Η σεζόν διαφαινόταν συναρπαστική για τον Ανγκ Λι. Αμέσως μετά τη «Ζωή του Πι», που του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ Σκηνοθεσίας και τεράστια εμπορική επιτυχία, θέλησε να ανεβάσει τον πήχη, που λένε και στα γραφεία Τύπου. Αποφάσισε να πειραματιστεί με την εικόνα, την ανάλυση και την ποιότητά της για να τονίσει τον ρεαλισμό των στρατιωτών που επιστρέφουν προσωρινά στην πατρίδα μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, και ένας από αυτούς, ο Μπίλι Λιν, ανακαλεί στη μνήμη του τις έντονες στιγμές της μάχης. Τη διαφορά στην αίσθηση της θέασης έκρινε πως θα έκαναν τα καρέ ανά δευτερόλεπτο. Ο πρώτος που είχε σπάσει το κλασικό φορμά των 24 εικόνων ανά δευτερόλεπτο ήταν ο Πίτερ Τζάκσον, διπλασιάζοντάς τα στο «Hobbit». Ο Λι είχε στον νου του να ανέβει στα 60 για το βιογραφικό δράμα για τον Μοχάμεντ Άλι, σχέδιο που δεν έχει πραγματοποιηθεί, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Με τον διευθυντή φωτογραφίας Τζον Τολ, επίσης βραβευμένο με 2 Όσκαρ, κατέληξαν στα 120 καρέ ανά δευτερόλεπτο, δηλαδή 10 ολόκληρες φορές πάνω από αυτό που το ανθρώπινο μάτι μπορεί ιστορικά να αντιληφθεί ως φυσική κίνηση. Υπήρξαν μερικές παρενέργειες, όπως ειδικό μακιγιάζ από σιλικόνη για να μη φαίνονται καθόλου βαμμένα τα πρόσωπα στα πολλά κοντινά πλάνα και έξτρα φώτα για να ισορροπήσουν την υπερβολική ανάλυση. Διότι, εκτός από τα πολλά καρέ που δημιουργούν, στα χαρτιά, μια αίσθηση hyperrealism (όχι σουρεαλισμού), η ταινία γυρίστηκε σε 4Κ, που σημαίνει 4 φορές πάνω από τις 1.080 γραμμές της λεγόμενης υψηλής ανάλυσης, και σε τρεις διαστάσεις.
Με την ταινία αυτή, ο Ανγκ Λι δεν απέτυχε καθόλου. Εν μέρει, αστόχησε. Και σίγουρα ατύχησε. Συμβαίνει και στους καλύτερους, και έχει τύχει στον ίδιο ξανά, πριν από χρόνια, με το ξεχασμένο γουέστερν «Καλπάζοντας με τον Διάβολο».
Οι πρώτες προβολές αποσπασμάτων έναν χρόνο πριν από την επίσημη κυκλοφορία ενθουσίασαν τους τυχερούς και το buzz έδειχνε παραπάνω από θετικό. Η avant premiere έγινε στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης και, παρά την προσμονή, το μεγάλο θέατρο δεν μπορούσε να τηρήσει τις προδιαγραφές όλων αυτών των τεχνικών αρετών που συνεπάγονται, αναγκαστικά, περιορισμούς κι έτσι προτιμήθηκε μια αίθουσα 300 θέσεων, όπου μάλιστα βγήκαν εκτός οι τρεις πρώτες σειρές, διότι δεν βρίσκονταν στη σωστή απόσταση λόγω του 3D. Το πρώτο Σαββατοκύριακο, ο Μπίλι Λιν και η σύντομη περιφορά του στο ημίχρονο ενός αγώνα football, όπως σημαίνει ο τίτλος στα ελληνικά, έσκισε στα εισιτήρια, καθώς παίχτηκε μόνο στις 2 αίθουσες των ΗΠΑ που ήταν επαρκώς εφοδιασμένες με τα τεχνικά χαρακτηριστικά που απαιτούνταν, τους ειδικούς laser προβολείς και την ενισχυμένη, δυναμική συχνότητα στο dolby − οι υπόλοιπες τρεις βρίσκονταν εξωτικά ακροβολισμένες στη Σανγκάη και στην Ταϊπέι. Μετά το μικρό ρεκόρ ανά αίθουσα, ήλθε το πατατράκ, με την ταινία να ανοίγει σε πάνω από 1.000 αίθουσες και να συναντά την αδιαφορία του κοινού, με εισπράξεις πολύ κάτω από τις προσδοκίες και τη δεκάδα της εβδομάδας εκείνης. Όποτε συμβαίνει αυτό σε ντελικάτες, εμπορικά αμφίβολες ταινίες που προέρχονται από στούντιο, η τύχη τους στο εξωτερικό κρίνεται ανά περίπτωση και συνήθως δεν εξάγονται «θεατρικά», ως απορριπτέες − αυτό που λένε reject. Κοινώς, τρώνε πόρτα και βγαίνουν απευθείας σε DVD ή διατίθενται για streaming, ενοικίαση και πώληση. Το αν θα εκπαραθυρωθούν ή όχι το αποφασίζει κατά κύριο λόγο το ίδιο το στούντιο, ακόμη κι αν η χώρα που νόμιζε και υπολόγιζε πως θα το πρόβαλλε, είτε γιατί εκπροσωπεί το στούντιο βάσει συμβολαίου είτε γιατί το τοπικό γραφείο είναι κάτι σαν παράρτημα, ζητήσει να γίνει εξαίρεση. Προβλέποντας λογιστικά την απώλεια σε συνολικό βαθμό, η παραγωγός εταιρεία αποφεύγει τα επιπλέον σπασμένα, διότι ακόμα και την εποχή του ψηφιακού και των προβολών με DCP, άρα με μείον το μεγάλο έξοδο της κόπιας σε φιλμ, κάποιοι δεν θέλουν να σπαταλήσουν ούτε ένα ευρώ σε ένα «άρρωστο άλογο». Ακόμη κι αν έχουν άδικο, κανείς δεν μπορεί να τους αλλάξει γνώμη. Η ταινία πλέον έχει ελάχιστο παράθυρο αναμονής από την αίθουσα στην οικιακή/ιδιωτική προβολή και σε λίγες εβδομάδες διατίθεται στη home cinema αγορά, ούτως ή άλλως.
