«Δεσποινίς, συμμαζέψτε τα δάχτυλα και ισιώστε την πλάτη σας» ωρύεται έξαλλη η κ. Ιωαννίδου, καταφέρνοντας μικρά νευρικά χτυπηματάκια με τον ξύλινο χάρακα στους κόμπους των δαχτύλων μου που χασμουριούνται από την αφόρητη ανία. «Στο ωδείο δεν έρχεστε για να καταλήξετε μια αιρετική όπως εκείνος... –ύφος που μοιάζει με ξόρκι– ο Γκλεν Γκουλντ». Ώπα! Το θέμα αποκτάει ενδιαφέρον! Εκείνος. Ο αιρετικός, ο Ένας. Που λειτούργησε σαν δραστικό αντισκωριακό στη σχέση μου με την παλιακιά σκόνη των κλασικών ωδείων και της μουσικής τους. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τα πρελούδια και τις φούγκες του Μπαχ από τα χεράκια του, ένιωσα δέος, ταχυπαλμία, κάτι σαν να άκουγα live τον Τζάγκερ ας πούμε. Όπως είπε ο Άαρον Κόπλαντ, «αυτό που σε αποσυντονίζει όταν ο Γκουλντ παίζει Μπαχ είναι πως νομίζεις ότι παίζει ο ίδιος ο Μπαχ». Ο ένρινος ήχος της φωνής του, που ασυναίσθητα συνοδεύει την κορύφωση του πάθους, τόσο παράταιρη και ταυτόχρονα τόσο αλληλένδετη με το ίδιο το όργανο, δεν γινόταν να ξεφύγει από τα μηχανήματα της ηχογράφησης. Κάτι που, όπως όλα τα υπόλοιπα που συνθέτουν το στυλ του, δεν είχε γίνει ποτέ πριν και δεν ξανάγινε ποτέ μετά από αυτόν, στα δυσκοίλια χρονικά του κόσμου της κλασικής μουσικής. Οι «άλλοι» τον αγνόησαν. Οι θαυμαστές του τον λάτρεψαν σαν θρησκεία ως τον πιο genious σολίστα που γέννησε ποτέ ο κόσμος. Ο ξαφνικός θάνατός του από εγκεφαλικό το 1982, μόλις στα πενήντα του χρόνια, πήρε τις διαστάσεις του θανάτου του Τζιμ Μόρισον και του Τζον Κένεντι. Οι μαγεμένοι οπαδοί πίστεψαν ότι δεν ήταν παρά μια ακόμα σκανδαλιστική φάρσα του ατίθασου Γκλεν.
Θεωρούσε τον Μότσαρτ επιδειξιομανή και «εύκολο», τον Σοπέν, τον Σούμαν και τον Λιστ φιγουρατζήδες και τη φήμη του Μπετόβεν υπερβολική για το ταλέντο του.
