Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στην Κοζάνη, από μια μητέρα που έκανε τα πάντα για να μη γεννηθώ. Πίεζε την κοιλιά της, ζωνόταν σφιχτά για να μη φαίνεται ότι είναι έγκυος και το μάθει ο παππούς μου, που όταν το έμαθε την έδειρε αλύπητα − με έκανε και ανύπαντρη και με τον πρώτο της ξάδελφο, μεγάλο σκάνδαλο για την εποχή. Κάνανε δικαστήριο στον πατέρα μου κι αυτός στη δίκη έλεγε «το παιδί δεν είναι δικό μου». Αυτά τα έμαθα αργότερα από τη νονά μου, όταν τη συνάντησα στα τριάντα μου. Είμαι καρπός ενός μεγάλου έρωτα, που κανείς όμως δεν ήθελε να γεννηθεί.
— Πώς εξελίχθηκε η σχέση των γονιών σου;
Η μητέρα μου με παράτησε στη γιαγιά μου κι έφυγε στη Γερμανία, όπου παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά. Ο πατέρας μου πήγε κι αυτός στη Γερμανία, σε άλλη πόλη, για να κάνει τη ζωή του, και ξεκίνησε μια κόντρα για το ποιος θα κάνει πιο πολλά λεφτά και θα γίνει πιο ευτυχισμένος. Αφού δεν κατάφεραν να είναι μαζί, αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να κάνει κάτι πιο δυνατό από τον άλλον. Η γιαγιά μου με κράτησε μέχρι τα 5 και επειδή με κορόιδευαν –με λέγανε συνέχεια «μπάσταρδο»−, με έδωσε σε θετούς γονείς για ένα καλύτερο μέλλον. Οι θετοί γονείς με πήραν, αλλά στην πορεία το μετάνιωσαν, γιατί ήταν φοβερά θρησκόληπτοι και συντηρητικοί κι εγώ ήμουν ατίθασος και ανήσυχος − με πήραν σε μεγάλη ηλικία κι έτσι ήταν δύσκολο να με διαμορφώσουν όπως ήθελαν. Έτσι με κλείσανε στον «Αριστοτέλη», ένα ίδρυμα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Έζησα μαζί τους μέχρι 13 ετών, υπέστην πολύ μεγάλη κακοποίηση. Μου κατέβαζαν τα βρακιά και με χτυπούσαν με τσουκνίδες, με δέρνανε...
— Στο ίδρυμα πώς ήταν τα πράγματα;
Άλλη δύσκολη εποχή κι εκείνη. Αφορμή έψαχνε ο επιμελητής να μου τη λέει και να με τιμωρεί. Μαζί με κάτι άλλα παιδιά είχαμε κόψει τα κάγκελα από ένα δωμάτιο και πετούσαμε τις κουβέρτες, πηδούσαμε και πηγαίναμε στην Αρετσού, στην πλαζ, ξαπλώναμε, κάναμε βουτιές και ξεφεύγαμε από την καθημερινότητα του ιδρύματος.
Με ένα παιδί που ήμασταν στην ίδια φάση, ψιλοχύμα, από δω κι από κει, αρχίσαμε να την ψάχνουμε με την πανκ, κάναμε οτοστόπ και βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κολλήσαμε στο Ντορέ με τους πανκ. Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά παλιά το Ντορέ ήταν γεμάτο πάνκια. Για ύπνο πηγαίναμε στον επάνω όροφο του Βασιλικού Θεάτρου, στην παραλία. Ήταν γκρεμισμένο τότε, κατεστραμμένο, και φτιάξαμε εκεί ένα δωμάτιο.
— Πόσο καιρό έμεινες εκεί;
Όχι πολύ, 5-6 μήνες. Γύρισα στους θετούς παππούδες. Έφυγα Χριστούγεννα, λέγοντας ότι πάω κι εγώ διακοπές στην οικογένεια, όπως όλα τα άλλα παιδιά, και πήγα στο χωριό. Μη νομίζεις ότι ήταν καλύτερα εκεί. Και οι παππούδες αδιαφορούσαν για μένα, με χτυπούσαν, δεν ήταν ιδανικά τα πράγματα. Μάλιστα, πριν πεθάνουν, μου ζήτησαν συγγνώμη. Η γιαγιά, σχεδόν τυφλή, με έψαχνε με τα χέρια απλωμένα κι εγώ πήγαινα προς τα πίσω για να μη μ' αγγίξει. Όπου και να πήγα, θυμάμαι ότι δεν υπήρχε ποτέ δωμάτιο για μένα και τα ρούχα μου, ενώ υπήρχαν παντού ντουλάπες, τα είχα σε ένα μπαουλοντίβανο ή σε μια βαλίτσα. Δεν είχα νιώσει ποτέ ότι έχω μια βάση, ένα σπιτικό. Αυτήν τη βαλίτσα που μ' έχει στοιχειώσει την έχω μέχρι και σήμερα και σκέφτομαι πολύ σοβαρά πλέον, τώρα που έχω ένα σπιτικό, να την πετάξω.
