Ποτέ στ' αλήθεια δεν το'μαθα
τι είναι τα ποιήματα. Είναι πληγώματα
ειν' ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα
εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης
Aπό τη Διερώτηση για να μην Κάθομαι Άεργος
Ψυχή «φωτοευαίσθητη», βαθιά στοχαστικός και δεινός λεξιπλάστης (ο προσωπικός του φίλος Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης θαυμάζει τα «τεράστια ελληνικά του»), είναι από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ποιητές μας κι ας μην προβάλλεται από την επίσημη Πολιτεία και τη διανόηση όσο άλλοι μεγάλοι ομότεχνοί του. Ίσως επειδή ήτανε πάντοτε «απέξω», προσηλωμένος στον δικό του ορίζοντα, μακριά από λογής ομαδοποιήσεις και «φατρίες». Δεν επιθυμούσε «μια πραγματικότητα φαγωμένη από τα έλκη της ιδεολογίας», όπως έγραφε.
Την αυτονομία του αυτή διατήρησε ακόμα κι όταν συστρατεύθηκε πολιτικά με την Αριστερά, με αποτέλεσμα να διωχθεί για τις ιδέες και τη δράση του από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος και τη χούντα. Ήδη το '46 σε ηλικία 20 ετών, οργανωμένος ΕΠΟΝίτης τότε, γλίτωσε παρά τρίχα την εκτέλεση από τους Χίτες, εξορίστηκε όμως στην Ικαρία κι αργότερα στη Μακρόνησο όπου έκανε επίσης το στρατιωτικό του.
Εντέλει απελευθερώθηκε για λόγους υγείας, οι εμπειρίες όμως αυτές επόμενο ήταν να τον σημαδέψουν βαθιά. Δεν «συνεμορφώθη» ωστόσο - τον Μάιο του '67 καταφέρεται δημόσια κατά του Παττακού και της χούντας και συλλαμβάνεται, γλιτώνοντας αυτή τη φορά τη φυλακή.
'Ητανε πάντοτε «απέξω», προσηλωμένος στον δικό του ορίζοντα, μακριά από λογής ομαδοποιήσεις και «φατρίες». Δεν επιθυμούσε «μια πραγματικότητα φαγωμένη από τα έλκη της ιδεολογίας», όπως έγραφε.
Ο ίδιος πάντως απέρριπτε τον χαρακτηρισμό του «στρατευμένου», θεωρώντας τον πολιτικό στίχο «ποίηση της ήττας» αφότου η Αριστερά έχασε τον Εμφύλιο. Την οποία Αριστερά αντιμετώπιζε κριτικά, όσο κι αν τη στήριζε. Μιλούσε για την «από μέσα ανύψωση» του ανθρώπου, τον ρόλο της παιδείας και της ηθικής καλλιέργειας. «Το θέμα δεν είναι η σοσιαλιστική ιδεολογία - αυτό είναι το εύκολο. Το θέμα είναι η σοσιαλιστική ψυχολογία - αυτό είναι το δύσκολο», έλεγε σε μια συνέντευξή του, παραπέμποντας σε ένα δίστιχο από τις Βραχονησίδες. Σταδιακά υιοθέτησε ένα πνεύμα πιο ατίθασο, πιο ελευθερόφρον, πιο άναρχο:
Τρυφερότητα ή όχι
τα τόσο ανυπεράσπιστα οράματα της ανεξουσίαστης μηπω-τοπίας (ενδεχομένως και ξάστερης ουτοπίας) που μοιάζουν με πληγωμένα χαράματα
θεραπεύουν την αναφυλαξία της ατομικότητας
γράφει στo Κιθάρισμα για την Αναρχία.
Η εξουσία είναι της ιστορίας η ευκοιλιότητα
Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα... Εμείς πού αληθεύουμε; Στην επανάσταση
αλιεύω από τη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη.
