Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης: θα μείνει κανείς μόνο σ' αυτή ή θα επιχειρήσει να εκφραστεί και μ' άλλους τρόπους; Ή θα φτάσει κάποτε σ' ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Κι αυτό όχι από αδιαφορία ή παραίτηση· εντελώς το αντίθετο: από την οδυνηρή, αν θέλεις, διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων. Της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής (...) Τότε σταματά. Τότε επιλέγει τη σιωπή. Που και η σιωπή, ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μια έκφραση. Εγώ θα έλεγα πως είναι και μια πράξη.»* (από τη συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη στην τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», Σάββατο 1η Ιανουαρίου, 1983).
"Aσκήσεις ισορροπίας, σαν σε πατίνι ή κρεμασμένος στη σκαλοναρία. Στο παράθυρο του αυτοκινήτου, η μητέρα του υποκλίνεται ελαφρά στον φακό· δίπλα της, ο ξάδελφός του Γιάννης Kασιμάτης, με τον οποίο παλεύει στο εξώφυλλο του βιβλίου «Mανούσος Φάσσης». Στο μαρσπιέ, χαλαρή, σε στιγμές ευδαιμονίας, η μεγάλη του αδελφή, Mαρία, πιθανόν το 1934 (αρχείο Γ. Zεβελάκη)."
«Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα τον Θανάση Φωτιάδη, συμφοιτητή μου στη Νομική Σχολή, και άρχισα να κάνω παρέα μαζί του. Η γνωριμία αυτή έμελλε να εξελιχθεί σε μια πολύ στενή φιλία, που κράτησε μέχρι το θάνατό του, το καλοκαίρι του 1989. Δηλαδή, πενήντα ολόκληρα χρόνια! Τον Θανάση τον χαρακτήριζαν εξυπνάδα και ευρυμάθεια. Κι ακόμη, ένα έμφυτο χιούμορ. Είχε μιαν αξιόλογη βιβλιοθήκη σε σχέση με τη δική μου, που τότε άρχιζε να δημιουργείται. Πολύ συχνά βρισκόμουν στο δωμάτιό του, που συγχρόνως ήταν βιβλιοθήκη, χώρος ύπνου, σνακ-μπαρ- έτσι θα το λέγαμε , αν γνωρίζαμε αυτήν τη λέξη τότε- και αποθηκευτικός, εν γένει χώρος. Έρχονταν εκεί και άλλοι φίλοι και φίλες. Πολύ συχνά μαζευόμασταν εφτά κι οχτώ άτομα σ' έναν μικρό χώρο, τρία επί τέσσερα περίπου. Εκείνον τον καιρό καπνίζαμε κάτι φοβερά τσιγάρα, τα «Ποιότ» του Χατζηγεωργίου, κι όταν ντουμάνιαζε ο χώρος, φορούσαμε τα παλτά μας κι ανοίγαμε τα παράθυρα (...)
Ο Θανάσης από παιδί ακόμη, διάβαζε με πάθος. Το ένα βιβλίο κατόπιν του άλλου. Διάβαζε λογοτεχνία, ιστορία, αργότερα μαρξιστικά, φιλοσοφία. Πνεύμα ανήσυχο, έψαχνε πάντοτε με σκοπό να βρει την αιτία των πραγμάτων. Όταν πρωταντίκρισα τη βιβλιοθήκη του, τα έχασα. Άγνωστοι τίτλοι αναγράφονταν στις ράχες των βιβλίων που πυργώνονταν γύρω μου ως την οροφή. Βρίσκονταν εκεί Γάλλοι υπερρεαλιστές, ο Έλιοτ, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Ρόζα Ιμβριώτη. Περιοδικά, τόμοι ολόκληροι, δεμένοι, που αγνοούσα ως και την ύπαρξή τους. Νέα Γράμματα, Φιλική Εταιρεία, Ο Κύκλος, Το Τρίτο Μάτι. Βιβλία που πρωτοσυναντούσα, όπως η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, βιβλία του Ελύτη, του Ρίτσου, του Εμπειρίκου, το μοναδικού Κοσμά Πολίτη και τόσων , μα τόσων άλλων. Μου διάβαζε στίχους δικούς του ή ξένους, μου διάβαζε θέατρο με μια βαθιά, υποβλητική φωνή. Συχνά μου μιλούσε για ζωγραφική, καθώς και για τις νεότερες τεχνοτροπίες, επειδή πειραματίζονταν και ο ίδιος. Ή, για να εκφραστώ καλύτερα, προσπαθούσε να ζωγραφίσει και ο ίδιος. Και μερικές φορές αρχίζαμε συζητήσεις πάνω σε κείμενα του Ματξ, του Ένγκελς ή και του Πλεχάνωφ. Και όταν βγαίναμε, κάναμε πάντοτε φάρσες για να ξεδώσουμε. Πειράζαμε τον κόσμο και πουλούσαμε ουτσκουσουσούμ, κάτι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κατάλληλο για όλες τις εποχές, τις καταστάσεις και τις ηλικίες. Υλικό θαυματουργό. Έμπαινε παντού. Από σαλάτα του φαγητού μέχρι κινητήρα αεροπλάνου. Το ουτσκουσουσούμ εξελίχθηκε σε λέξη μαγική που σήμαινε το καθετί. Τα πάντα. Και την προσφέραμε με μια τέτοια σοβαρότητα, που ο άλλος δίσταζε να σε ρωτήσει. Ήταν πλέον κάτι το δεδομένο! Κι ο Θανάσης Φωτιάδης, αγνοημένος, παραγνωρισμένος, σχεδόν αποδιοπομπαίος από συστήματα σιωπής και σκοπιμότητας, αναζητεί μετά θάνατον μια δικαίωση. Τη δικαίωση εκείνη που την αξίζει επειδή τη δικαιούται.» (Κλείτος Κύρου, "Οπισθοδρομήσεις- Αναδρομή ζωής", Εκδ. Άγρα, σ. 81-84). Βλ. gerontakos.
Ἐπίλογος (ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη από τον Στόχο)
Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.
Στον Νίκο Ε... 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Μανόλης Αναγνωστάκης, Παρενθέσεις 1949. Ποίημα γραμμένο στη φυλακή του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο).
Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, η έκδοση των οποίων αποτέλεσε πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης κατά της δικτατορίας. Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει σε έργα του Καβάφη, ενώ στο τρίτο, τελευταίο μέρος του ποιήματος ο ποιητής χρησιμοποιεί το γνωστό στίχο του Γιώργου Σεφέρη με ειρωνική διάθεση, όπως σημειώνουν οι κριτικοί.
Θά 'ρθει μια μέρα
Θά 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ' όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ' την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
-ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα 'ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.
(από τις Εποχές, 1945)
Γιάννης Κουνέλλης: μια ανάγνωση μέσα από τον Μανόλη Αναγνωστάκη (Βασισμένο εξ ολοκλήρου στην εργασία της Φιλίνας Λ. με τον ομώνυμο τίτλο, για το μάθημα "Ιστορία και Θεωρία" 7- Εμβαθύνσεις, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, ακαδημαϊκό έτος 2006-2007).
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην εκπομπή Παρασκήνιο του Λάκη Παπαστάθη.