Ήταν γύρω στο '97, όταν έπεσε στα χέρια μου, στο Μοναστηράκι, ένας δίσκος του βραζιλιάνου Raul Seixas. Δεν γνώριζα ούτε τον Seixas, ούτε τον δίσκο του εννοείται, το "Krig-ha, bandolo!" του 1973, είχα όμως συνηθίσει ν' αγοράζω παράξενα LP απ' οπουδήποτε στον κόσμο, οπότε ποντάριζα άφοβα – και, εδώ που τα λέμε, σπανίως διαψευδόμουν. Σπανίως έπεφτα σε φόλα. Τότε ήταν, όταν ανακάλυψα για πρώτη φορά το όνομα του Paulo Coelho ως στιχουργού σ' ένα άλμπουμ.
Η δεύτερη φορά ήταν λίγο πιο μετά, όταν ο αείμνηστος φίλος και συνεργάτης στο περιοδικό Jazz & Τζαζ Γιάννης Αδαλόπουλος, μέγας λάτρης της βραζιλιάνικης κουλτούρας και των μουσικών του κόσμου, μού έφερε από ένα ταξίδι του στη μακρινή χώρα 2-3 δίσκους, ως δώρο, και ανάμεσά τους έναν της Rita Lee, της τραγουδίστριας των Mutantes (το συγκρότημα-έμβλημα της tropicália, της «βραζιλιάνικης ψυχεδέλειας» για να το πούμε πιο απλά). Κι εκεί, στο άλμπουμ "Entradas e Bandeiras" του 1976, υπήρχαν τρία τραγούδια βασισμένα σε στίχους του Paulo Coelho. Ο παγκόσμιος συγγραφέας του Αλχημιστή, του Πέμπτου Βουνού και του Ζαχίρ είχε ξεκινήσει την καριέρα του, πολλά χρόνια πριν γίνει παγκόσμια γνωστός (και) σαν στιχουργός. Όπως είχε πει και ο ίδιος:
«Όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, το 1962, ήθελα να γίνω συγγραφέας, να φοράω γυαλιά, να κυκλοφορώ αχτένιστος και να είμαι τον μισό καιρό θυμωμένος και τον άλλο μισό σε κατάθλιψη. Να μη με καταλαβαίνει η γενιά μου. Μέχρι που μια μέρα ένας τραγουδιστής του ροκ μού ζήτησε να γράψω στίχους για τα τραγούδια του, με τράβηξε μακριά από την αναζήτησή μου για την αθανασία και με έβαλε ξανά στο δρόμο των καθημερινών ανθρώπων».
(από το promo βιβλιαράκι των εκδόσεων Α.Α. Λιβάνη/ Sant Jordi Acociados Agencia Literaria, το αφιερωμένο στον Coelho)
Αυτός ο «τραγουδιστής του ροκ», για τον οποίο κάνει λόγο ο Coelho, ήταν ο Raul Seixas. Ποιός ήταν όμως, στην πράξη, ο Seixas; Σίγουρα ένας από τους πιο σημαντικούς ροκ τραγουδοποιούς που είχε αναδείξει εκείνη την εποχή η Βραζιλία.
Ο Coelho είχε ήδη εισχωρήσει στο σατανισμό και τη μαύρη μαγεία, αρχίζοντας παράλληλα να αποκτά «όνομα» στη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για τον Seixas, όμως, ήταν απλώς ο άνθρωπος που θα του άνοιγε την πόρτα σ' έναν άλλο κόσμο.
Παίρνοντας γραμμή από τη Ζούγκλα του Μαυροπίνακα και από τα πρώτα άσματα του Έλβις, ο Raul Seixas (1945-1989) ήδη από τα δώδεκά του(!) σχηματίζει το πρώτο του συγκρότημα, τους Panthers, τους οποίους μετονομάζει σε Raulzito e Os Panteras εκεί προς τα μέσα των sixties, όταν οι... άνεμοι της αλλαγής είχαν παραπετάξει κι αυτόν ακόμη το «βασιλιά» στα αζήτητα.
