στα ηχεία, ειδικά αν έχεις μεγάλα ηχεία όπως αυτά που έχουμε στο υπόγειο, αισθάνεσαι τη μουσική σωματικά. Η μουσική θα έπρεπε να είχε διαφορετικό όνομα τώρα, επειδή είναι πολύ διαφορετική από αυτό που ονομαζόταν μουσική αρχικά. Μέχρι να ξεκινήσει να ηχογραφείται η μουσική ήταν κάτι εφήμερο, την είχες και μετά εξαφανιζόταν, δεν ήταν ποτέ η ίδια δυο φορές. Άκουγες την Πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν στη ζωή σου δέκα φορές και διέφεραν αρκετά, δεν ήταν ποτέ ίδιες και δεν θυμόσουν και πώς ήταν την προηγούμενη φορά. Και, φυσικά, πάντα έπρεπε να πας να την ακούσεις σε κάποιο μέρος, -η Πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν δεν μπορούσε να παιχτεί ποτέ στο σπίτι σου. Αυτό ονομαζόταν μουσική. Μετά, με την αρχή των ηχογραφήσεων και με όλα όσα βγήκαν μετά από αυτή ηλεκτρονικά, η μουσική μετατράπηκε σε μια εντελώς διαφορετική μορφή τέχνης. Είναι σαν να πηγαίνεις σινεμά και να το αποκαλείς ακόμα «το θέατρο». Το θέατρο ήταν μια μορφή τέχνης, είχε τις δυνατότητές της αλλά και τους περιορισμούς της, και έπειτα έγινε σινεμά και μετά τηλεόραση, -που είναι εντελώς διαφορετικές μορφές τέχνης. Μπορείς να κάνεις πράγματα στο σινεμά που δεν μπορείς ποτέ να κάνεις στο θέατρο, μπορείς να πας αστραπιαία από το ένα μέρος στο άλλο, μπορείς να κάνεις ταξίδια στο χρόνο, να επικεντρωθείς στο πρόσωπο κάποιου, να δεις τους ανθρώπους από διαφορετικές γωνίες. Όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα ορίζουν τη γλώσσα του σινεμά, για αυτό χρησιμοποιούμε και διαφορετικό όνομα και δεν το αποκαλούμε «θέατρο» πια. Η μουσική όμως αποκαλείται ακόμα μουσική, δεν βγάζει νόημα, προκαλεί σύγχυση, αρνείται τη νέα της μορφή, όποια και αν είναι αυτή, γιατί αρνείσαι την ιδιαιτερότητά της.
Η σύγχρονη μουσική μου θυμίζει την ζώνη του Τροπικού. Όσο πιο κοντά στον Τροπικό πλησιάσεις, τόσο πιο πολλές μορφές ζωές μπορείς να βρεις, διαφορετικές ποικιλίες. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει και με τη μουσική, αν την δεις αντίστοιχα. Όταν σκέφτεσαι τις χρυσές εποχές της μουσικής, τα ’20s, τα ’50s και τα ’60s, είσαι ακόμα αρκετά ψηλά στον βορά, οι πιθανότητες είναι πολύ πιο λίγες, που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη. Τη δεκαετία του ’60 όλοι μοιράζονταν την ίδια μουσική, όλοι ήξεραν τον Jimmy Hendrix, τους Beatles, κι είχαν μια γνώμη για αυτούς. Αυτό αλλάζει σήμερα. Δεν υπάρχουν πλέον λίγα κυρίαρχα είδη, υπάρχουν χιλιάδες χιλιάδων ποικιλίες ειδών. Μένω συνεχώς έκπληκτος από το πόσα εξαιρετικά πράγματα υπάρχουν αυτή τη στιγμή, με κάνει να ντρέπομαι, σκέφτομαι ότι πρέπει να αποσυρθώ και να αφήσω να δημιουργήσουν οι νέοι άνθρωποι, υπάρχει τόση φανταστική μουσική. Έχω ένα φίλο που μου στέλνει κάθε μήνα ένα CD με νέο υλικό που βρίσκει στο ίντερνετ, υλικό που δεν έχει κυκλοφορήσει, που δεν είναι γνωστό, απλά από ανθρώπους που βρίσκει στο soundcloud κλπ, και ο κανόνας που έχουμε είναι ότι δεν γράφει ποιοι είναι, παίρνω τα CD, τα ακούω και σημειώνω τα κομμάτια που μου άρεσαν. Είναι πάντα κάτι περίεργα ονόματα που δεν έχεις ξανακούσει. Οι δισκογραφικές εταιρίες σχεδόν εξαφανίστηκαν, γιατί υπάρχει ένα όριο σε αυτά που μπορείς να κυκλοφορήσεις σε φυσική μορφή κάθε εβδομάδα, ενώ τώρα κυκλοφορεί ελεύθερα κάθε είδους υλικό. Το πιο πολύ από αυτό χάνεται, κανείς δεν θα ακούσει ποτέ ξανά γι αυτό, αλλά κάποιες φορές εμφανίζεται κάτι που δεν θα τα κατάφερνε να κυκλοφορήσει μέσω δισκογραφικής, και είναι σπουδαίο. Είναι πολύ συναρπαστική η εποχή μας. Ακούω ανθρώπους της ηλικίας μου να λένε μου αρέσουν τα ’60s, αλλά νομίζω ότι τώρα είναι καλύτερα».