Ο μπαμπάς του, εύπορος γουναράς του Τορόντο και ερασιτέχνης βιολονίστας. Η μαμά του, καθηγήτρια μουσικής, αυστηρή και αυταρχική. Αυτή του έδωσε τα πρώτα μαθήματα μέχρι τα δέκα, οπότε και τον ανέλαβε ο μοναδικός δάσκαλος της ζωής του, ο Χιλιανός Αλμπέρτο Γκουερέρο. Στα δεκαεννιά του, παρά την αντίθετη γνώμη της μαμάς και του δασκάλου, ο Γκουλντ του έδειξε την πόρτα, τοποθετώντας ήδη ο ίδιος τον εαυτό του στο πάνθεον των μεγαλύτερων μουσικών της εποχής τους. Εξάλλου, ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε την αλαζονεία σε όλη τη διάρκεια του σύντομου βίου του. Η συνέχεια ανήκει απλώς και μόνο στον μύθο. Στα δεκαεννιά του αρχίζει την καριέρα του ως κονσερτίστας, αφού έχει διαμορφώσει ήδη το αμίμητο προσωπικό του στυλ: παίζει κουβαλώντας παντού το δικό του πιάνο και τοποθετώντας τη δική του χαμηλή, σπαστή καρέκλα, ένα σωστό ερείπιο με πλάτη, που αντίκειται σε κάθε κανόνα σωστής κλασικής συμπεριφοράς, μπροστά στο κλειδοκύμβαλο. Φορούσε μονίμως πάνω από δύο ζευγάρια γάντια, ενώ όταν κολυμπούσε φορούσε ένα ζευγάρι γάντια από καουτσούκ που έπιαναν ψηλά στους βραχίονες, δικής του επινόησης, ικανά να προκαλέσουν το σαρκαστικό γέλιο μιας ολόκληρης παραλίας. Σε ανύποπτες στιγμές, και οπωσδήποτε πριν από κάθε κονσέρτο, βύθιζε για ώρες τις παλάμες του σε ζεστό νερό. Έπαιζε σκυφτός, με τη μύτη σχεδόν να οσμίζεται τη μουσική των πλήκτρων, και δεν δίσταζε στις στιγμές της έξαρσης να πετάει τα παπούτσια του και να συνοδεύει με τη φωνή του την παρτιτούρα.
Έπαιζε πάντοτε απέξω, διαθέτοντας μια σχεδόν ασύλληπτη δυνατότητα απομνημόνευσης. Η μεγάλη του καινοτομία ήταν, ωστόσο, η διανοητική αντιμετώπιση της μουσικής, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν από αυτόν. Αποστήθιζε την παρτιτούρα τραγουδώντας την, ενίοτε την ερμήνευε με παθιασμένες, άγαρμπες χορευτικές κινήσεις, και ύστερα άκουγε τις διάσημες εκτελέσεις των κομματιών. Ελάχιστες εβδομάδες πριν από το κονσέρτο, καθόταν στο πιάνο και ηχογραφούσε κάμποσες δικές του εκδοχές. Άλλες πιστές, άλλες με παραποιημένη φόρμα, δυναμική και ρυθμό. Στο τέλος, επέλεγε όποια του καθόταν καλύτερα τη δεδομένη στιγμή της ζωής του. Κάποτε του ζήτησαν να αντικαταστήσει τον Α.Μ. Μικελάντζελι σε ένα κονσέρτο, ειδοποιώντας τον μόλις μια ημέρα νωρίτερα. Δέχτηκε και έπαιξε απέξω ένα έργο που δεν είχε αγγίξει για τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, η ομαδική δουλειά των κονσέρτων, «ο ανταγωνισμός μεταξύ διευθυντή και ορχήστρας», ήταν ανυπόφορα για εκείνον τον απέραντα εγωκεντρικό. Μισούσε το ρομαντισμό του 19ου αιώνα και λάτρευε το 18ο και τον 20ό. Θεωρούσε τον Μότσαρτ επιδειξιομανή και «εύκολο», τον Σοπέν, τον Σούμαν και τον Λιστ φιγουρατζήδες και τη φήμη του Μπετόβεν υπερβολική για το ταλέντο του. Έδωσε το τελευταίο του κονσέρτο στα τριάντα δύο και έκτοτε ασχολήθηκε μόνο με τη σύνθεση και τις ηχογραφήσεις, που τις λάτρευε. Η λέξη «εκκεντρικός» ήταν η επωδός που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Μετά τη μουσική του, αγάπησε με πάθος τη μοναξιά, τα ζώα και τα σιωπηλά βόρεια τοπία της πατρίδας του. Ο Βορράς ήταν το προσωπικό του ταλισμάν, η αντίπερα όχθη που με τη σιωπή της έτρεφε την έμπνευσή του. Ασχέτως του αν κάπου-κάπου τηλεφωνούσε τους φίλους του στις τέσσερις τα χαράματα για λίγη κουβεντούλα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 25.9.2017