Οι ηχογραφήσεις τους σ' ένα μπιτλικό ψυχεδελικό στυλ (ανάμεσά τους και το "Você ainda pode sonhar", δηλαδή το "Lucy in the sky with diamonds") δημιούργησαν μια κάποια εντύπωση σ' ένα πιο ψαγμένο κύκλωμα, αν και θα έπρεπε να περάσουν λίγα ακόμη χρόνια προκειμένου o Seixas να δείξει σε πληθώρα το ταλέντο του – όταν αποφασίζει να συνδέσει το αγαπημένο του ροκ εν ρολ, δηλαδή, με την tropicália και τους ήχους της αφροβραζιλιάνικης θρησκείας Candomblé δημιουργώντας ένα ολίγον παράταιρο, αλλά συναρπαστικό χαρμάνι.
Κομβικό σημείο σ' αυτήν την αλλαγή πλεύσης τού Seixas, πρακτική-μουσική και θεωρητική, αποτελεί η γνωριμία του με τον Paulo Coelho, Από το official fun club του Coelho διαβάζουμε:
«Ο Raul Seixas και ο Paulo Coelho συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το 1971. Ο Raul διάβαζε όσα κείμενα σχετίζονταν με τους ιπτάμενους δίσκους στο περιοδικό "2001" που διηύθυνε ο Coelho και συνεπαρμένος από 'κείνα αποφασίζει να τον γνωρίσει – έτσι κάπως προσκαλεί τον Paulo στο διαμέρισμά του για να φάνε, ν' ακούσουν μουσική και βασικά, για να του προτείνει να γράψει στίχους στα καινούρια του τραγούδια».
Ο Coelho είχε ήδη εισχωρήσει στο σατανισμό και τη μαύρη μαγεία, αρχίζοντας παράλληλα να αποκτά «όνομα» στη δημοσιογραφία και το θέατρο. Για τον Seixas, όμως, ήταν απλώς ο άνθρωπος που θα του άνοιγε την πόρτα σ' έναν άλλο κόσμο.
Ο συγγραφέας του Αλχημιστή πάντα μέσα σ' ένα πνευματικό ψάξιμο, το οποίο «υποβοηθούσαν» η κάνναβη, αλλά και η γενικότερη hippy culture (όπως έφτανε, στη Βραζιλία τής εποχής, με τη sixties αδράνεια των προηγούμενων χρόνων), προσκαλεί το φίλο του Raul να μάθει για τη «μυστική κοινωνία» Astrum Argentum, τής οποίας ο ίδιος ήταν μέλος. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια μυστικο-φιλοσοφική οργάνωση, βασισμένη στη διδασκαλία του Aleister Crowley (νάτος πάλι...), ο οποίος επηρέαζε μέσω του έργου του όλο και πιο έντονα τόσο τον Coelho, όσο και τον Seixas.
Η αρχή της συνεργασίας τους, στο τραγούδι, ξεκινά με το άλμπουμ "Krig-ha, bandolo!" (από μια πολεμική κραυγή του Ταρζάν), που κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1973. Από τα δέκα κομμάτια τού LP στίχους του Coelho είχαν τα "As minas do rei Salomão", "A hora do trem passar", "Al Capone", " Rockixe" και "Cachorro urubu". Στο "Rockixe" (ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λέξεις rock και maxixe = τοπικός χορός που μοιάζει με τάνγκο) ο Coelho μεταφέρει κάτι από το κλίμα της χίπικης ζωής στη Βραζιλία. Λέει:
Κοίτα με αν με νοιώθεις, κοίτα τα καινούρια μου παπούτσια
Το πολύχρωμο παντελόνι μου, το νέο τρόπο ζωής μου
Είμαι τόσο όμορφος, αν και πολύ περισσότερο τεμπέλης
Έμαθα να κάθομαι ήσυχος, και να ξεκινάω τα πάντα απ' την αρχή.
Το άλμπουμ πάει πολύ καλά, εμπορικά, με τους Seixas και Coelho να απολαμβάνουν την επιτυχία τους μ' ένα ταξίδι στην Αμερική, στο οποίο γνωρίζουν τον John Lennon. Στην επιστροφή τους στη Βραζιλία βγαίνουν στην τηλεόραση, μιλούν για το ταξίδι, αλλά και για το πώς αντιμετώπισε ο μεγάλος Μπητλ τις ιδέες τους περί Εναλλακτικής Κοινωνίας. Ο Lennon φαίνεται πως τους είχε ενθαρρύνει να προχωρήσουν...
