Στη χαώδη ταινία του Ζακ Ριβέτ Merry go round, η Μαρία Σνάιντερ υποδύεται τη Λεό και μαζί με τον Μπεν (Τζο Νταλεσάντρο) φτάνουν ταυτόχρονα στο Παρίσι, μετά από τηλεγραφικές παρακινήσεις της Ελίζαμπεθ, γκόμενας του Μπεν και αδελφής της Λεό. Σε αυτό το διστακτικό κι εντελώς χαλαρό αστυνομικό δράμα, αναγκαστικά υπαρξιακό λόγω εποχής (το 1977, αν και καθυστέρησε πολύ να κυκλοφορήσει στις αίθουσες) και Ριβέτ, η υπόθεση δεν έχει και τόση σημασία για τον σκηνοθέτη, όσο τον νοιάζει να πετάξει στις σκηνές τους δυο τους και να δοκιμάσει τη χημεία τους μ’ ενδιαφέρον και άνισο αποτέλεσμα.
Ο Νταλεσάντρο λύνει και δένει τα μαλλιά του και η Σνάιντερ, πιο όμορφη από ποτέ, περιφέρεται ανεπιτήδευτη, με τζιν και μπότες, τα μαλλιά της σγουρά και ανακατεμένα, το βλέμμα της χαμένο και τη φωνή της διστακτική και ψιθυριστή, όποτε δεν μαλώνει με τον συνοδοιπόρο της. Πάνω σ’ ένα σενάριο/δείγμα, ο Ριβέτ, απογοητευμένος από την κατάρρευση μιας τετραλογίας που ετοίμαζε, άφησε τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν, και, όπως η τζαζ μουσική που τους συνόδευε, βασίστηκε σε πένθιμη ατμόσφαιρα και υποθέσεις, ενθαρρύνοντας casual χειρονομίες και αυθόρμητη συμπεριφορά.
Θεώρησε υπεύθυνο τον Μπερτολούτσι για την κάπως θολή αλλά αξέχαστη μία και μοναδική λήψη, τον χαρακτήρισε ιδρωμένο γουρούνι και γκάνγκστερ και δεν του ξαναμίλησε ποτέ, ενώ με τον Μπράντο διατήρησε φιλική επαφή.
Αυτή είναι, νομίζω, η πιο χαρακτηριστική στιγμή της Σνάιντερ σε μια καριέρα με πολλές ταινίες, μικρό εκτόπισμα και μια τεράστια έκρηξη. Το Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι υπήρξε ένα σκανδαλώδες έργο για τους λάθος λόγους. Και καλά εγώ και οι συνομήλικοί μου που τρυπώσαμε με το στανιό στα 11 χρόνια μας για να δούμε πώς ο γίγας Μάρλον Μπράντο βουτύρωσε τον κώλο της μοιραίας κοπέλας με τα μεγάλα βυζιά και ενεπλάκη σε μια ακατονόμαστη πράξη, σαν κι εκείνες που μόνο σε τσόντες θα φανταζόταν κανείς. Αλλά σε ταινία τέχνης; Εκείνη την εποχή, το 1972 και λίγο αργότερα (τότε οι ταινίες που απασχολούσαν προβάλλονταν επί χρόνια), οι περισσότεροι προσπέρασαν τη μνημειωδώς οιδιπόδεια και ψυχικά θαρραλέα, ξεγυμνωτική ερμηνεία αρσενικής εμμηνόπαυσης του Μπράντο λόγω της στιγμιαίας, βίαιης πρωκτικής ασέλγειας, και κρυφά ενοχοποίησαν το κορίτσι.
Στα 20 της χρόνια, η Σνάιντερ, παρά το στυλ που λάνσαρε, με τα καπέλα και τα γουνάκια στους ώμους, την αυθάδεια και την ορμή (μια ασυνήθιστη eurogirl πλανεύτρα, αθώα, μοιραία, σοφιστικέ, σκοτεινή, αινιγματική), δεν ξεπέρασε ποτέ αυτή την ταινία, ανάγοντας τις παράπλευρες απώλειες σε ανυπολόγιστες επιπλοκές στην καριέρα και την ψυχική της υγεία. Θεώρησε υπεύθυνο τον Μπερτολούτσι για την κάπως θολή αλλά αξέχαστη μία και μοναδική λήψη, τον χαρακτήρισε ιδρωμένο γουρούνι και γκάνγκστερ και δεν του ξαναμίλησε ποτέ, ενώ με τον Μπράντο διατήρησε φιλική επαφή. Πάντα συμβούλευε τις νεαρές ηθοποιούς να μη γδύνονται για μεσήλικες σκηνοθέτες που θα προσπαθήσουν να τις πείσουν ότι κάνουν τέχνη.
Σε εστιατόρια, άλλοι μεσήλικες την έγδυναν με τα αδηφάγα κι ίσως χυδαία μάτια τους (φαντάζομαι τη στιγμή που άλειφαν το ψωμί τους). Αδιόρθωτη ή επιπόλαιη, ξαναείπε το ναι στον Μπερτολούτσι για το 1900, αλλά εκείνος την απέλυσε. Κάπου εκεί κατέρρευσε.
Η ίδια πίστευε πάντα πως η κορυφαία της παρουσία στο σινεμά ήταν στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ, αλλά και πάλι την παράσταση έκλεψαν ο Νίκολσον, η εντυπωσιακή κίνηση της κάμερας του Λουτσιάνο Τοβόλι και το αδιάκοπο κυνήγι της Ταυτότητας σε πόλεις και ερήμους, διά χειρός του μετρ της αποξένωσης Αντονιόνι. Έπαιξε το Κορίτσι που ερωτεύεται ο Ντέιβιντ Λοκ κι έκανε αυτό που ήξερε καλά, να τον ακολουθεί με μελαγχολία στα μάτια, σαν να σκιαζόταν από ένα δυσοίωνο σύννεφο. Θα μπορούσε να τριτώσει η εμπειρία της με τους μεγάλους Ιταλούς, αν δεχόταν να παίξει τη Μαρία στον Ιησού από τη Ναζαρέτ του Τζεφιρέλι, αλλά απέρριψε την προσφορά και το μετάνιωσε αργότερα.
Αν και ξεκίνησε μικρή, η Μαρία Σνάιντερ δεν βρέθηκε τυχαία στον χώρο του σινεμά. Ήταν κόρη ηθοποιού και βρέθηκε κάτω απ’ τις φτερούγες της Μπριζίτ Μπαρντό στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, απορώντας γιατί άραγε το γαλλικό σύμβολο του σεξ είχε ήδη αποφασίσει να τα παρατήσει πολύ σύντομα, πράγμα που έκανε σε μερικά χρόνια. Η Μπαρντό τη σύστησε στον Αλέν Ντελόν κι εκείνος της έδωσε μια ευκαιρία στο ξεχασμένο Madly του Roger Kahane. Το πρακτορείο της τη συμβούλεψε να μην αρνηθεί μια ταινία δίπλα στον Μπράντο κι εκείνη δέχτηκε παρά τη θέλησή της.
Όταν απέκτησε βούληση και φωνή, οι σκηνοθέτες τη θεώρησαν ξεπερασμένη, παρά τον μύθο που δημιούργησε αυτόματα με το Τανγκό. Έπεσε κι αυτή στα ναρκωτικά κι έφτασε κοντά στην αυτοκτονία. Την έσωσε ο έρωτας, αλλά επέλεξε να μην αποκαλύψει το όνομα και το φύλο της σχέσης της. Δούλευε σταθερά, σε μικρούς κυρίως ρόλους, σε χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, όπως το Mama Dracula ή οι εξαιρετικές Άγριες Νύχτες του Σιρίλ Κολάρ.
Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2011 στα 58 της, από καρκίνο. Ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας και κάποτε συμπρωταγωνιστής της στο Merry go round, Φρεντερίκ Μιτεράν, πρόλαβε να της απονείμει τον κλασικό τίτλο του Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών. Στην κηδεία, ο «άγγελός της», η Πία, τη χαιρέτισε λέγοντας «ciao, bella». Η Μπαρντό και ο Ντελόν ήταν εκεί. Σε δήλωσή του, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι είπε: «Η Μαρία με κατηγόρησε ότι της έκλεψα τη νεότητά και μόνο τώρα αναρωτιέμαι αν είχε δίκιο».
Δεν πρόλαβε να της ζητήσει συγγνώμη. Ούτε η Σνάιντερ πρόλαβε να γεράσει με αξιοπρέπεια μπροστά στην κάμερα, όσο κι αν κάποτε παραδεχόταν πως ζήλευε το μυστήριο της Γκάρμπο.
σχόλια