— Μετά τους παππούδες, τι έκανες;
Έκατσα για λίγο σ' αυτούς, στο χωριό, στην Πτολεμαΐδα, και μετά, με ένα παιδί που ήμασταν στην ίδια φάση, ψιλοχύμα, από δω κι από κει, αρχίσαμε να την ψάχνουμε με την πανκ, κάναμε οτοστόπ και βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κολλήσαμε στο Ντορέ με τους πανκ. Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά παλιά το Ντορέ ήταν γεμάτο πάνκια. Για ύπνο πηγαίναμε στον επάνω όροφο του Βασιλικού Θεάτρου, στην παραλία. Ήταν γκρεμισμένο τότε, κατεστραμμένο, και φτιάξαμε εκεί ένα δωμάτιο. Ζούσε κι ένας γέρος, ο Ηλίας, με κάτι σκυλιά. Όλη μέρα στο Ντορέ, πηγαίναμε και τρώγαμε στα πανεπιστήμια και μετά βόλτες δεξιά κι αριστερά.
— Δεν δουλεύατε;
Όχι καλέ, πώς να δουλέψουμε έτσι όπως ήμασταν; Μας βλέπανε στον δρόμο και κάνανε τον σταυρό τους.
— Πώς μπήκες σ' αυτό το τριπάκι με την πανκ;
Από την ανάγκη μου να πω «γαμιέστε όλοι». Αυτό μ' έκανε να μπλέξω και με παρέες και με χημείες και με τα πάντα.
— Στην Αθήνα πώς βρέθηκες από τη Θεσσαλονίκη;
Στη Θεσσαλονίκη είχα κάνει ήδη έναν κύκλο, παρέες, και για ένα διάστημα μου είχε παραχωρήσει ένας φοιτητής το σπίτι του, από το οποίο περνούσε όλη η πανκ σκηνή της πόλης. Φέρνανε LSD από τα ταξίδια τους στο Άμστερνταμ, τριπάκια, ό,τι μπορείς να φανταστείς, και τα κρύβανε στο σπίτι. Κάποια στιγμή μας την πέσανε οι μπάτσοι. Εγώ ήμουν ακόμα ανήλικος, 16-17 ετών, αλλά ψάχνανε αφορμή να με χώσουν μέσα. Στο τμήμα της οδού Βαλαωρίτου έφαγα πολύ ξύλο. Με σύρανε στις σκάλες μέχρι κάτω στην είσοδο, μου δώσανε μια κλοτσιά και με πετάξανε στον δρόμο. Οπότε αποφασίζω να την κάνω για Αθήνα. Μετά από λίγο έπρεπε να παρουσιαστώ, μου ήρθε το χαρτί για τον στρατό.
15 ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
— Παρουσιάστηκες;
Πήγα στην Αυλώνα, όπου ήταν η μονάδα, ντυμένος τραβεστί. Υπάρχουν και φωτογραφίες μου από τη μεταμφίεση και την προετοιμασία. Πήγα την πρώτη φορά και πήρα 3 χρόνια αναβολή. Τη δεύτερη φορά, αφού είχα μάθει τον ρόλο, το έπαιξα καλύτερα. Συστήθηκα ως Μαρκέλλα, πήγα πιο έξαλλη και ακραία και πήρα αμέσως το απολυτήριο.
— Έρχεσαι στην Αθήνα λοιπόν...