Προσωπικά, την είδα στον projector που έχω εδώ και λίγο καιρό για να βλέπω τις παλιές ταινίες ή εκείνες που δεν πρόλαβα να δω κανονικά σε αίθουσα και αξίζουν πραγματικά μια μεγαλύτερη οθόνη, έναν πολύ οικονομικό Optoma (τεχνολογίας DLP, με έμφαση στα «μαύρα» και στην προσομοίωση ατμόσφαιρας και ύφους σινεμά) που αγόρασα φτηνά όταν οι τιμές των HD προβολικών έπεσαν δραματικά με την έλευση των 4Κ. Το ίδιο συνέβη με τις κάποτε εξαιρετικά ακριβές τηλεοράσεις, τώρα που η υψηλή ευκρίνεια είναι ρουτίνα − κανείς δεν φανταζόταν πόσο πολύ και σε πόσο γρήγορους ρυθμούς θα εκλαϊκευόταν η υψηλή ποιότητα. Όσο όμως ανεβαίνει η ανάλυση, τόσο μου φαίνεται ψεύτικη η κινηματογραφικότητα της εικόνας, σαν μια γυαλάδα να επικαλύπτει το συμμάζεμα των pixels και να προδίδει την κίνηση της κάμερας, ειδικά την πανοραμική, με το ανθρώπινο δέρμα να ασφυκτιά σε μια πλαστική ομοιομορφία. Τα δε κοντινά είναι μια κανονική καταστροφή: αντί να προσέχει ο θεατής τις εκφράσεις, τα αγγεία και οι πόροι κάνουν πάρτι! Αγόρασα λοιπόν το «Billy Lynn» σε ποιότητα Βlu-ray και, πρακτικά, όλες οι προχωρημένες τεχνικές κατέβηκαν στο επίπεδό του, κάτι που δεν είναι αμελητέο, αλλά σίγουρα δεν φτάνει στο ύψος που επιθυμεί ο δημιουργός του. Αυτό που πρόσεξα ήταν μια καθαρή, κατά τόπους λαμπερή εικόνα, με διαύγεια στις σκηνές των πυροτεχνημάτων μέσα στο γήπεδο, και, ως επί το πλείστον, απουσία τεχνητής και τεχνικής παρεμβολής. Το επισημαίνω γιατί οι κριτικοί που είδαν την ταινία στην πρώτη προβολή, και προφανώς περίμεναν λαγούς με πετραχήλια, δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου. Άλλοι μίλησαν για επίπεδο αποτέλεσμα και κάποιοι δεν διέκριναν τίποτα ξεχωριστό, συνεπώς τσάμπα ο θόρυβος και οι τυμπανοκρουσίες. Ακόμη κι αν υποστήριζα το 4Κ, δεν είμαι σίγουρος πως θα έμενα με το στόμα ανοιχτό, γιατί φαντάζομαι πως πρέπει να συντρέχουν όλοι οι παράγοντες για το θαύμα που δεν έχει προηγούμενο. Όσον αφορά το περιεχόμενο, οι γνώμες ήταν μάλλον αρνητικές, με λίγους ειδικούς να βγάζουν θετικό πόρισμα. Ανεξάρτητα από τον πειραματισμό, το «Billy Lynn's halftime walk» είναι καλή ταινία, ένα story που ασχολείται με το γνωστό θέμα της εμπλοκής της Αμερικής στο Ιράκ, στα ηρωικά και πένθιμα μεθεόρτια του 9/11, και καταφέρνει να ξεφύγει από τον σωρό και να επικεντρωθεί, χωρίς να «διανοουμενίζει» στο ελάχιστο, στην πολλαπλή έννοια της έκθεσης: οι στρατιώτες ρίχνονται στον πόλεμο, σταδιακά γίνονται ομάδα, χάνουν έναν αρχηγό που τους εμπνέει, έρχονται ακόμη πιο κοντά, επιστρέφουν στο Τέξας παρασημοφορημένοι και προσεγγίζονται από έναν μάνατζερ που τους προτείνει ένα συμβόλαιο για κινηματογραφική μεταφορά των βιωμάτων τους στη μάχη, την ίδια στιγμή που καλούνται να τιμήσουν τον τόπο όπου μεγάλωσαν και να εμφανιστούν στο ημίχρονο ενός τοπικού αγώνα ποδοσφαίρου, δηλαδή να εκτεθούν ως πολύτιμα, πατριωτικά θηράματα στο κατεξοχήν show της αμερικανικής κουλτούρας, εκεί όπου παρελαύνουν ένστολοι, μαζορέτες, παράγοντες, ως και οι Destiny's Child, με τον κόσμο στις κερκίδες της αρένας να απολαμβάνει τα θεάματα, τρώγοντας και πίνοντας, στο ενδιάμεσο του κυρίως μενού. Ο Μπίλι Λιν, νεαρός, παρθένος και ευαίσθητος (τον υποδύεται σωστά ο Βρετανός Τζο Άλγουιν, που θα πρωταγωνιστήσει στην επόμενη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, το δράμα εποχής «The Favorite», μαζί με την Έμα Στόουν) έχει τραυματικά οράματα από τη μάχη σώμα με σώμα με τον εχθρό και τον θάνατο του αγαπημένου του συμπολεμιστή και το σκέφτεται σοβαρά να ενδώσει στις προτροπές της αγαπημένης του αδελφής και να μην επιστρέψει στο μέτωπο, επικαλούμενος ψυχολογικά προβλήματα, προδίδοντας ωστόσο ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των «αδελφών» του − σε ένα μετέωρο καθεστώς συγκινησιακής σύγχυσης, αντίστοιχο του Ντιμίτρι Μάρτιν στο «Taking Woodstock», και πάλι του Ανγκ Λι.
Ο τρόπος που ο Ταϊβανός σκηνοθέτης κόβει ανάμεσα στο Ιράκ και στο Τέξας τη μακριά λιμουζίνα που μεταφέρει τους χαρούμενους στρατιώτες και το τανκ που στέγαζε την αγωνία τους, τη συνεχώς πυροδοτούμενη ένταση και τις φευγαλέες στιγμές χαλάρωσης, το πατρικό σπιτικό με την καινούργια οικογένεια, το deal με τον πονηρό πρόεδρο της ομάδας για μια πιθανή επένδυση στο Χόλιγουντ, με ελάχιστο αντίτιμο, και τις ανάμεικτες αντιδράσεις των θεατών του ματς δείχνει για άλλη μια φορά πως ο Λι μόνο τυχαίος δεν είναι. Χωρίς να υπονομεύει το κατόρθωμα νέων παιδιών που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και υπηρετούν τη χώρα ανάλογα με τα πιστεύω και το επίπεδό τους, εμποτίζει την προσωπική διαδρομή του Λιν με μια βουδιστική ματιά ενδυνάμωσης από την εμπειρία και τη γνώση. Με την ταινία αυτή, ο Ανγκ Λι δεν απέτυχε καθόλου. Εν μέρει, αστόχησε. Και σίγουρα ατύχησε. Συμβαίνει και στους καλύτερους, και έχει τύχει στον ίδιο ξανά, πριν από χρόνια, με το ξεχασμένο γουέστερν «Καλπάζοντας με τον Διάβολο». Όπως διέγνωσε η «Guardian», η εμπορική τύχη της ταινίας ήταν ούτως ή άλλως νεφελώδης, αφού καμιά κινηματογραφική απόπειρα με θέμα τον πόλεμο στο Ιράκ, με μοναδική εξαίρεση το «American Sniper», δεν έχει φέρει πίσω τα λεφτά της, ειδικά όταν πακετάρεται και προωθείται ως δράμα και όχι ως περιπέτεια δράσης.
Και σε έναν πιο εγχώριο τόνο, η δημιουργική χρονιά του Λι κάλπασε ακόμη περισσότερο με τον διάβολο, αφού η επίσης διαφημισμένη πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία, έστω και μέσω Skype, και μάλιστα στην Ελλάδα, με πρωταγωνίστρια την Πέμη Ζούνη στο Ίδρυμα Κακογιάννη, και πάλι με τη βοήθεια της τεχνολογίας (ολογράμματα και διαφορετικά σκηνικά), πέρασε στη σφαίρα της ηθικής και, ίσως, ποινικής αναξιοπρέπειας, αφού αποκαλύφθηκε από το γραφείο Τύπου του πως ο ίδιος δεν είχε ιδέα πως θα σκηνοθετούσε το «... Και Ιουλιέτα» του Άκη Δήμου, και φυσικά δεν ήλθε ποτέ για να ενημερωθεί για το τι θα έκανε. Μετά το διπλό χτύπημα, ό,τι και να κάνει στη συνέχεια θα είναι κέρδος.