«Μίκη, εκεί από κάτω ήταν και αυτοί που χτυπούσαν στην ταράτσα τον Ανδρέα» έγραψαν πολλοί χρήστες του Twitter με αφορμή την παρουσία του γηραιού συνθέτη στο συλλαλητήριο της Κυριακής. Η συλλογιστική τους, υποθέτω, απλή: μια έκκληση στη μνήμη του αντιδικτατορικού κινήματος προκειμένου να μη συγχρωτιστεί ο Μίκης Θεοδωράκης με τους επιγόνους της ελληνικής άκρας δεξιάς. Δυστυχώς, η συλλογιστική αυτή έχει να αναμετρηθεί με ένα μεγάλο πρόβλημα: τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας Λεντάκης, ο άνθρωπος που τον χτυπούσαν στην ταράτσα, ο δήμαρχος Υμηττού με την ΕΔΑ και βουλευτής του ενιαίου Συνασπισμού, αποφάσισε το καλοκαίρι του 1993 να ενταχθεί στην Πολιτική Άνοιξη, το κόμμα που δημιουργήθηκε με κύριο άξονα την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Η ιστορία της Πολιτικής Άνοιξης δεν έχει γραφτεί ακόμα, παρ' ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το νέο κόμμα, υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, προσκόμιζε στην ελληνική πολιτική ζωή την αμφισβήτηση του παραδοσιακού ιδεολογικού χάρτη της χώρας μέσα από την «υπέρβαση» της διάκρισης αριστεράς-δεξιάς. Η «υπέρβαση» ήταν η λέξη-κλειδί στη συγκρότηση της Πολιτικής Άνοιξης και επικοινωνούσε με την αίσθηση ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου απαιτούσε την οριστική απαγκίστρωση από το παρελθόν. Εκεί κάπου σταματούσε και το εκσυγχρονιστικό φορτίο της υπόθεσης. Ο ουσιαστικός πυρήνας συγκρότησης της Πολιτικής Άνοιξης ήταν η προτεραιότητα του έθνους και ειδικότερα η ανυποχώρητη στάση στο μακεδονικό ζήτημα.
Η συζήτηση αυτή δεν περιοριζόταν στις τάξεις της ελληνικής δεξιάς, ούτε εξαντλούνταν σε εκείνες τις αντιφάσεις της Νέας Δημοκρατίας που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Συγκινούσε πολλούς και πολλές με διαφορετικές ιδεολογικές διαδρομές που είχαν ως συνισταμένη την προτεραιότητα των περίφημων εθνικών θεμάτων. Στο έδαφος αυτό η Πολιτική Άνοιξη λειτούργησε ως εργαστήριο επώασης μηχανισμών –όπως το δίκτυο 21– και κυρίως μιας ρητορικής που έμελλε να αφήσει το στίγμα της στην εξέλιξη των γεγονότων πολύ πέρα από την ίδια την ιστορική διαδρομή του κόμματος που αυτοδιαλύθηκε το 2004. Η ρητορική αυτή εκκινούσε από την ιστορική χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος, εκτεινόταν στην ανάγκη φιλελεύθερων οικονομικών λύσεων και κατέληγε στο προβλέψιμο φορτίο για την υπεράσπιση του έθνους από πάσης φύσεως αντιπάλους. «Η διαστρέβλωση της ελληνικής Iστορίας», έγραφε η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος, «είναι μία μόνο από τις πολλές συνέπειες της χρόνιας αδυναμίας των κομμάτων να συλλάβουν την ανάγκη της δυναμικής ανάτασης του Ελληνισμού». Μια ματιά στο κείμενο αυτό αρκεί για να δει κανείς τα σπέρματα του ελληνικού εθνικολαϊκισμού: εκθεσιακού τύπου γενικεύσεις, εκκλήσεις στην ελληνική ιδιαιτερότητα και αναζήτηση μιας δυναμικής ανάτασης του έθνους.
Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο στο συλλαλητήριο της Κυριακής, είναι η μεγάλη διαφορά από τα αντίστοιχα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 1990. Σήμερα είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τα σχολεία να κλείνουν με εντολή του υπουργείου Παιδείας και τους μαθητές να μαντρώνονται με ελληνικές σημαίες στα χέρια, τους εστιάτορες να αγοράζουν χαρτοπετσέτες με τον ήλιο της Βεργίνας και τον Αντώνη Σαμαρά να εμφανίζεται ως κάτι το καινοτόμο στην πολιτική ζωή της χώρας.