Ναι, και μπαίνω στη σχολή της Χατζίκου. Ήθελα να αποτυπώσω κάποια πράγματα, κάποιες ιδέες μου, και να τα κάνω ταινία. Αργότερα, βέβαια, μ' έπιασε μια τρέλα να δουλέψω ατομικά και όχι με πολλούς ανθρώπους, γι αυτό στράφηκα στη φωτογραφία. Πήγα στη Focus να σπουδάσω για να μπορώ να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Τα έξοδα των σχολών μού τα πλήρωνε ένα ζευγάρι στο οποίο έμεινα για ένα διάστημα και με είχαν σαν παιδί τους. Νομίζω ότι γι' αυτούς ήμουν η τελευταία προσπάθεια να κρατήσουν τη σχέση τους ζωντανή − αργότερα χώρισαν. Δούλεψα στο μεταξύ σε κάποιες παραγωγές ντοκιμαντέρ και σε ταινίες, αφού προηγουμένως δούλεψα και σε κάποια μπαρ. Εδραιώθηκα κι έμεινα μόνιμα στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε και η ιστορία με τα πολλά ναρκωτικά, κυρίως πρέζα − χαμός σου λέω.
— Γιατί τα ξεκίνησες; Τι ήταν τα ναρκωτικά για σένα;
Η πρέζα ήταν από την αρχή το αναλγητικό, το παυσίπονό μου. Αν δεν υπήρχε η πρέζα, εγώ δεν θα υπήρχα. Όλες οι εξαρτήσεις προσφέρουν κάτι, καλύπτουν ένα κενό. Έπαιρνα πρέζα ήδη από τα 16. Με τα χρόνια, το σώμα μου κουράστηκε. Κατάλαβα, επίσης, ότι πολλοί από τους γκόμενους και διάφοροι άλλοι που λέγανε ότι ήθελαν να με βοηθήσουν στην πραγματικότητα δεν το θέλανε γιατί τους άρεσε ο ρόλος της νοσοκόμας, απλώς θέλανε να με νταντεύουν. Λέγανε ότι θέλανε να με σώσουν, αλλά οι ίδιοι χρειάζονταν κάποιον να τους σώσει.
— Σε αρρώσταινε όλο αυτό με τα ναρκωτικά;
Ναι, από ένα σημείο και μετά φτάνεις σε ένα τέλμα. Τότε ξεκίνησαν και τα προγράμματα απεξάρτησης στην Ελλάδα. Μπήκα το 1996 στο πρόγραμμα της μεθαδόνης, χωρίς να έχω ούτε μια φλέβα. Τους είπανε «πάρτε αυτό το παιδί γιατί θα πεθάνει» για να μπορώ να είμαι στους 200 πρώτους που θα ξεκινούσαν το πρόγραμμα. Μόλις βγήκα, μετά από λίγο ξανακύλησα, και είπα «αφού έπεσα ξανά, θ' αρχίσω το χοντρό παιχνίδι». Στο μεταξύ, τα χέρια μου λακκούβες, οροσειρές, δεν είχα πού να ρίξω. Έριχνα κι έβγαινε έξω από τις φλέβες. Αφού, όταν με πιάσανε τελικά, με απαλλάξανε με ειδικό βούλευμα. Δεν είχα καμιά σωτηρία.
— Τι ήταν εκείνη την εποχή τα ναρκωτικά;
Ένα μίασμα, το μίασμα του κέντρου. Τα στέκια ήταν γνωστά (Μουσείο, Ομόνοια, Εξάρχεια), κάθε ώρα της ημέρας ήμασταν και σε άλλο μέρος. Στην Ομόνοια είχε τα καφενεία. Έχω φάει βράδια ολόκληρα, χαρμάνης, να παρακαλάω να μου δώσει κάποιος κάτι. Όταν άρχισα, βέβαια, να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, όταν ήμουν πλέον εντελώς μέσα στα σκατά, σταμάτησα. Όπως σιγά-σιγά μπαίνεις, έτσι, σιγά-σιγά, βγαίνεις. Ως τα 33 το είχα σταματήσει. Έχω 15 χρόνια που δεν κάνω χρήση. Και τσιγάρο να μου δώσουν μου βρομάει, εμένα, που έχω καπνίσει νταλίκες.
— Έκανες πολύ λούμπεν ζωή.
Γάμησέ τα. Τον περισσότερο καιρό, και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, έμενα έξω, στα παγκάκια, από σπίτι σε σπίτι, με δύο σάκους πράγματα. Μέχρι και τα 30 ουσιαστικά περιπλανιόμουν από δω κι από κει.
— Μέσα σε όλη αυτή την πολυτάραχη ζωή πώς χωράνε η φωτογραφία και τα λευκώματα που εξέδωσες;
Ήθελα μέσα από τις εικόνες να δείξω έναν κόσμο, μια ζωή που δεν είναι γνωστή σε πολλούς.
