ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
0

Όπως λέει και το τετριμμένο λογοτεχνικό κλισέ, το σύμπαν συνωμότησε υπέρ της Μπάρμπαρα Στράιζαντ, όταν εκείνη αποφάσισε πως θα αλώσει και την ασημένια οθόνη, μετά τον χώρο του τραγουδιού. Το «Funny Girl» είχε σκίσει ήδη στο Broadway, με τη Στράιζαντ να θριαμβεύει στον ρόλο της Φάνι Μπράις − αν και δεν κέρδισε το Tony το 1964, τη χρονιά του «Hello Dolly» και του ρόλου ζωής της Κάρολ Τσάνινγκ. Η Sony ήθελε τη Σίρλεϊ Μακλέιν στον πρώτο ρόλο, αλλά ο παραγωγός Ρέι Σταρκ είχε μόνο μία επιλογή στο μυαλό του και αυτή δεν ήταν άλλη από τη νεαρή, καλλίφωνη, αντικειμενικά ασχημούλα μέσα στην ethnic αθωότητά της κοπέλα από το Μπρούκλιν, η οποία ξεκίνησε δυναμικά και κατέκτησε το κοινό με την αντικειμενικά καταπληκτική, αγγελική φωνή της. Άλλωστε, από τη στιγμή που η βιογραφία της διάσημης κωμικού της δεκαετίας του '20 και του '30 γράφτηκε στο ύφος του μιούζικαλ ιδιώματος, και όχι ως δράμα, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, με πιθανή πρωταγωνίστρια τη Μέρι Μάρτιν, η Στράιζαντ διέθετε τη χτυπητή ομοιότητα και τη συγγενή «εβραϊκότητα» με την Μπράις, απαραίτητα συστατικά για να διατηρηθεί η αληθοφάνεια στη μεταφορά στη σκηνή και στο σινεμά στη συνέχεια. Μετά από αλλαγές σκηνοθετών, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ αντικατέστησε τον Σίντνεϊ Λιούμετ και δήλωσε ενθουσιασμένος με τον... ενθουσιασμό της Στράιζαντ, συγκρίνοντας την ορμή της με εκείνη της αγαπημένης του ηθοποιού από τις χρυσές εποχές των studio, της Μπέτι Ντέιβις. Από την άλλη, η Στράιζαντ δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο θρυλικός Γουάιλερ και όταν της είπαν πως είναι εκείνος που πήρε ένα από τα τρία του Όσκαρ για τον «Μπεν Χουρ», ξαφνιασμένη, γύρισε και ρώτησε: «Ποιο, το έργο με τα άρματα; Από ανθρώπους σκαμπάζει;».

Όπως έφαγε το ένα a από το Barbara για να είναι μοναδική, αλλά δεν πείραξε το επώνυμό της, άρα την πιστοποίηση και την υπενθύμιση της καταγωγής της, ακριβώς έτσι έκλεψε, ανθρώπινα, γυναικεία, ματαιόδοξα και γιατί την έπαιρνε να το κάνει, τη φυσική της εικόνα προς το βέλτιον, αλλά δεν μασκάρεψε ποτέ τη σκούφια ή τη μανιέρα της.