Με τη δυναμική αυτή ανάταση συντάχθηκαν και άνθρωποι της ελληνικής αριστεράς. Η Πολιτική Άνοιξη έφερε γύρω από το ίδιο τραπέζι τον Φαήλο Κρανιδιώτη με τον προερχόμενο από την ανανεωτική αριστερά Χρύσανθο Λαζαρίδη, τον Αντώνη Σαμαρά με τον Ανδρέα Λεντάκη, τον Νικήτα Κακλαμάνη με τον επίσης υποψήφιο του ενιαίου Συνασπισμού Στάθη Παναγούλη. Η δεκαετία του '40 είχε κληροδοτήσει στην ελληνική κοινωνία έναν βαθύ διχασμό γύρω από τη διεκδίκηση του αυθεντικά εθνικού: «εθνικόφρονες» και «απάτριδες» ανταγωνίζονταν για το ποιος είναι ο πιο αυθεντικός εκφραστής των συμφερόντων του έθνους. Η τομή του 1989 και η συνακόλουθη αναζήτηση της υπέρβασης του παρελθόντος επέτρεψε σε ετερογενή ρεύματα να συναντηθούν και να διαπιστώσουν ότι αυτά που τους χώριζαν ανήκαν στο παρελθόν σε σύγκριση με τις «προκλήσεις» – λέξη φετίχ της εποχής, είτε αναφερόταν κανείς στο μαγικό 1992 είτε στη βαλκανική αστάθεια του παρόντος.
Το Μακεδονικό αναδείχτηκε στο απόλυτο σημείο σύγκλισης. Ήταν το κατεξοχήν θέμα στο οποίο συναντήθηκαν ετερογενείς παραδόσεις και αναγνώσεις, καθώς επέτρεπε ένα πεδίο κοινών παραδοχών: ένα «κρατίδιο», δημιούργημα των «μεγάλων δυνάμεων», αμφισβητούσε την «ελληνική ιστορία» και εκμεταλλευόμενο τον «ενδοτισμό» του ελληνικού πολιτικού κόσμου θα μπορούσε να μετατραπεί σε εφαλτήριο για την αποσταθεροποίηση της χώρας. Στη διαμόρφωση αυτής της ρητορικής ήταν σημαντικός ο ρόλος εκείνων που μπορούσαν να επικαλεστούν τη διαδρομή τους στην αριστερά. Η παρουσία τους λειτουργούσε ως αντίβαρο σε όποια νύξη περί «εθνικισμού», ενώ την ίδια στιγμή προσκόμιζαν ένα εμβληματικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο ο ελληνικός λαός ήταν το αιώνιο θύμα της Ιστορίας, πολλαπλά προδομένος από τις μεγάλες δυνάμεις και τους ντόπιους συνεργάτες τους, αλλά εξοπλισμένος με εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του επέτρεπαν να επιβιώνει σε κάθε δύσκολη συγκυρία. Τα νήματα που συνδέουν όσα ακούγονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με όσα είπε την Κυριακή ο Μίκης Θεοδωράκης είναι διαυγή. Η φαινομενική αποκήρυξη του εθνικισμού πλαισιωνόταν και πλαισιώνεται από ρητές διαβεβαιώσεις διεθνιστικής προσήλωσης. Απλώς ο διεθνισμός αυτός είναι κάπως εκλεκτικός: τη δεκαετία του 1990 εκφραζόταν προς τους Σέρβους αδελφούς, αλλά σε καμία περίπτωση προς τους μουσουλμάνους της πρώην Γιουγκοσλαβίας· σήμερα συντάσσεται με τους Ρώσους φίλους μας, αλλά σε καμία περίπτωση με τους κατοίκους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που επί 25 χρόνια μένουν δέσμιοι της αδιάλλακτης στάσης της εξωτερικής μας πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, η γενιά των ανθρώπων που στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου διέρρηξε τις σχέσεις της με την αριστερά βρήκε στο Μακεδονικό ένα θέμα που ενίσχυε την επιθυμία της να υπερβεί τις αγκυλώσεις του ίδιου της του παρελθόντος. Ιστορικά, η ελληνική αριστερά είχε υπάρξει εξαιρετικά αμήχανη γύρω από το μακεδονικό ζήτημα. Ας μην ξεχνάμε ότι η θεμελίωση του ελληνικού αντικομμουνισμού στον Μεσοπόλεμο είχε ως βασικό πυλώνα τη θέση του ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», όπως είχε διατυπωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Πάνω σε αυτό το σύνθημα –και ανεξάρτητα από την εξαφάνισή του μέσα στον χρόνο– στήθηκε η κατηγορία του αντεθνικού ΚΚΕ και η προκείμενή της: ότι οι κομμουνιστές επιθυμούν την απόσπαση τμήματος της ελληνικής επικράτειας. Στην εικόνα αυτή προστέθηκε τη δεκαετία του 1940 η ίδρυση του ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), η ένταξη των Σλαβομακεδόνων στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, οι περιπλοκές από τη σύγκρουση Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας και, τέλος, οι αντικρουόμενες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών κρατών των Βαλκανίων. Το αποτέλεσμα ήταν ένα: η επί χρόνια σιωπή της ελληνικής αριστεράς και η μετατροπή του Μακεδονικού σε ένα ενοχικό φορτίο, απωθημένο και αποσιωπημένο υπό το βάρος των διώξεων και της κατηγορίας του αντεθνικού.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν τα χρόνια που πολλοί και πολλές αναθεώρησαν τη σχέση τους με την ιστορική αριστερά. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση των λαθών, των στρεβλώσεων, των σιωπών του παρελθόντος. Εκεί, το μακεδονικό ζήτημα αποδείχτηκε μια σημαντική ψηφίδα: έφερνε στο φως το ενοχικό φορτίο της αριστεράς και η αποκάλυψη αυτή επέτρεπε την ένταξη των πρώην αριστερών στον εθνικό κορμό, προσκομίζοντας όχι μόνο την εσωτερική γνώση για το ζήτημα αλλά κυρίως την παραδοχή ότι «κάπου είχαμε κάνει λάθος». Και όχι μόνο αυτό. Με όχημα το μακεδονικό ζήτημα ξεδιπλώθηκε ένα συσσωρευμένο φορτίο αναλύσεων που διέκρινε στη συγκρότηση κάθε νέας κρατικής οντότητας ένα σκοτεινό γεωστρατηγικό σχέδιο που υπερθεμάτιζε στην καταγγελία της εθνικής (μας) υποτέλειας, που μέσα από επικλήσεις ρητορικού διεθνισμού εν τέλει προέβαλλε τη μοναδικότητα του ελληνισμού και της ιστορικής διαδρομής του μέσα στον χρόνο.
Υπό την οπτική αυτή, όσα είπε ο Μίκης Θεοδωράκης την Κυριακή δεν ήταν αντιφατικά. Δεν ήταν αντιφατικά ως προς τις επιλογές του, ούτε προς τη σεβάσμια μορφή του ήρωα του αντιδικτατορικού κινήματος Ανδρέα Λεντάκη. Ο Θεοδωράκης, και πολλοί άλλοι μαζί του, κράτησαν από τη διαδρομή τους στην αριστερά ένα στοιχείο, την προτεραιότητα του έθνους, το σχήμα της εξάρτησης, την αίσθηση ενός πολιορκημένου φρουρίου που κάθε φορά καλείται να αποδείξει την αντοχή του στον χρόνο. Γι' αυτόν το λόγο στρέφονται κατά του «αριστερόστροφου φασισμού»: θεωρούν ότι διαθέτουν την απόλυτη ιδιοκτησία του ιστορικού φορτίου της αριστεράς και ότι κάθε διαφορετική άποψη συνιστά παραχάραξή της.
Από την άλλη, για την αριστερά του 21ου αιώνα όσα έγιναν στο συλλαλητήριο μπορούν να αποτελέσουν μια ευκαιρία οριστικής απαγκίστρωσης από ένα θολό τοπίο στο οποίο συνυπάρχουν ο συναισθηματισμός και η λανθάνουσα φοβία μην κατηγορηθεί ως «αντεθνική» – ή εθνομηδενιστική, για να είμαστε πιο συνεπείς με την τρέχουσα μετάπλαση του όρου. Είναι θλιβερό φυσικά ότι με την τελευταία συντάσσονται όχι μόνο εκπρόσωποι της άκρας δεξιάς αλλά και του φιλελεύθερου κέντρου, της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, του πάλαι ποτέ αντιμνημονιακού μετώπου και άλλοι συστηματικοί θιασώτες της εθνικής υπερηφάνειας. Κάποια στιγμή, βέβαια, θα το βλέπαμε κι αυτό. Οι πανταχού παρούσες μελωδίες του Θεοδωράκη για «τούτα εδώ τα μάρμαρα [που] κακιά σκουριά δεν πιάνει» μας υπενθυμίζουν ότι η κακιά σκουριά κατοικεί εντός του εθνικού σώματος. Την κακιά σκουριά την έχουμε δει τα χρόνια της κρίσης, όταν ένα αθέατο παγόβουνο αντιλήψεων και νοοτροπιών αναγόρευε την εθνική ανεξαρτησία σε βασικό πρίσμα ανάγνωσης των εξελίξεων και εργαλειοποιούσε την ιστορία της αντίστασης για να καταδείξει τις υποτιθέμενες συνέχειες της γερμανικής πολιτικής. Την έχουμε δει στις καταγγελίες περί εθνομηδενισμού που εκτοξεύονται εναντίον κάθε φωνής και πολιτικής που συγκρούεται με τη βαριά σκιά του παρελθόντος – είτε πρόκειται για τα σχολικά εγχειρίδια είτε για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας. Την έχουμε δει στις υποκριτικές δηλώσεις περί «διεθνισμού» που θυμίζουν εκείνη την περίφημη φράση «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...».
Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο στο συλλαλητήριο της Κυριακής, είναι η μεγάλη διαφορά από τα αντίστοιχα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 1990. Σήμερα είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τα σχολεία να κλείνουν με εντολή του υπουργείου Παιδείας και τους μαθητές να μαντρώνονται με ελληνικές σημαίες στα χέρια, τους εστιάτορες να αγοράζουν χαρτοπετσέτες με τον ήλιο της Βεργίνας και τον Αντώνη Σαμαρά να εμφανίζεται ως κάτι το καινοτόμο στην πολιτική ζωή της χώρας. Τότε η μη επίλυση του Μακεδονικού διαπερνούσε το σύνολο του πολιτικού φάσματος και συγκροτούσε τον πυρήνα της εξωτερικής μας πολιτικής. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και αυτό είναι προς τιμήν της κυβέρνησης, η οποία προσπαθεί να επιλύσει ένα πρόβλημα το οποίο της κληροδότησε ο αστικός συνασπισμός εξουσίας του παρελθόντος.
Η διαφορά όμως δεν είναι μόνο σε επίπεδο κομμάτων και κεντρικής πολιτικής. Τη δεκαετία του 1990 όσοι και όσες δεν συμμετείχαμε στα συλλαλητήρια ανήκαμε σε μια πολλαπλά συκοφαντημένη και διωκόμενη μειονότητα. Ανήκαμε σε μια αριστερά που φάνταζε εξαιρετικά μειοψηφική ακόμα και στον χώρο στον οποίο κινούμασταν. Υπενθυμίζω ότι μόνο το ΚΚΕ από τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν συμμετείχε στα συλλαλητήρια, ενώ είδε στη Θεσσαλονίκη το 1994 δύο υποψήφιους ευρωβουλευτές του να πέφτουν αιμόφυρτοι από τη δολοφονική επίθεση ενός αφιονισμένου ακροδεξιού. Από κει και πέρα, οι διανοούμενοι του Συνασπισμού, οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, οι μεμονωμένες φωνές που είτε από διεθνιστική επιμονή είτε από κοινή λογική επιχειρούσαν να αντισταθούν στον γενικό παροξυσμό, αντιμετωπίζονταν ως περιθωριακοί και επικίνδυνοι. Σήμερα, όσοι δεν συγκινούνται με τον Φράγκο Φραγκούλη, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον ηγούμενο της Μονής Εσφιγμένου είμαστε περισσότεροι. Και όχι μόνο αυτό. Είμαστε αντιμέτωποι με τη δυνατότητα αναγνώρισης της γειτονικής χώρας αν όχι με το όνομα «Μακεδονία», με μια σύνθετη ονομασία που θα εμπεριέχει αυτό τον όρο. Η κακιά σκουριά μπορεί να είναι επίμονη, αλλά είναι πια ορατή ως αυτό που πραγματικά είναι: μια διάβρωση που θέλει να ναρκοθετήσει την επίλυση ενός ζητήματος στο οποίο η χώρα μας πορεύτηκε από την πρώτη στιγμή με λάθος τρόπο.
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.