«Πιστεύω ότι ο Τραμπ τελικά θα κερδίσει, πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα. Και ξέρεις γιατί θα κερδίσει; Επειδή όλοι αυτοί που είναι εναντίον του είναι κολλημένοι στα γαμημένα i-pad. Αν ψήφιζες την Χίλαρι Κλίντον από το facebook, θα κέρδιζε. Όλοι βρίσκονται στον κόσμο της οθόνης. Δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν με ένα μολύβι. Είναι τεράστιο το επίπεδο της απάθειας. Είναι το ίδιο που συνέβη στην Αγγλία με το brexit. Υπάρχει ένας στίχος στο ποίημα του Yeats που λέει «The best lack all conviction, while the worst / Are full of passionate intensity». Όλοι οι υποστηρικτές του Τραμπ θα ψηφίσουν ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένουν όλο το βράδυ στην ουρά, πιστεύουν πραγματικά σε αυτόν, όλοι οι άλλοι που θα ψήφιζαν τη Χίλαρι θα σκεφτούν την προηγούμενη μέρα «σίγουρα θα πάω να ψηφίσω», αλλά μετά θα βρουν κάτι για την Κιμ Καρντάσιαν ή την Πάρις Χίλτον και μετά θα πρέπει να κάνουν ψώνια από το Amazon και στο τέλος θα πουν «Ω, γαμώτο, τα εκλογικά έκλεισαν». Για μας που ζούμε στο Λονδίνο τα πράγματα είναι καλά αυτή τη στιγμή, γιατί είμαστε αρκετά πλούσιοι, αλλά έξω από το Λονδίνο τα πράγματα είναι δύσκολα, υπάρχουν άνθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους, πηγαίνουν σε φρικτά σχολεία και έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κακό σύστημα υγείας. Τα πράγματα χειροτερεύουν συνέχεια για αυτούς και είναι η πρώτη γενιά ανθρώπων που πληρώνονται λιγότερο από τους γονείς τους, αλλά οι πολιτικοί δεν ήταν αρκετά έξυπνοι για να ασχοληθούν με αυτό. Έριξαν το φταίξιμο στους μετανάστες και τον άλλο φτωχό πληθυσμό. Ό,τι συνέβη και στη Γερμανία με τους Εβραίους. Σε περίπλοκες κοινωνίες σαν τη δική μας υπάρχουν δύο τρόποι να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν σε κάτι και να μείνουν ενωμένοι, ο ένας είναι με τη χαρά, αν τους κάνεις δηλαδή να αισθανθούν ότι είναι μέρος από κάτι που δημιουργείται. Ο άλλος είναι ο φόβος. Και ο φόβος είναι ο πιο εύκολος και είναι αυτός που χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή».
Ομιλία του Brian Eno: 4 ΟΚΤ 2016 | 19:00 | Κεντρική Σκηνή
Εγκατάσταση: 3-23 ΟΚΤ 2016 | 12:00-21:00 | Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου
Εκθεσιακός χώρος
σχόλια