Καθώς η δημοφιλία τού ντουέτου Seixas-Coelho μεγάλωνε, ο Paulo και ο Raul άρχισαν να νοιώθουν πως ήταν καιρός να περάσουν από τα λόγια στα έργα, πως είχε φθάσει η ώρα, δηλαδή, για μια πραγμάτωση της Εναλλακτικής Κοινωνίας κατά το πρότυπο του Aleister Crowley στη Cefalù της Σικελίας, στη δεκαετία του '20.
Έτσι, βάζουν πλώρη για το σχέδιό τους, που θ' αναπτυσσόταν κάπου στην Paraíba do Sul, στην Πολιτεία Minas Gerais (όπου θα είχαν τη δική τους έκταση) παράλληλα με την κυκλοφορία ενός δίσκου – του πολύ επιτυχημένο "Gitâ" [Philips, 1974], που ήταν επηρεασμένο από την Bhagavad-Gita (ιερό σανσκριτικό κείμενο) και που έγινε «χρυσό». Εκεί, ανάμεσα, και το "Sociedade alternativa" (σε στίχους του Coelho φυσικά), όπου επευφημείται η ιδέα της Εναλλακτικής Κοινωνίας, στηριγμένη στο The Book of the Law (του Crowley) και στη διδασκαλία της Thelema. Στο τραγούδι, που είναι πολύ καλό σαν τραγούδι (το έχει τιμήσει ακόμη και ο Bruce Springsteen) επευφημείται η Sociedade Aleternativa, ενώ κάπου ακούμε, σ' ένα δεύτερο επίπεδο στίχους σαν και τούτους:
O número 666
Chama-se Aleister Crowley
Viva! Viva!
Viva! A Sociedade Alternativa (...)
A Lei de Thelema
Έτσι, ήταν φυσικό και οι συναυλίες τους να μετατρέπονταν σ' ένα θέαμα, διανθισμένο πάντα με μυστικιστικές και φιλοσοφικές δοξασίες, που προπαγάνδιζε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής – και που σε κάθε περίπτωση έμοιαζε να πηγαίνει κόντρα στα πολιτικοκοινωνικά ήθη της εποχής.
Όπως διαβάζουμε στο e-book του Fernando Morais "Paulo Coelho/ A Warrior's Life" [Harper Collins] το τριήμερο 10-12 Μαΐου 1974 διοργανώνεται στην πρωτεύουσα Μπραζίλια το Φεστιβάλ των Εθνών, με τη συμμετοχή και των Seixas-Coelho. Η χούντα τούς καλεί να δηλώσουν τι θα τραγουδήσουν δημοσίως. Όλα τα τραγούδια θα «περάσουν» εκτός από το "Sociedade Aleternativa", το ρεφραίν του οποίου ουσιαστικά εκβιάζεται από το πλήθος και ακούγεται στη γιορτή. Ήταν η αρχή του τέλους της Εναλλακτικής Κοινωνίας...
Η χούντα, που πριν λίγους μήνες, στο τέλος του '73, είχε εξαρθρώσει σε μια αιματηρή επιχείρηση (με δεκάδες νεκρούς) τις τελευταίες εστίες του κομμουνιστικού αντάρτικου Araguaia και που έβλεπε την Sociedade Aleternativa σαν μία εν δυνάμει απειλή (που μέσω της μουσικής θα μπορούσε να έχει τεράστια διάχυση και απήχηση) αποφασίζει να λάβει τα μέτρα της. Με μια μικρής κλίμακας επιχείρηση μπαίνει στο «στρατηγείο» της Κοινωνίας, την 27 Μαΐου 1974, συλλαμβάνει τους Seixas και Coelho, καταστρέφοντας έντυπο και άλλο υλικό, οδηγώντας αμφότερους στη φυλακή.
Ευτυχώς οι δύο φίλοι θα μείνουν λίγες μέρες εγκλεισμένοι, γιατί οι αρχές θα προτιμήσουν να τους διώξουν από τη χώρα (στέλνοντάς τους στην Αμερική), παρά να τους κρατούν εκεί. Θα αναγκαστούν όμως να τους επιτρέψουν την είσοδο ξανά στη Βραζιλία, στα τέλη Αυγούστου τού '74, όταν το άλμπουμ "Gitâ" ακουγόταν, πλέον, παντού στη χώρα, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Δεν θα μπορούσε να κάνουν κι αλλιώς...
