Μια γυναίκα επιστρέφει στο χωριό στο οποίο γεννήθηκε μετά από πολλές δεκαετίες. Αφορμή είναι ο θάνατος της μητέρας της. Στα χέρια της κρατάει μια παλιά φωτογραφία: μια μάνα με τα δυο αγοράκια της. Την παρακολουθούμε, πλάτη στον φακό, να μπαίνει στο νεκροταφείο και να έρχεται αντιμέτωπη με τα πρόσωπα όλων εκείνων που άφησε πίσω της κάποτε. Οι άνθρωποι αυτοί, βλοσυροί και ντυμένοι στα μαύρα, την ακολουθούν σαν Χορός αρχαίας τραγωδίας. Ο ίδιος της ο αδερφός τής επιτίθεται. Η γυναίκα πέφτει στο χώμα και δέχεται τη βία του πλήθους. Ο θεατής καταλαβαίνει πως το ένα από τα δύο αγοράκια της παλιάς φωτογραφίας ήταν εκείνη, που σε μια φάση της ζωής της επέλεξε να ζήσει ως γυναίκα. Το τίμημα είναι βαρύ σε μια επαρχιώτικη τερατοποιημένη ελληνική κοινωνία που ακόμα δεν έχει μάθει να αποδέχεται τη διαφορετικότητα ή, σωστότερα, την ελευθερία...
Οι άνθρωποι αυτοί, βλοσυροί και ντυμένοι στα μαύρα, την ακολουθούν σαν Χορός αρχαίας τραγωδίας. Ο ίδιος της ο αδερφός τής επιτίθεται. Η γυναίκα πέφτει στο χώμα και δέχεται τη βία του πλήθους.
Θα μπορούσε να είναι η εναρκτήρια σεκάνς από τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» του Φασμπίντερ, αν το σκηνικό δεν ήταν η ελληνική επαρχία αλλά ένα γερμανικό πάρκο. Η έννοια αυτή της διαφορετικότητας και ο κοινωνικός ρατσισμός είναι το θέμα που απασχολεί τον νέο σκηνοθέτη Δημήτρη Κατσιμίρη στη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του με προβλεπόμενο τίτλο «Μαμά γύρισα» – η προηγούμενη μικρού μήκους του, τα «Γενέθλια», βραβεύτηκε στο περσινό Φεστιβάλ Δράμας, ενώ συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα πολλών φεστιβάλ του εξωτερικού, από τη Βαρκελώνη και την Αριζόνα μέχρι το Τορόντο. Ρώτησα τον Κατσιμίρη γιατί πρέπει οι τρανς να παρουσιάζονται μονίμως στο σινεμά ως ναυάγια της ζωής. «Εν προκειμένω, δεν θα με αφορούσε η ευτυχισμένη όψη της ζωής ενός τρανς ατόμου», ήταν η απάντηση του, «εφόσον στη θέση μιας τρανς θα μπορούσε να είναι ένας πρόσφυγας ή κάποιος άλλος εκπρόσωπος εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που έχει να κάνει με το διαφορετικό και το ξένο». Μια σύντομη σε διάρκεια ταινία, λοιπόν, για τη διαφορετικότητα και την άρνηση ή την αδυναμία των άλλων να την αποδεχτούν, με αποτέλεσμα να φανερώνουν την πιο άγρια και φασιστική πλευρά του εαυτού τους.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η τρανς περφόρμερ Εύα Κουμαριανού, που, αφήνοντας πίσω εκείνες τις απείρου κάλλους εμφανίσεις της στις τηλεοπτικές trash εκπομπές, κατάφερε να εξελιχθεί σε μια πραγματικά συγκλονιστική ηθοποιό. Την παρακολουθούσα να δέχεται τις υποδείξεις του Κατσιμίρη. «Θα σ' το κάνω απόλυτα φυσικό» του είπε κι όταν μετά τη ρώτησα πώς το εννοούσε αυτό, μου εξήγησε: «Απλώς ήμουν ο εαυτός μου. Όσο έβλεπα το μαυροντυμένο πλήθος να έρχεται καταπάνω μου, σχεδόν φοβήθηκα για τη ζωή μου». Ωστόσο, επειδή η Εύα είναι αυτή που είναι και ήρθε στο γύρισμα σοβαρή και μετρημένη, την ώρα της δύσκολης σκηνής του ξυλοδαρμού της δεν μπόρεσε να μην πετάξει μοναδικές ατάκες! Καταματωμένη –εξαιρετικό το μακιγιάζ της make up artist Έλλης Κριαρά– και πεσμένη καταγής, την ακούσαμε να φωνάζει «Φρουρά! Φρουρά!» και τότε το γύρισμα διακόπηκε σαν το πιο αστείο διάλειμμα μέσα σε μια σκηνοθετημένη τραγωδία. «Επιτέλους, λύθηκε» μου είπε αργότερα ο σκηνοθέτης. «Γνώριζα πόσο γελάγατε στο "Την λένε Εύα" και απορούσα. Έλεγα, δεν μπορεί να είναι τόσο σοβαρή μ' εμάς η Κουμαριανού!». Κατασταλάξαμε, έτσι, στο ότι τα πάντα είναι ζήτημα επαγγελματισμού και η Εύα μπορεί πια να στέκεται ως επαγγελματίας ηθοποιός και όχι ως μια απλή, κωμική περσόνα.
Δίπλα της, στους ρόλους του αδερφού της και του παπά του χωριού, οι ηθοποιοί Γιάννης Τσορτέκης και Θανάσης Χαλκιάς αντιστοίχως.
Info:
Η μικρού μήκους ταινία «Μαμά γύρισα» βρίσκεται στο στάδιο του post production. Προβλέπεται να συμμετάσχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας.
Παραγωγή: Δ. Κατσιμίρης - Κ. Γκίκας - Β. Σταυρόπουλος
Σενάριο - σκηνοθεσία: Δημήτρης Κατσιμίρης
Φωτογραφία: Βασίλης Σταυρόπουλος
Μουσική: λΑΜΠΕΡΟύκ
Μακιγιάζ - ειδικά εφέ: Έλλη Κριαρά
Ηθοποιοί: Εύα Κουμαριανού, Γιάννης Τσορτέκης, Θανάσης Χαλκιάς, Θοδωρής Μπρατσάκος
σχόλια