Οτιδήποτε αναιρεί τη θέληση θέλοντας
ανήκει στην τυραννία
Οικειώθηκα την απελπισία μου επί αιώνες
εγώ, ο τολμητίας του ανυπόστατου
διακηρύσσει στη Λαφυραγωγία για να «καταλήξει»
Θα' θελα να κατουρήσω επαρκώς την ευτυχία σας
Ab Ovo
Εικονοκλαστική στάση κρατούσε κι απέναντι στον Τύπο:
Η κυκλοφορία των εφημερίδων
αντίκειται στην κυκλοφορία του αίματος
αυτός ειν' ο λόγος που αποφάσισα σήμερα
νάμαι μονάχα υπήκοος του αέρα
σαρκάζει σε ένα ολιγόλεκτο.
Γεννημένος στις 17/7/1926 στο Ναύπλιο με πατέρα δάσκαλο και παππού ιερέα, αμφότεροι φιλομαθείς, ο μικρός Νίκος ευτύχησε να έχει στο σπίτι μια μεγάλη βιβλιοθήκη με κλασικούς λογοτέχνες αλλά και πολλά συγγράμματα αρχαίων κι εκκλησιαστικών συγγραφέων και να ενθαρρύνεται να την ανακαλύψει. Γνώριζε ολόκληρες αρχαίες τραγωδίες από το πρωτότυπο ήδη στην εφηβεία του. «Στα παιδικά του βιώματα ανιχνεύεται η έντονη – πλην καθόλου δογματική - θρησκευτικότητα που διατρέχει μεγάλο μέρος του ποιητικού του έργου, ειδικά της πρώτης περιόδου (η πρώτη του συλλογή που κυκλοφορεί το '53 τιτλοφορείται κιόλας «Η Επιστροφή του Χριστού»). Και παρότι χαρακτήρισε εαυτόν ορθόδοξο «εξ ανάγκης λόγω καταγωγής», θεωρούσε τη θρησκευτικότητα «γάμο με την αγωνία», με τον ίδιο να παραμένει στο στάδιο του «αρραβώνα».
Στη συνέχεια η ποίησή του γίνεται περισσότερο πολιτική και, κυρίως, υπαρξιακή. Ακόμα κι όταν διατηρεί μια υπερβατικότητα, ένθεη ή ιδεολογική, στον επόμενο στίχο την ανατρέπει: "Οραματίζομαι τη μη οραματικότητα", "Τίποτα πιο υπερφυσικό απ' το ίδιο το φυσικό", διακηρύσσει στα ολιγόλεκτά του.
Από τους αρχαίους διανοητές περισσότερο θαύμαζε τον Ηράκλειτο, γι' αυτό και η σκέψη του χαρακτηρίζεται ηρακλείτεια» εκτιμά η Μαρία Αρμύρα, η οποία εκτός από τη συστηματική μελέτη-διατριβή που έχει κάνει για τον ποιητή υπήρξε κι επιμελήτρια φιλόλογος της έκδοσης Οιδίπους Τυραννούμενος (εκδόσεις Ίκαρος, 2014), όπου συνέβαλε σημαντικά κι ο Ευγένιος Αρανίτσης. Ο εν λόγω τόμος περιλαμβάνει πρωτόλεια, αδημοσίευτα ή ευρισκόμενα εκτός των «επίσημων» συλλογών του ποιήματα, πολλά από τα οποία συνήθιζε να αφιερώνει σε φίλους και γνωστούς αντί δώρων. Η ίδια θεωρεί τον Καρούζο έναν ποιητή που χρειάζεται να κοπιάσεις για να ανακαλύψεις το μεγαλείο του. Σύμβολό του είχε μάλιστα το άλογο, τόσο ως ζώο όσο και ως ουσιαστικό ("α-λoγο"), μαθαίνω.