— Πάμε στο πρώτο σου λεύκωμα, με τα σώματα και τα τατουάζ.
Το 1999, που βγήκε, δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό που συμβαίνει σήμερα, που είναι όλοι γεμάτοι από πάνω μέχρι κάτω, που έχουμε γεμίσει τατουατζίδικα, είναι μόδα και είναι αποδεκτό. Τότε σε βλέπανε πολύ καχύποπτα αν είχες τατουάζ, με μισό μάτι, γιατί σήμαινε πως είτε θα είχες κάνει φυλακή, είτε κάτι παραβατικό, είτε θα ήσουν σε μια ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων. Αφού τελείωσα τη σχολή, ξεκίνησα να φωτογραφίζω φίλους που είχαν τατουάζ και αποφάσισα να δείξω πώς είναι ένα σώμα με τατουάζ. Στην ουσία ήθελα να δείξω και το μέσα και το έξω. Η ζωή μου είχε να κάνει με την υποκουλτούρα και το τατουάζ ήταν μέσα σ' αυτήν. Όλοι οι φίλοι μου είχαν, όπως κι εγώ. Δεν ήταν, βέβαια, αυτά τα τατουάζ των μαγαζιών. Πολλά ήταν ακόμα ερασιτεχνικά, που κάναμε μόνοι μας με βελόνες και στιλό Βic. Βουτούσαμε τη βελόνα σε μελάνι και «χτυπούσαμε». Τα πρώτα δικά μου τατουάζ είναι από την περίοδο της πανκ, ας πούμε μια βόμβα, κλασικό τατουάζ των πάνκηδων. Είχα στο μυαλό μου το θέμα και το δούλευα ως πρότζεκτ. Έτσι, ετοίμασα το πρώτο μου φωτογραφικό λεύκωμα απ' όλο αυτό το υλικό με φωτογραφίες και κείμενα για το σώμα που αλλάζει που μεταμορφώνεται.
Το επόμενο βιβλίο μου θέλω να είναι αφιερωμένο σε αυτούς που με επηρέασαν, όπως ο Δήμος Θέος, η Ζούνη, η Μπαζάκα, ο Χριστιανόπουλος, ο Mάρκου ο φωτογράφος, ο πρώτος που έκανε ασπρόμαυρο αντρικό γυμνό, o Aγγελάκας –έμενα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη ένα διάστημα, σε μια γκαρσονιέρα που είχε στη Ροτόντα−, ο Βαλαωρίτης κ.ά.
— Είχε επιτυχία;
Ναι, έγινε γνωστό και πούλησε. Είχε κάνει μεγάλη αίσθηση εκείνη την εποχή. Εμένα ποτέ δεν μ' ενδιέφερε βέβαια να βγάλω χρήματα αλλά να μπορώ να εκδίδω τη δουλειά μου. Ο κόσμος το αγκάλιασε, άρεσε, όχι μόνο στον δικό μου κύκλο αλλά και σε άλλους που μου είπαν να πάω στο εξωτερικό, γιατί εδώ δεν υπήρχε κοινό στο οποίο θα μπορούσα να πουλήσω εύκολα, να συνεχίσω τη δουλειά που κάνω, ότι έχω ταλέντο, τέτοια πράγματα. Ξεκίνησα να εκθέτω στους χώρους του Γεωργακόπουλου που έχει την Cheapart − πάντα παίρνανε κάποιο από τα έργα μου. Ακόμα και σήμερα μ' ενδιαφέρει, όταν δίνω, να δίνω σ' αυτούς έργα μου. Ήμουν και είμαι πολύ ευχαριστημένος από αυτή την ευτυχή συνεργασία.
«ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΜΟΥ»
— Οπότε, με όλα αυτά τα καλά δείγματα, βάζεις μπροστά και για ένα δεύτερο λεύκωμα.
Το δεύτερο προέκυψε την περίοδο που πίστευα, λανθασμένα, ότι μπορούσα να σώσω κάποιον άνθρωπο από το περιθώριο, να τον βγάλω από κει και να ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι δεν γίνεται, γιατί ένα τέτοιο αγόρι θα έρθει μαζί σου για να σου αρμέξει λεφτά και όχι γιατί σ' αγαπάει. Δεν πρόκειται να βγει από το λούκι επειδή σ' αγάπησε, γιατί ο λόγος που μπήκε ήταν για να βγάλει λεφτά.
— Όλο αυτό πώς κατέληξε να γίνει βιβλίο;
Είχα φωτογραφίσει κάνα-δυο από τα παιδιά. Τους άφηνα να έρθουν σπίτι, να κάνουν κανένα μπάνιο, να φάνε τίποτα κι έτσι πειραματίστηκα με κάποιους. Κάπου εκεί άρχισε να γεννιέται η ιδέα για τους «Αγίους της πλατείας Ομονοίας στο παράθυρό μου», όπου το παράθυρο συμβολίζει τον δικό μου κόσμο, το σπίτι μου. Το έξω από το παράθυρο είναι ο άλλος κόσμος, που τον ξέρετε, όμως τον δικό μου δεν το ξέρετε και σας τον συστήνω, ώστε να δείτε τα πράγματα μέσα από αυτόν. Το όριο των δύο κόσμων είναι το παράθυρο.
— Γιατί τους ονόμασες «αγίους»;
Γιατί είναι άγιοι ερήμην τους.
— Δεχόντουσαν εύκολα να εκτεθούν;
Ναι, γιατί με ξέρανε πλέον, μου είχανε εμπιστοσύνη.
— Και δίπλα σε κάθε φωτογραφία έχεις γράψει ένα μικρό ποίημα.
Είχα ξεκινήσει παράλληλα να πηγαίνω και στα κωλόμπαρα κι έγραφα τις εμπειρίες μου από κει, περιστατικά τραγελαφικά από τις πιάτσες, από το Νέον στην Ομόνοια. Τα ποιήματα είχαν σχέση με αυτόν που φωτογράφιζα, με αυτά που βίωνα, με τις περιπλανήσεις μου.
— Στο τέλος του βιβλίου ποζάρεις εσύ στο παράθυρο.
Το κάνω για να δείξω ότι δεν είμαι κάποιος που απλώς φωτογράφισε αλλά ένας από αυτούς − γι' αυτό ποζάρω σε όλα τα βιβλία μου. Η τέχνη μου είναι βιωματική, είμαι μέσα της.
— Το πιο πρόσφατο, το τρίτο βιβλίο σου, έχει να κάνει και πάλι με το σώμα.
Όλο αυτό ήταν στο μυαλό μου κάτι σαν τριλογία. Ήθελα να βγει, για να κλείσω με αυτό το θέμα. Το τρίτο ονομάζεται «Εξαρτημένη Πραγματικότητα» και αφορά τα ναρκωτικά και το σώμα. Έχει να κάνει με ένα δικό μου ταξίδι. Θέλω να δείξω το σώμα που υποφέρει, που κλυδωνίζεται. Ουσιαστικά, είναι σημαδεμένα σώματα, τοπία σωμάτων 19 ατόμων, μεταξύ αυτών κι εγώ. Οι μισοί έχουν πεθάνει, είτε από ναρκωτικά είτε από AIDS. Εκτός από τις ίδιες τις ουσίες, υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι, που τότε, με την άγνοια που υπήρχε, κανείς δεν πρόσεχε: σεξ χωρίς προφύλαξη, χρήση ναρκωτικών με την ίδια βελόνα − μπορεί να βαρούσαμε και 14 άτομα από την ίδια σύριγγα. Κάποιοι γλιτώσανε, κάποιοι όχι.
— Εσένα σου άφησε κάτι απ' όλα αυτά η μακροχρόνια χρήση;
Ηπατίτιδα C έχουν σχεδόν όλοι όσοι έκαναν ενέσιμα ναρκωτικά. Παλιά ήταν δύσκολο να βρεις σύριγγα, δεν πουλούσαν ελεύθερα στα φαρμακεία. Επειδή ήταν δύσκολο να βρίσκεις συνέχεια καινούργια, βαρούσαν συνεχώς πολλοί μαζί από την ίδια. Εκείνη την εποχή όλοι πέρασαν ένα από τα νοσήματα αυτά. Εγώ μιλάω ανοιχτά γι' αυτά. Έχω αποτυπώσει και φωτογραφικά κάποια πράγματα, δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω για όσα έχω περάσει στη ζωή μου. Ζω με τον HIV και την ηπατίτιδα C. Αν είχα μόνο το ένα από τα δύο, θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα και πολύ πιο εύκολα. Αν είχα χρήματα, πάλι θα ήταν διαφορετικά, γιατί θα μπορούσα να ψαχτώ καλύτερα, να κινηθώ με μεγαλύτερη άνεση.
— Πόσα χρόνια ζεις με τον ιό του HIV και την ηπατίτιδα;
Είκοσι πέντε χρόνια. Προέρχομαι από μια γενιά που ο κόσμος πέθαινε από AIDS. Νοσηλευόμουν στο νοσοκομείο και δίπλα μου πέθαιναν άνθρωποι. Έναν που πέθανε τον έβαλα εγώ μέσα στον σάκο, γιατί η νοσοκόμα έτρεμε, δεν μπορούσε να το κάνει. Είμαι η γενιά του ΑΖΤ που επιβίωσε. Δεν υπήρχε κάτι άλλο, μόνο το ΑΖΤ. Όταν το έκαψα, βγήκε ένα άλλο που πήρα. Στο μεταξύ, το ΑΖΤ είχε μια μεταλλική γεύση που σ' έκανε να νιώθεις λες κι ήσουν ο μεταλλικός terminator. Πολύ άσχημη αίσθηση.
― Έφτασες πολλές φορές ως τον θάνατο, με πολλούς τρόπους, αλλά πάντα επιβίωνες.
Κάποιες φορές τα CD4 μου έφτασαν σε μονό αριθμό. Τότε, κάθε 10 μέρες πέθαινε κι ένας φίλος μας. Ήμουν όμως και τυχερός. Κάθε φορά που έκαιγα μια θεραπεία, έβγαινε κάτι άλλο και σωζόμουν.
— Τόσα χρόνια Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Εξάρχεια, λούμπεν, ναρκωτικά, τέχνη, ποιες προσωπικότητες γνώρισες και ποιοι σου κάνανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Ουσιαστικά, αυτό θέλω να είναι το επόμενο βιβλίο μου. Θέλω να είναι αφιερωμένο σε αυτούς που με επηρέασαν, όπως ο Δήμος Θέος, η Ζούνη, η Μπαζάκα, ο Χριστιανόπουλος, ο Mάρκου ο φωτογράφος, ο πρώτος που έκανε ασπρόμαυρο αντρικό γυμνό, o Aγγελάκας –έμενα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη ένα διάστημα, σε μια γκαρσονιέρα που είχε στη Ροτόντα−, ο Βαλαωρίτης κ.ά.
— Πώς είναι σήμερα η καθημερινότητά σου;
Ζω από τα επιδόματα, η υγεία μου είναι χάλια.
— Φοβάσαι τον θάνατο;
Παλιά καθόλου, τώρα, σκεπτόμενος όλα αυτά που πέρασα και όλο αυτό το λούκι που τράβηξα και τελικά επιβίωσα, λέω ότι δεν αξίζει να φύγω έτσι άδικα. Όχι από ματαιοδοξία να γίνω κάτι ή να αφήσω κάτι, αλλά γιατί θέλω να φύγω ευτυχισμένος και ήρεμος.
— Την πλησιάζεις την ευτυχία;
Αν μπορέσω να κάνω μια σχέση με έναν άνθρωπο που θα μπορεί να με δεχτεί ακριβώς όπως είμαι και να είναι αυτός για μένα κι εγώ για κείνον, πιστεύω ότι θα την πλησιάσω.
— Πέρασες διαστήματα με παρέες, πολύ κόσμο, φίλους, γκόμενους. Πού πήγαν όλοι αυτοί;
Φύγανε. Οι άνθρωποι πάνε παρακάτω. Πολλοί ήταν τυχάρπαστοι περαστικοί, παρέες λόγω drugs.
— Από εδώ και πέρα, πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου;
Θέλω να κάνω ένα-δυο εκθέσεις, άντε να βγάλω κι ένα-δυο βιβλία ακόμα. Υπάρχουν μερικές ιδέες από παλιά που ξεκίνησα και δεν ολοκλήρωσα και κάποια νέα πράγματα. Αυτά. Δεν βλέπω κάτι άλλο.
Τα βιβλία-λευκώματα του Μιχάλη Ηλιού «Αγόρια με τατουάζ» και «Άγιοι της πλατείας Ομονοίας στο παράθυρό μου» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Futura. Το λεύκωμα «Εξαρτημένη Πραγματικότητα» από τις εκδόσεις Οδός Πανός.