Άγνοια φουλ, κίνδυνος ουδείς, διότι, ως γνωστόν, ο Ελβετο-αμερικανός σκηνοθέτης, αν κάτι γνώριζε παραπάνω από τους συνάδελφους του, ήταν να βγάζει τον αφρό από την ψυχολογία των χαρακτήρων που δούλευε στις ταινίες του και μαζί τον καλύτερο εαυτό των ηθοποιών του. Εδώ είχε να κάνει με μια πρωτάρα, αλλά παράλληλα ένα ωμό, φυσικό ταλέντο ή, μάλλον, φυσικό φαινόμενο. Η πρώτη κουβέντα που η Στράιζαντ εκστόμισε στο «Αστείο Κορίτσι», και στην κινηματογραφική της καριέρα (μια και αυτό ήταν το ντεμπούτο της στο σινεμά), ήταν «hello, gorgeous», κοιτάζοντας ειρωνικά το είδωλό της στον καθρέφτη. Από κει και πέρα, δανείστηκε τα νούμερα και τη ζωή της Μπράις και έκανε τα δικά της, αλλά με τον έλεγχο του Γουάιλερ. Ήταν εξαιρετικά αστεία και συγκινητική, ένας συνδυασμός που ένωνε τις κλασικές κομεντιέν της δεκαετίας του '30, την Κάρολ Λόμπαρντ, τη Ρόζαλιντ Ράσελ και την Αϊρίν Νταν με την υπονόμευση της προκατάληψης για την υποτελή Εβραία. Η Brooklyn Jew της Στράιζαντ, όπως και της Μπράις, που όμως δεν έγινε τόσο γνωστή στο πλατύ κοινό, δεν μιλούσε απλώς γρήγορα, με μια λαϊκή μανιέρα και λίγο χοντροκομμένους τρόπους, αλλά διατηρούσε την ανεξαρτησία της, παίζοντας κόντρα στους κανόνες, εκνευρίζοντας τα αφεντικά της, ώσπου να γίνει το αφεντικό της ζωής και της καριέρας της. Η φωνή άψογη και το χιούμορ άθικτο και εκρηκτικό, ικανό να τη σώσει από τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Το 1968, η Στράιζαντ πήρε το Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου με το «καλημέρα», ισοψηφώντας με την Κάθριν Χέπμπορν για το «Λιοντάρι στον χειμώνα». Σαν να ήθελε να πάρει το αίμα της πίσω για το χαμένο Tony, την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στο «Hello Dolly», σε σκηνοθεσία Τζιν Κέλι, αλλά παρά τις υποψηφιότητες στα Όσκαρ, την παρουσία του θρυλικού Λούις Άρμστρονγκ στην κεντρική σκηνή της επανεμφάνισης της χήρας προξενήτρας στην κοσμική σκηνή της πόλης και την τεράστια παραγωγή, το τέλος των μιούζικαλ όπως τα ήξερε και τα είχε βαρεθεί ο κόσμος ήταν γεγονός, και πέρα από την ογκώδη ερμηνεία της, ο ρόλος δεν της πήγαινε και το κοινό δεν τσίμπησε πραγματικά. Χειρότερη τύχη είχε το πιο φιλόδοξο και εμπορικά εντελώς αποτυχημένο, επίσης μιούζικαλ, «Οn a clear day you can see forever», δίπλα στον ξύλινο Ιβ Μοντάν, σε σκηνοθεσία Βινσέντε Μινέλι (ντρέπομαι, αλλά δύο φορές έχω προσπαθήσει και δεν κατάφερα να φτάσω στο τέλος αυτής της θανάσιμα αδιάφορης, πλην του ωραίου ομώνυμου μουσικού θέματος, ταινίας).

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
H Μπάρμπαρα Στράιζαντ παραλαμβάνει το πρώτο της Όσκαρ το 1968 με παρουσιάστρια πίσω της την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.


Στις τέσσερις επόμενες κωμωδίες της η Στράιζαντ κινήθηκε πιο συντηρητικά, και σαφώς πιο έξυπνα από το να εγκλωβιστεί σε ένα φθίνον είδος. Το «What's up, doc» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, με τον Ράιαν Ο'Νιλ και το Σαν Φρανσίσκο ως σκηνικό μιας παλαβής κωμωδίας, ήταν φόρος τιμής στο παλιό slapstick και κανονική διασταύρωση του «It's a mad, mad, mad, mad world» του Στάνλεϊ Κρέιμερ και του «Bringing up baby» του Χάουαρντ Χοκς, με τη Στράιζαντ να παίζει μια μορφωμένη αδέσποτη, ακολουθώντας τον ρόλο της επίσης αδέσποτης, αλλά αμόρφωτης και πόρνης (συγγνώμη, μοντέλου και ηθοποιού σε δύο διαφημιστικά...) στο «Η τροτέζα κι ο πρωτάρης» με τον Τζορτζ Σίγκαλ, του Χέρμπερτ Ρος. Και οι δύο ταινίες είχαν μεγάλη επιτυχία και η Στράιζαντ απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ειδικά από τη δύστροπη Πολίν Κέιελ. Όντως, η παρουσία της ήταν σαρωτική κι εκεί που έμοιαζε να ξεχύνεται πέρα από τα όρια του σεναρίου και της ίδιας της ταινίας, επανερχόταν μαγικά, σαν να ήξερε εγγενώς πώς θα εξανθρωπίσει το τσουνάμι της πηγαίας, ασυγκράτητης προσωπικότητας που δάνειζε στις ανεξάρτητες, ξεροκέφαλες γυναίκες που υποδυόταν, άσος στο repartee και αστραπιαία στο timing, σε βαθμό που οι λίγο παλιωμένες αυτές κωμωδίες βλέπονται ευχάριστα χάρη σ' αυτήν. Το «Up the sandbox», αμέσως μετά, κινήθηκε σε urban περιβάλλον, σύγχρονο και θορυβώδες, αλλά παραήταν μπερδεμένο για να βγάλει νόημα. Και με το «For Pete's sake» του Πίτερ Γιέιτς, γυρισμένο ανάμεσα στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη, επανέλαβε το μοτίβο, και μάλιστα δίπλα σε έναν παρτενέρ, τον Μάικλ Σαραζίν, που δεν είχε καμία σημασία, σαν να έπαιζε μόνη της απέναντι σε ένα υποψήφιο ανδρικό θύμα που θα τύλιγε κατά βούληση, σαν τη Μέι Γουέστ, αλλά πιο κινητική και λιγότερο ντάμα.