Σπούδασε Νομική αλλά την παράτησε.Η δεκαετία του '50 τον βρίσκει να δημοσιεύει ποιήματα καθώς και πεζά σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Διαγώνιος κ.ά.). Το 1961 λαμβάνει το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και την επόμενη χρονιά το Α΄ Βραβείο Ποίησης από τη λεγόμενη Ομάδα των Δώδεκα, μέλη της οποίας υπήρξαν οι Θεοτοκάς, Βενέζης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Αθανασιάδης, Καραγάτσης, Ελύτης, Παπανούτσος κ.ά. Τον ίδιο καιρό γνωρίζει σε μια ελληνοαγγλική ποητική μάζωξη τη Μαίρη Μεϊμαράκη, που ανέλαβε να του μεταφράζει καθώς ο Καρούζος δεν γνώριζε αγγλικά. «Αγαπηθήκαμε με την πρώτη ματιά, που λένε – το ίδιο βράδυ μου εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Ανταποκρίθηκα. Τον κάλεσα σπίτι μου. Όλη νύχτα συζητούσαμε κι ακούγαμε κλασική μουσική, λάτρεψε μάλιστα τη δισκοθήκη μου», θυμάται η 86χρονη σήμερα πρώην σύντροφός του. «Δεν άκουγε απλώς μουσική, ήξερε κιόλας... Με έπαιρνε και πηγαίναμε συχνά στην Ελληνοαμερικανική Ένωση που ήταν τότε στον Λουμίδη για να ακούσουμε ζωντανές ορχήστρες», μου λέει. Ο δεύτερος αυτός γάμος θα αντέξει δύο δεκαετίες, αντίθετα με τον πρώτο που κράτησε λίγους μόνο μήνες. Την έντονη, συχνά θυελλώδη σχέση του ζευγαριού «καθρεφτίζει» σουρεαλιστικά το αφιερωμένο σε εκείνη ποίημα Φεγγαρόσκονη Φερμένη απ' την Καλκούτα:
Βόσκω τ' ανήμερα της διάνοιας
μεγάλες εκατοντάδες ακούρευτες και κατακόκκινες (ελέχθη)
πριν ακόμη να φέξει
στο ξεψύχισμα του όρθρου.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί σε ένα υπόγειο στη Σούτσου τίγκα στα βιβλία, διάγοντας βίο λιτό, σχεδόν ασκητικό. «Εγώ βασικά έφταιγα, εξαιτίας μου απομονώθηκε... Ήταν βέβαια κι εκείνος άνθρωπος εκρηκτικός, ασυμβίβαστος, απόλυτος σε ό,τι πίστευε. Ιδέες, ποίηση, έρωτας, δεν χαριζόταν πουθενά! Είτε τον δεχόσουν είτε τον απέρριπτες, μέση λύση δεν υπήρχε», αναπολεί η κυρία Μαίρη που ζει σήμερα στη Νέα Σμύρνη μαζί με τον γιο της από προηγούμενο γάμο, τον Αλέξη Σαββίδη. Βυζαντινολόγος-ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου σήμερα, τον είχε μεγαλώσει ο ποιητής από τα έξι του χρόνια «καλύτερα κι από δικό του παιδί», σημειώνει με έμφαση η μητέρα του. Έκαναν πολλή παρέα, έβγαιναν και ταξίδευαν συχνά μαζί, του είχε μάλιστα εμφυσήσει την ίδια αγάπη για τη μουσική. Αλλά οι στίχοι κι οι νότες δεν ήταν οι μόνες του αγάπες – ζωγράφιζε κιόλας και μάλιστα αρκετά καλά, μολονότι δεν θεωρούσε εαυτόν καλλιτέχνη. Το 1995 το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων εξέδωσε ένα αφιέρωμα στον ποιητή με ποιήματα, κείμενα και πίνακες δικούς του κι επίσης των Χρηστίδη, Γκίνη, Φασιανού:
Το μαύρο είδε
με τη γλώσσα του κενού
ας γεννηθεί το άστρο! Κι από κει μέσα
κουδούνισαν όλα τα χρώματα
γράφει ιδιοχείρως στο εξώφυλλο. Θα συνεργαστεί, επίσης, με τον Αλέκο Φασιανό στη ζωγραφική-ποιητική έκδοση Απόγονος της Νύχτας (εκδ. Πολυπλάνο 1978).