Seixas και Coelho δεν θα σταματήσουν φυσικά να συνεργάζονται, κι έτσι μια καινούρια φουρνιά με τραγούδια τους θα βρει διέξοδο στη δισκογραφία προς το τέλος της επόμενης χρονιάς (1975) κάτω από τον τίτλο "Novo Aeon" [Philips], με τους δυο τους να γράφουν τα τέσσερα από τα δεκατρία tracks του δίσκου ("Rock do diabo", "Caminhos", "Tú És o MDC da minha vida", "A verdade sobre a nostalgia"). Το άλμπουμ δεν είχε την επιτυχία των προηγουμένων, διατηρώντας πάντως κάποια μυστικιστικά χαρακτηριστικά που σχετίζονταν με τo πέρασμα στην εποχή του Υδροχόου (Νέος Αιών).
Η τελευταία μεγάλη συνεργασία τους θα ήταν στο άλμπουμ "Há 10 Mil Anos Atrás" [Philips, 1976], στο οποίο ο Coelho είχε γράψει σχεδόν όλους τους στίχους. Και εδώ ο τίτλος «Γεννήθηκα 10 χιλιάδες χρόνια πριν» παραπέμπει στο πέρασμα στη Νέα Εποχή, με το τραγούδι "Love is magick" (είχε κοπεί μόνο σε 45άρι) να δηλώνει πίστη στις ιδέες του Aleister Crowley (το "k" στο "magick" ήταν η... παρέμβαση τού «Μάγου του Αιώνα» στη λέξη, για να διακρίνεται από την απλή "magic"). Σ' αυτό το τραγούδι, όμως, οι στίχοι δεν ανήκαν στον Coelho, αλλά στη σύντροφο τού Seixas, την Glória.
Ο Coelho, που θα δουλέψει και σαν executive στην PolyGram και την CBS, δεν θα σταματήσει να συνεργάζεται με τον Seixas, δίνοντας στιχάκια του και σε άλλους συνθέτες/τραγουδιστές της περιόδου (Rita Lee, Sonia Santos, Zé Rodrix, Elis Regina, Sidney Magal, Magda Teresa...) εγκαταλείποντας χοντρικά τη στιχουργική στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν και θα επιλέξει να αφιερωθεί στη συγγραφή.
Όπως διαβάζουμε και στο έντυπο των Α.Α. Λιβάνη/ Sant Jordi Acociados Agencia Literaria:
«O Coelho αφήνει τη δουλειά του ως στελέχους της δισκογραφικής εταιρείας Polygram για να ταξιδέψει στην Ευρώπη (από τη Ρουμανία στη Νορβηγία) με την σύντροφό του Κριστίνα. Στη Γερμανία επισκέπτεται το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, όπου βλέπει σε όραμα έναν άντρα, ο οποίος αργότερα θα αποδειχτεί πως ήταν ο μετέπειτα δάσκαλός του στο τάγμα R.A.M. (σ.σ. η αδελφότητα Regnus Agnus Mundi, για την οποία διαβάζουμε στο Ημερολόγιο ενός Μάγου). Με την παρότρυνση του δασκάλου του, σε ηλικία 39 ετών αποφασίζει να ακολουθήσει ως προσκυνητής τον Δρόμο του Αγίου Ιακώβου, όπου έχει την εμπειρία μιας Αποκάλυψης. Μένει για ένα διάστημα στην Ισπανία και γράφει το Ημερολόγιο Ενός Μάγου, ένα μυθιστόρημα στο οποίο αφηγείται τα βιώματά του, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στο μυστικιστικό μονοπάτι τής ανακάλυψης του εαυτού του.
Μετά από μερικές αναποδιές καταφέρνει, τελικά, να εκδώσει τον Αλχημιστή (1988), που του φέρνει φήμη και τον μετατρέπει σε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο – έναν από τους συγγραφείς της εποχής μας με τους περισσότερους αναγνώστες και τη μεγαλύτερη επιρροή».