Τα «Καλύτερά μας χρόνια» ίσως είναι η ταινία που έρχεται ευκολότερα στη μνήμη όσων δεν συνδυάζουν απαραίτητα τη Στράιζαντ μόνο με τα τραγούδια της, αν και το ομώνυμο «The way we were» των Χάμλις, Μπέργκμαν και Μπέργκμαν παραμένει αθάνατο άσμα νοσταλγίας και κλασικής «στραϊζαντικής» κορύφωσης. Αυτό το πανέξυπνο μελό του Σίντνεϊ Πόλακ για το Χόλιγουντ, τον μακαρθισμό, τον αδιέξοδο έρωτα και, αν επιμένετε, μια ιδεολογικά και ταξικά διχασμένη Αμερική διατήρησε την ελαφράδα της ηθοποιού σε ένα πρώτο επίπεδο, αλλά την οδήγησε σε βαθύτερα δραματικά μονοπάτια, όπου και πάλι έσωσε την ακραία φιγούρα της μαρξίστριας, Νεοϋορκέζας Εβραίας Κέιτι Μορόσκι, αθεράπευτα ερωτευμένης με το τόσο τέλειο/τόσο λάθος, όμορφο, λευκό, «χρυσό αγόρι» Ρόμπερτ Ρέντφορντ, από την απόλυτη καρικατούρα, με μικρούς, θαυματουργούς χειρισμούς, στο τσακ, με μπρίο και τσαγανό. Και, σημειωτέον, ήταν πιο όμορφη από ποτέ στο σινεμά, χάρη στη φροντίδα του οπερατέρ της επιλογής της, του μαέστρου Χάρι Στράντλινγκ, που τη φώτιζε συστηματικά από το «Αστείο Κορίτσι» κι έπειτα, γιατί γνώριζε πώς να αμβλύνει και να μαλακώνει τις δυσκολίες στο προφίλ της και να διαλέγει σχεδόν πάντα την αριστερή παρειά, έναντι της πιο λοξής δεξιάς, για να μη φαίνεται το σμιχτό της βλέμμα. Δεν είναι παράλογο που η Στράιζαντ διακωμώδησε εκτεταμένα τον εαυτό της, παίζοντας με όλα τα χαρακτηριστικά που την έκαναν να διαφέρει από τις τυπικές, φωτογενείς πρωταγωνίστριες. Ποτέ, ωστόσο, δεν παρουσιάστηκε χειρότερη απ' ό,τι ήταν στην πραγματικότητα: άλλο η ασχήμια κι άλλο η αφροντισιά. Όπως έφαγε το ένα a από το Barbara για να είναι μοναδική, αλλά δεν πείραξε το επώνυμό της, άρα την πιστοποίηση και την υπενθύμιση της καταγωγής της, ακριβώς έτσι έκλεψε, ανθρώπινα, γυναικεία, ματαιόδοξα και γιατί την έπαιρνε να το κάνει, τη φυσική της εικόνα προς το βέλτιον, αλλά δεν μασκάρεψε ποτέ τη σκούφια ή τη μανιέρα της, όπως είχε κάνει η Τζόαν Κρόφορντ, ένα τυπικό δείγμα της νεαρής που πούλησε τον εαυτό της στον διάβολο για να ανέλθει, ανεξάρτητα από το αν είχε ταλέντο ή όχι − που είχε.

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Στο «The way we were» ήταν πιο όμορφη από ποτέ στο σινεμά.
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Οwl and the Pussycat


Μετά το περιττό, ακριβό sequel του «Funny Girl», το «Funny Lady», η Στράιζαντ έδειξε τις πραγματικές της προθέσεις με το remake του «Ένα αστέρι γεννιέται»: δεν είχε γεννηθεί προς ενοικίαση, ούτε καν από τους ισχυρότερους, αλλά για να ορίζει τη μοίρα της και να εκνευρίζει όποιον είχε αντίρρηση. Αποκτώντας τα ηνία της παραγωγής μαζί με τον πρώην κομμωτή, όψιμο παραγωγό και σύντροφό της Γιον Πίτερες, ουσιαστικά διεύθυνε, χωρίς τυπικά να σκηνοθετήσει, την ταινία, και υπέπεσε στο σφάλμα του indulgence, της υπερβολής και του εγωκεντρισμού δηλαδή, με συνέπεια το σενάριο να εκτροχιαστεί και το αποτέλεσμα να φαντάζει φλύαρο και χύμα. Εμπορικά, το «A star is born» έσκισε και η Στράιζαντ διπλασίασε τα Όσκαρ της, αυτήν τη φορά ως συνθέτρια του ομώνυμου τραγουδιού − η πρώτη που το κατάφερε. Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά, έκανε στραβοτιμονιές που παραλίγο να της στοιχίσουν ακριβά. Το «Main Event» ήταν ένα άσχετο κωμικό ρομάντσο, με συμπρωταγωνιστή τον Ράιαν Ο'Νιλ και πάλι, και δεν πρόσθεσε τίποτε. Αντίθετα, το «All night long» ήταν ένα ατυχέστατο και προβληματικό πρότζεκτ, στο οποίο επέμεινε η αγαπημένη της συνεργάτις, η über-agent του Χόλιγουντ Σου Μένγκερς, γιατί ήθελε να βάλει τον σύζυγό της, τον Βέλγο Ζαν Κλοντ Τραμόν, να το σκηνοθετήσει. Μετά από παρακάλια και μανούβρες η Στράιζαντ δέχτηκε με το αζημίωτο (έλαβε 5 εκατομμύρια ως αμοιβή), και δεν βλεπόταν, ούτε αυτή, ούτε η ταινία, χαντακώνοντας τον συνήθως αλάνθαστο Τζιν Χάκμαν, συμπρωταγωνιστή της στο φιλμ. Η σχέση της με την Μένγκερς, η οποία δεν συνήλθε ποτέ από το κάζο, χάλασε οριστικά, αλλά εκεί που η καριέρα της στο σινεμά έπαιρνε την κατιούσα, είχε προλάβει να βάλει μπρος τη χρηματοδότηση του σχεδίου που βρισκόταν στην καρδιά της επί χρόνια, τη μεταφορά του «Γιεντλ» του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ, και μάλιστα με τη μορφή του δραματικού μιούζικαλ. Η Μπάρμπρα ως «Πίπης», αλλά με το εφόδιο της ιδιαίτερης εμφάνισής της, δεν έπειθε απόλυτα για τον τρανσβεστισμό της, αλλά λίγο τα υπέροχα τραγούδια του Μισέλ Λεγκράν, λίγο η ενέργεια και, ναι, το πείσμα της ταινίας να κλάψει τον πατέρα και να δοξάσει την κόρη, και πάλι το έσυρε από την πιθανή καταστροφή, με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Θρίαμβος! Εισιτήρια και θαυμασμός για την πρώτη γυναίκα που έπαιξε, έγραψε, σκηνοθέτησε και έκανε την παραγωγή σε ταινία studio, Όσκαρ μουσικής, Χρυσή Σφαίρα για τη σκηνοθεσία, αλλά πόρτα στην πεντάδα της σκηνοθεσίας από την Ακαδημία και διαμαρτυρίες για σεξιστική στάση του επίσημου Χόλιγουντ, κομψά διαχειρισμένες από την ίδια, αλλά στρατηγικά τοποθετημένες στην προώθηση της γυναικείας ταινίας της. Το πρώτο βήμα πραγματοποιήθηκε, αλλά το άλμα πήρε αναβολή επ' αόριστον...