Ο Νίκος Καρούζος ήταν πριν από όλα «άνθρωπος του κόσμου» – ήταν γνωστό πόσο αγαπούσε τις εξόδους και τις κοινωνικές συναναστροφές («μοντέρνα τεμένη» αποκαλούσε τα μπαράκια, που ονόμαζε επίσης «ποτοσχολαστήρια») και όχι μόνο για τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα: «Θα'λεγα το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο-: τη νύχτα είν' όλα ανοικτά τα ερωτήματα. Στ' αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει τα ρολά της, δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα», σημειώνει στο Γράφοντας Εκδικούμαστε τα Πράγματα.
Πράγματι η Νύχτα με συμφέρει
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες
διορθώνει τις σκέψεις
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει
στους κήπους εξαίρει την όσφρηση
μα προπάντων η νύχτα περιζώνει
γράφει σε ένα ακόμα γνωστό του ποίημα που παραπέμπει στους σαγηνευτικούς Ύμνους στη Νύχτα του Νοβάλις. «Στον Άκμονα στη Μαυρομιχάλη το ΄80, ανάμεσα στον Αρανίτση και άλλους (τότε – και τώρα ακόμη!) νεαρούς, αναμένεται η έκδοση του τόμου Νίκος Καρούζος... κάποιος φίλος φωτογραφίζει τον ποιητή... Μετά η συζήτηση συνεχίζεται, φουντώνει. Ο Καρούζος εμμένει στην υπεράσπιση του κομμουνισμού ως ευγενούς οράματος που μένει ακόμη να γίνει όχημα προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, ο Ευγένιος διαφωνεί έντονα, με ένα ταμπεραμέντο θυελλώδες... Ο Καρούζος αντεπιτίθεται, στο κρίσιμο σημείο οι τόνοι πέφτουν, τα χείλη χαμογελούν, τα ούζα μάς ειρηνεύουν, το μεσημέρι γίνεται απόγευμα, το απόγευμα πάει προς βράδυ, η παρεξήγηση παίρνει μορφή και σχήμα», σκιαγραφεί χαρακτηριστικά τον άνδρα ο Μπαμπασάκης στις Δώδεκα Φυσιογνωμίες του (εκδ. Γαβριηλίδης, 2013).
Όμως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '80 οι δυνάμεις του σταδιακά τον εγκαταλείπουν. Μια ακόμα διάκριση, το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του απονέμεται το 1988 ενόσω ήδη ασθενεί βαριά. Θα καταφέρει, εντούτοις, κληνήρης ων, να παραβρεθεί τον επόμενο χρόνο στον γάμο του θετού του γιου καθώς και στο γλέντι που ακολούθησε. Νοσηλεύεται επί μήνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό ώσπου στις 28/10/1990 υποκύπτει στο μοιραίο μέσα στο θεραπευτήριο Υγεία. Ακόμα όμως και τον επικείμενο θάνατο είχε φροντίσει να τον κάνει «μανιφέστο»:
Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ' ένα σμήνος γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τουτ' η χώρα που παιδεύει τα δροσερά Ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους
Αρνησίκακος
Μέσα από το ποιητικό του έργο έχει ωστόσο κατακτήσει την αθανασία.
Η δωρεά του αρχείου στο Μπενάκη, που πραγματοποιήθηκε κατόπιν εκφρασμένης επιθυμίας του ίδιου του ποιητή όσο ζούσε, περιλαμβάνει τους πολυάριθμους τόμους των λογοτεχνικών περιοδικών όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν ποιήματά του, ανέκδοτο υλικό από συνέδρια αφιερωμένα στον Νίκο Καρούζο και αδημοσίευτα χειρόγραφα. Η παράδοση γίνεται τμηματικά λόγω του μεγάλου όγκου του υλικού. Το συγκεκριμένο αρχείο είναι το πιο πρόσφατο μιας σειράς αρχείων ομοτέχνων του που ήδη βρίσκονται εκεί ολόκληρα ή τμηματικά (Π. Δέλτα, Σικελιανός, Καβάφης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, Λορεντζάτος κ.ά.) συγκροτώντας τη διαρκώς εμπλουτιζόμενη ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής.