Εικόνες από την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες και τις παραδόσεις των κατοίκων του μικρού νησιού της Λαμπεντούζα, 200 χιλιόμετρα από τις νότιες ακτές της Ιταλίας, τη στιγμή που παράλληλα συρρέουν εκεί χιλιάδες μετανάστες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Εκεί που τα μαζεύουν οι κάμερες των ειδήσεων, με τους ρεπόρτερ που πρόβαραν και εκφώνησαν ένα stand up για τη συνεχιζόμενη αδιαφορία της Ευρώπης στο μείζον σύγχρονο θέμα του προσφυγικού να αποχωρούν, περιμένοντας την επόμενη αποστολή τους, πιάνει δουλειά ο Τζιανφράνκο Ρόζι. Ο ντοκιμαντερίστας που απέσπασε Χρυσό Λιοντάρι για το Sacro Gra πριν από δύο χρόνια επανέρχεται με τη Χρυσή Άρκτο με το Fuocoammare, μια ματιά στο φαινομενικό κοντράστ ανάμεσα στη σταθερή ροή προσφύγων στη Λαμπεντούζα, το νησάκι ανάμεσα στην Τυνησία και στη Σικελία, και στην καθημερινότητα κάποιων από τους 6.000 μόνιμους κατοίκους. Πέρα από τον θόρυβο των δηλώσεων και το sensationalism των τηλεοπτικών εικόνων με τους πνιγμένους και τους «δύσμοιρους κατατρεγμένους», ο Ρόζι επικεντρώνεται στον 12χρονο Σαμουέλε, έναν ομιλητικό, εκφραστικό γιο ψαράδων που ανακατεύεται στις βάρκες, παίζει με τον φιλαράκο και τη σφεντόνα του, ισορροπεί ανάμεσα στο παιχνίδι και στο σχολείο και κάνει τις βόλτες του στον ίδιο τόπο που σε όλη του τη ζωή, δηλαδή από την αρχή του 21ου αιώνα, που η ταπεινή κοινωνία της Λαμπεντούζα έμαθε να ζει με τα δεδομένα των αναγκαστικών επισκεπτών της, σχεδόν αγόγγυστα, αθόρυβα, ασάλευτα.
Η επιδίωξη του Ρόζι δεν είναι η μπαναλιτέ μιας τραγωδίας ή, φευ, η απαξίωσή της μέσω της θεματικής απόκρουσης (δηλαδή, ας επικεντρωθούμε στους ντόπιους, σαν να μην υπάρχουν οι πρόσφυγες) αλλά η παρατήρηση μιας πραγματικότητας, δίνοντας το αληθινό εκτόπισμα και το ποσοστό της προσθήκης των νέων «περαστικών» στη ζωή των παλιών κατοίκων. Κάνοντας χρέη οπερατέρ και ηχολήπτη, με μια ευκίνητη Arriflex κάμερα, ο Ρόζι θέλησε αρχικά να γυρίσει μια μικρού μήκους για το θέμα, αλλά παρέμεινε έναν χρόνο στο νησί, καταλήγοντας στη Φωτιά στη θάλασσα (ο τίτλος βασίζεται στην αφήγηση μιας γηραιάς κυρίας για τον πόλεμο και σε ένα παλιό τραγούδι), θεωρώντας πως όσα είδε δεν χωράνε παρά μόνο σε ολοκληρωμένη μεγάλου μήκους ταινία. Πιστός στην πρακτική της ανεπαίσθητης παρέμβασης στα θέματα που πραγματεύεται, αλλά με περισσότερο συναίσθημα εδώ σε σχέση με τις κοινωνικές ομάδες των προηγούμενων ταινιών του (λιγότερο ανθρωπολόγος και πιο έντονα κοινωνιολόγος στο Fuocoammare), ο Ρόζι λειτουργεί εντελώς αντίθετα από έναν πολιτικό ακτιβιστή με κάμερα: με την τεχνική του υπαινιγμού, σε έναν ρυθμό εναρμονισμένο με την ήπια, ανθρώπινη αδράνεια της ιταλικής επαρχίας τον χειμώνα, πετυχαίνει πολύ περισσότερα βάζοντας τον μικρό Σαμουέλε να ομολογεί στον γιατρό που τον εξετάζει για το τεμπέλικο μάτι του πως νιώθει, γενικά, άγχος, μια ανεπεξέργαστη υπαρξιακή αγωνία, άμεσα και αυθεντικά δοσμένη. Με τον τρόπο του ο Ρόζι μόνο αμέτοχος δεν μένει μπροστά στο θέαμα των νεοαφιχθέντων νεκρών, ζωντανών ή σε ημιθανή κατάσταση από τις τραυματισμένες χώρες, στην εσχατιά της νότιας Ευρώπης. Με λίγα πλάνα δίνονται οι πληροφορίες, χωρίς αφήγηση και υπέρτιτλους, αλλά με γνώμονα την απορρόφηση στον συγκεκριμένο τόπο, μακριά από υπερτονισμούς και εμπρηστική αλληλεγγύη. Στην εισαγωγή της ταινία του στην Αθήνα, ο Ρόζι απηύθυνε έκκληση βοήθειας, αποδεικνύοντας πως υπάρχει καλλιτεχνικός τρόπος για να την εκφράσει.
σχόλια