Όσο πιο ανεμπόδιστα λειτουργεί κανείς κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, χωρίς να αισθάνεται ότι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει κάτι έστω και για λίγο, τόσο αυξάνεται ο βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των συντρόφων και αυτό επιτρέπει πειραματισμούς και εγγυημένα αποτελέσματα
Για δεκαετίες, σε ό,τι αφορά τις έρευνες γύρω από την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, το θέμα των ήχων, που παράγονται κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, ήταν πεδίο αντιπαραθέσεων για τους επιστήμονες. Όταν δε, πριν και μετά τη σεξουαλική απελευθέρωση, προέκυψε το μείζον θέμα της προσποίησης στον οργασμό, εκεί η σοβαρή συζήτηση για τα βογκητά κατά τη διάρκεια του πάθους εξαφανίστηκε, και τη θέση της πήραν όλες εκείνες οι αποκαλυπτικές ιστορίες, που και ο φεμινισμός βοήθησε στο να έρθουν στο φως.
Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών υποκρινόταν την ερωτική απόλαυση -εις βάρος του, φυσικά- και το να φωνάζει / μιλάει / υπερβάλλει γενικώς κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, ήταν ένας τρόπος για να πειστεί ο σύντροφος ότι όλα πηγαίνουν καλά και να μη συζητηθούν ποτέ όλες εκείνες οι ανεπάρκειες που καθιστούσαν το σεξ είτε καταναγκαστικό έργο, είτε αναγκαίο κακό.
Μέχρι το 2012 που μία μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ ήρθε να αποδείξει ότι η μη λεκτική επαφή ανάμεσα στα ζευγάρια (ακόμη πιο κατανοητά: οι άναρθρες κραυγές) και οι ήχοι που παράγουν κατά τη διάρκεια του σεξ βοηθούν τόσο στην ικανοποίηση και των δύο συντρόφων, όσο και στη δημιουργία ισχυρών δεσμών... Σύμφωνα με την Elizabeth Babin, μία από τις επιστημονικές συνεργάτιδες της συγκεκριμένης έρευνας, το κλειδί στη συγκεκριμένη υπόθεση κρυβόταν στην ύπαρξη οικειότητας ή στην έλλειψη της.
«Είτε γνωρίζει κάποιος πολύ καλά τον σύντροφο του είτε όχι, το να βογκήξει είναι ο πιο απλός τρόπος για να γίνει κατανοητό αυτό που νιώθει, για να εκφράσει πράγματα που δεν λέγονται με λέξεις ή αν λέγονται με λέξεις ενοχλούν τη διαδικασία, ακόμη και για να κατευθύνει τον σεξουαλικό του παρτενέρ στο σημείο που θέλει», εξηγεί η ίδια, δίνοντας περισσότερη σημασία όχι στο αν οι δύο σύντροφοι φωνάζουν, όσο στον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο τρόπος της αναπνοής τους.
«Ο τρόπος με τον οποίο εναλλάσσεται ο ρυθμός της αναπνοής ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που έχουν βρεθεί πολύ κοντά, είναι μία ξεχωριστή διάλεκτος συνεννόησης, η οποία απαντά σε μια σειρά από ερωτήματα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Κυρίως, στο αν οι δύο σύντροφοι έχουν χημεία και αν μπορούν να επικοινωνήσουν, χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις για να το κάνουν αυτό. Δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς, μέχρι να το δοκιμάσει και μπορεί να μοιάζει μαγικό, αλλά δεν είναι: απαντά στην πρωτόγονη, ενστικτώδη πλευρά μας, αυτή που χρησιμοποιούσαμε για να επικοινωνήσουμε, πριν περάσουμε στο επόμενο επίπεδο εξέλιξης», εξηγεί ο Greg Bryant, καθηγητής επικοινωνίας, συνεργαζόμενος με το UCLA.
Φυσικά και δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να συντονίζεται ένα ζευγάρι στη λεκτική του επικοινωνία κατά τη διάρκεια της επαφής. Ωστόσο, όπως και σε όλες τις άλλες μορφές επικοινωνίας, έτσι και σ' αυτή την περίπτωση, η φλυαρία έρχεται να καλύψει, ακόμη και να αμπαλάρει όσα δεν λειτουργούν ακριβώς σωστά. Όπως εξηγεί και η Jennifer Sellers, καθηγήτρια ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Green Mountain, «ζευγάρια που ταιριάζουν, ταιριάζουν και στις μη λεκτικές μορφές επικοινωνίας και ακόμη κι αν δεν χρησιμοποιούν το ίδιο στιλ έκφρασης στην καθημερινότητα τους, αυτού του είδους η χημεία συνήθως είναι αρκετή για να αναπτύξουν ισχυρούς δεσμούς οικειότητας». Η ίδια εξηγεί ότι αυτός είναι και ο λόγος που συνήθως ακόμη και η μη λεκτική επικοινωνία του ενός συντρόφου -ήχοι, κινήσεις, στάσεις του σώματος- αναπαράγονται και από τον άλλο, όχι ως μιμητισμός, αλλά ως «καθρέφτης».
Όσο για τις φωνές, τα αγκομαχητά και όλη αυτή την υπερβολή στο σεξ, οι ειδικοί είναι κατηγορηματικοί: αν δεν υπάρχει προσποίηση ή έστω η παραμικρή προσπάθεια να υπερβάλλει κανείς εκείνη την ώρα και για οποιοδήποτε λόγο (ακόμη και για να επιβραβεύσει τις προσπάθειες του συντρόφου του), είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά στοιχεία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. «Όσο πιο ανεμπόδιστα λειτουργεί κανείς κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής, χωρίς να αισθάνεται ότι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει κάτι έστω και για λίγο, τόσο αυξάνεται ο βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των συντρόφων και αυτό επιτρέπει πειραματισμούς και εγγυημένα αποτελέσματα», καταλήγει ο Justin Lehmiller, καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Με στοιχεία από το Men's Health, PsychologyToday
σχόλια