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
H Στράιζαντ μετέφερε το «Γιεντλ» του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ στον κινηματογράφο και μάλιστα σε μορφή δραματικού μιούζικαλ.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Στράιζαντ πρωταγωνίστησε στο υπερ-δραματικό «Nuts», σαν να απαντούσε ίσως σε μια ερώτηση που δεν της απηύθυνε κανείς: «Έτσι είστε, δεν με παίζετε ως σκηνοθέτη; Θυμηθείτε πόσο καλή ηθοποιός είμαι τότε, και μάλιστα χωρίς να βγάλω νότα, ούτε καν στους τίτλους αρχής ή τέλους, και χωρίς να κάνω γκριμάτσες της ενζενί που δεν είμαι πια ή να κάνω τον κόσμο να γελάει». Ο ρόλος της ήταν κλασικό δόλωμα για Όσκαρ, με δικαστήρια, φυλακές, βιασμό, μεγάλο μονόλογο, επικλήσεις, τσιριχτά και μια αδίκως τραυματισμένη ψυχή στο επίκεντρο, αλλά κανείς δεν γύρισε το κεφάλι του, ούτε καν στο μουσικό σκορ που υπέγραψε η ίδια. Στο ντούκου, λοιπόν, η ταινία του πάλαι ποτέ αντισυμβατικού Μάρτιν Ριτ και η πολυσχιδής, στα όρια του θρύλου, Αμερικανίδα auteur συνέχισε να ονειρεύεται μια καριέρα πίσω από την κάμερα, παρέα με το κλαμπ των αγοριών, και υπέγραψε τον «Πρίγκιπα της Παλίρροιας», δίνοντας ρολάρα στον Νικ Νόλτε σε μια ωραία, στιβαρή μεταφορά του best seller του Πατ Κονρόι. Κι ενώ οι σκηνοθέτες την τίμησαν με μια θέση στην πεντάδα της Ένωσής τους, η Ακαδημία και πάλι τη σνόμπαρε − αν και ήταν υποψήφια στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας και δεν τους απέφυγε διά της απουσίας της.


Μετά την επιτυχία της, εξαφανίστηκε από τις οθόνες για μια πενταετία και δεν δέχτηκε κανέναν ρόλο γιατί η τρίτη κατά σειρά σκηνοθετική της απόπειρα, το «Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα», η καλλιτεχνική απάντηση στον πατριό που την πρόσβαλλε τα παιδικά της χρόνια, έμελλε να είναι το πιο προσωπικό της έργο, γιατί μιλούσε για την αιώνια μάχη της εσωτερικής ομορφιάς με το διαβατήριο που παρέχει η τέλεια εξωτερική εμφάνιση και το πραγματευόταν μέσω της σχέσης της πρωταγωνίστριας με τη σκληρή μητέρα της (Λόρεν Μπακόλ, στα καλύτερά της). Παρά τις σωστές δραματικές επισημάνσεις, η προνομιακή μεταχείριση που επιφύλαξε η σκηνοθέτις Στράιζαντ στην ηθοποιό Στράιζαντ, το επαναλαμβανόμενο χάδι στον εαυτό της και η προστατευτική, στα όρια του αστείου, κατανόηση που έδειξε στο πρόβλημα που αντιμετώπισε από μικρή και στον τρόπο που κατόρθωσε να το ξεπεράσει με τη λαμπρή επιστημονική της σταδιοδρομία έδειξε πως η αυτοψυχανάλυση που τόσο λειτουργεί στην περίπτωση του Γούντι Άλεν, οδηγεί στο αυτοαναφορικό κενό, όταν παρεμβάλλεται ένα κοκτέιλ φιλαρέσκειας και έλλειψης φαντασίας.

 

JUDY GARLAND ΚΑΙ BARBRA STREISAND - Happy Days Are Here Again


Όλο το διάστημα που η Στράιζαντ ρίχτηκε με διαφορετικές ταχύτητες και βλέψεις στην περιπέτεια του σινεμά, η καριέρα της στο τραγούδι δεν σταμάτησε και η επιτυχία της δεν κόπασε, ακολουθώντας απλώς τα φυσικά σημάδια του χρόνου στο πολυπληθές κοινό που έμενε με το στόμα ανοιχτό στην πάντα αξιόπιστη φωνή της και στις παθιασμένες ερμηνείες της. Το κορίτσι που ξεκίνησε μαζεμένο και σχετικά σεμνό από τα κλαμπάκια της Νέας Υόρκης, έγινε γνωστό από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις της, κυρίως δίπλα στην Τζούντι Γκάρλαντ που την πίστευε και την στήριξε ένθερμα (δείτε την αρμονία τους στο «Happy days are here again»), απογειώθηκε από τη θεατρική της εμφάνιση στο Broadway και κατέκτησε την κορυφή από το πρώτο της κιόλας άλμπουμ, έκανε θραύση στα '60s με απανωτές επιτυχίες και συνέχισε ακάθεκτη, προσαρμόζοντας προσωρινά το στυλ της στη δεκαετία του '70 προς τη μόδα της αμφισβήτησης (με τις ενέσεις της Laura Nyro και κάποιων ακόμη), αν και επανήλθε στα βασικά και αγαπημένα της «χώματα», στο κλασικό ρεπερτόριο του αμερικανικού θεάτρου και κινηματογράφου, στο οποίο και η ίδια έχει γράψει τις δικές της λαμπρές σελίδες, μετά την disco επιτυχία με την Ντόνα Σάμερ και το ύστατο, πραγματικά ευπώλητο σουξέ της, το «Guilty» του Μπάρι Γκιμπ των Bee Gees, δηλαδή τις επικές ή τρυφερές, μουρμουριστές ή λυρικά δοσμένες ερωτικές μπαλάντες, ή τις εκδρομές της, μόνη ή με ξακουστά ντουέτα. Είναι η μοναδική με 11 συνολικά νούμερο ένα άλμπουμ σε έξι διαφορετικές δεκαετίες και η εμπορική της επίδοση είναι τόσο αξιοζήλευτη διαχρονικά, που ακόμα και στις μέρες μας, που τα γούστα έχουν αλλάξει άρδην, περίπου 200.000 ορκισμένοι πελάτες περιμένουν τους δίσκους της την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας τους για να τους αγοράσουν πάραυτα − μερικοί μάλιστα από αυτούς έφτασαν να πληρώνουν ως και 1.000 δολάρια για μια θέση στην προ δεκαετίας παγκόσμια τουρνέ της, που απέφερε κέρδη κοντά στα 100 εκατομμύρια δολάρια! Η μουσική παραμένει η σταθερή της προτεραιότητα και τη χαρακτηρίζει πάνω απ' όλα, αν και το σινεμά επέκτεινε τη φωνή της, αλλά σε μια ζώνη που δεν μπόρεσε να ελέγξει όπως και όσο πιθανώς επιθυμούσε.

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Funny Girl
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Με την Νάταλι Γουντ μετά της εμφάνιση της Στράιζαντ στο Coconut Grove το 1963


Τα τελευταία 10 χρόνια επανήλθε μόνο τρεις φορές στο σινεμά, ίσως για να μη χάσει την επαφή της με το άθλημα, πάντα με το αζημίωτο. Στις δύο συνέχειες των Φόκερ του Μπεν Στίλερ και του Ρόμπερτ ντε Νίρο ήταν η σκιά του παλιού εαυτού της, πιο αργή και άσχετη με το κλίμα, αλλά στη σχετικά πρόσφατη κωμωδία, το ανεκδιήγητο «Guilt Trip» της ανέμπνευστης Αν Φλέτσερ που είδα από καθαρό μαζοχισμό έπιασε το ναδίρ, ως πιεστική, Εβραία μάνα του Σεθ Ρόγκεν, ένα κακέκτυπο της κάποτε σαρωτικής περσόνας που λάνσαρε. Ακούγεται εδώ και καιρό πως βρίσκεται κοντά στη σκηνοθεσία της βιογραφίας της Αικατερίνης της Ρωσίας (της Μεγάλης ή, αλλιώς, της έκφυλης Τσαρίνας, ανάλογα με το ποια πηγή θα συμβουλευτείτε), αλλά το όνομά της έχει συνδεθεί με μια φιλόδοξη, κλασικού προσανατολισμού διασκευή μιας ακόμη παλιάς θεατρικής επιτυχίας με θέμα τη ζωή της αρτίστας και επίσης εμβληματικά πιεστικής μάνας Gypsy Rose Lee, με τον Ρίτσαρντ Λαγκραβενίζ στο σενάριο και την ίδια υποψήφια σκηνοθέτιδα. Ως κύκνειο άσμα, καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε μια επιστροφή στα σίγουρα και στο πιο φιλόδοξο στοίχημα της καριέρας της, για να παίξει για μια ακόμη φορά με το σούσουρο πως η αυτοκράτειρα της show business ενδιαφέρεται για τον βίο και την πολιτεία ενός θρυλικού, παρεξηγημένου θηλυκού αφεντικού − duh...

Δείτε 10 φωτογραφίες της Μπάρμπαρα Στράιζαντ από την πορεία της στον κινηματογράφο σε slideshow

H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
O σκηνοθέτης Τζιν Κέλι με την Μπάρμπαρα Στράιζαντ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Hello Dolly»
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
O Λούις Άρμστρονγκ και η Μπάρμπαρα Στράιζαντ προβάρουν το τραγούδι των τίτλων της ταινίας «Hello Dolly»
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Με τον συμπρωταγωνιστή της στην ταινία «Τhe Owl and the Pussycat», Tζορτζ Σίγκαλ
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
O Τζακ Νίκολσον έκανε μια από τις πρώτες του εμφανίσεις στην ταινία «Οn a clear day you can see forever» δίπλα στην Μπάρμπαρα Στράιζαντ.
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
H Μπάρμπαρα Στράιζαντ με τον αντισυμβατικό Μάρτιν Ριτ στην ταινία "Nuts".
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Το «Main Event» ήταν ένα άσχετο κωμικό ρομάντσο, με συμπρωταγωνιστή τον Ράιαν Ο'Νιλ.
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Με τον Σίντνεϊ Πόλακ και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα γυρίσματα της ταινίας "Τα καλύτερά μας χρόνια". Φωτο: Barwood Films.
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Ένα αστέρι γεννιέται, 1976
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Το «Up the sandbox» κινήθηκε σε urban περιβάλλον, σύγχρονο και θορυβώδες, αλλά παραήταν μπερδεμένο για να βγάλει νόημα.
H Barbra Streisand (ξανά) στο σινεμά με ένα περίεργο, τολμηρό στοίχημα Facebook Twitter
Ο πρίγκηπας της παλίρροιας, 1991
Οθόνες
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είδαμε το «Juror#2» του Κλιντ Ίστγουντ και είναι η καλύτερη αμερικανική ταινία της χρονιάς

Οθόνες / To «Juror#2» του Κλιντ Ίστγουντ είναι η καλύτερη αμερικανική ταινία της χρονιάς

Αλλά δυστυχώς δεν θα προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες, επειδή οι υπεύθυνοι του στούντιο θεωρούν ότι το ενήλικο σινεμά αυτού του τύπου ανήκει στις streaming πλατφόρμες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Say Nothing: Μια καθηλωτική σειρά με φόντο το βίαιο δράμα της Βόρειας Ιρλανδίας

Daily / Say Nothing: Μια καθηλωτική σειρά με φόντο το βίαιο δράμα της Βόρειας Ιρλανδίας

Η αυτοτελής σειρά κατορθώνει να λειτουργεί συγχρόνως ως ιστορική αναπαράσταση, ως συνταρακτικό δράμα, ως καθηλωτικό θρίλερ, ακόμα και ως δραματοποιημένο true crime, ειδικά για τους θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πολυσύνθετες πτυχές του ένοπλου αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά

Οθόνες / Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά μόλις κυκλοφόρησε

Τα κείμενα του Φώντα Τρούσα για τις «βαθιά υποτιμημένες ταινίες που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό» και για τον underground και τον πειραματικό ελληνικό κινηματογράφο κυκλοφορούν σε ένα μοναδικό, κυριολεκτικά, βιβλίο, από τα LiFO Books.
M. HULOT
Η φωνή του «τέρατος»: Ο Μάνσον με τα δικά του λόγια σ’ ένα αποκαλυπτικό νέο ντοκιμαντέρ

Οθόνες / Η φωνή του «τέρατος»: Ο Μάνσον με τα δικά του λόγια σ’ ένα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ

Ένα νέο ντοκιμαντέρ εξετάζει και αμφισβητεί όλα όσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε για τη διαβόητη φιγούρα, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά ηχογραφημένες συνομιλίες του σε διάστημα είκοσι ετών.
THE LIFO TEAM
Τα γεγονότα της ζωής

Οθόνες / Κασσαβέτης, Σκορσέζε, Ερίθε: 10 άχαστες προβολές στο φετινό Πανόραμα

Πρεμιέρες, παράλληλες εκδηλώσεις, αφιερώματα: Από τις 21 ως τις 27 Νοεμβρίου, οι κινηματογράφοι Τριανόν, Newman και Στούντιο φιλοξενούν το μακροβιότερο αθηναϊκό κινηματογραφικό φεστιβάλ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πάνος Χ. Κούτρας: Queer before it was cool, νυν και αεί

Οθόνες / Πάνος Χ. Κούτρας: Queer before it was cool, νυν και αεί

Ο αγαπημένος Έλληνας σκηνοθέτης ξεδίπλωσε σημαντικές στιγμές από τη ζωή και την πορεία του και αφηγήθηκε πολύτιμες ιστορίες που διαμόρφωσαν το queer σινεμά του στο φετινό Iconic Talks Powered by Mastercard που πραγματοποιήθηκε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Τα δέκα αγαπημένα animation του Αλέξανδρου Βούλγαρη (aka The Boy)

Μυθολογίες / Τα 10 αγαπημένα animation του Αλέξανδρου Βούλγαρη (aka The Boy)

«Κάθε φορά που το βλέπω προσπαθώ να καταλάβω πώς έχει οργανωθεί αυτό το χάος»: Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης μάς καλεί να ανακαλύψουμε δέκα animation διαφορετικών τεχνικών, που τον έχουν επηρεάσει βαθιά.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Οθόνες / 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Η Fischer, επίσημος χορηγός των Βραβείων Κοινού εδώ και μια δεκαετία, στήριξε για μία ακόμη χρονιά τον θεσμό, απονέμοντας πέντε βραβεία στις ταινίες που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους των θεατών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου «Game of Thrones» συνεχίζεται

Οθόνες / «Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου Game of Thrones συνεχίζεται

Η σειρά του HBO, που παίρνει τη σκυτάλη από το πραγματικά αξιόλογο «Penguin», προσπαθεί να επικαλεστεί τη συνταγή του μεγάλου hit του καναλιού και ξεστρατίζει από το ατμοσφαιρικό σύμπαν του Ντενί Βιλνέβ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι θρυλικοί boomers του 65ου φεστιβάλ θεσσαλονίκης

Pulp Fiction / Οι θρυλικοί boomers του 65ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ρέιφ Φάινς, Ζιλιέτ Μπινός, Ματ Ντίλον: Oι διάσημοι, σχεδόν συνομήλικοι ηθοποιοί που τιμήθηκαν με Χρυσό Αλέξανδρο και έδειξαν με τις διαφορετικές επιλογές τους ισάριθμα σίκουελ στην καριέρας τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Οθόνες / «Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Ένα έπος δράσης και χαρακτήρων που κυλά θεαματικά, ουσιαστικά, υπερβολικά, συγκινητικά, χορταστικά και εμφατικά, όπως όλοι οι υποψήφιοι θεατές αναμένουν εδώ και πολύ καιρό.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η πιο διάσημη υπόθεση «απαγωγής από εξωγήινους» αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Οθόνες / Η απαγωγή του αιώνα αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Παρότι συμμετείχε στο σενάριο του ντοκιμαντέρ «The Manhattan Alien Abduction», η Λίντα Ναπολιτάνο που ισχυρίζεται ότι απήχθη από εξωγήινους στο κέντρο του Μανχάταν προ 35ετίας μηνύει την πλατφόρμα για αθέτηση της συμφωνίας τους.
THE LIFO TEAM