Το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού εισπνέει αέρα με πολύ επικίνδυνους ρύπους για την ανθρώπινη υγεία, όπως καταδεικνύεται σε νέα, διεθνή έρευνα.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου για τις Επιπτώσεις στην Υγεία, οι φτωχότερες τάξεις των αναπτυσσόμενων κρατών είναι εκείνες που επιβαρύνονται περισσότερο από την τοξική μόλυνση της ατμόσφαιρας, καθώς οι χώρες αυτές πιέζονται να αναπτύξουν τη βιομηχανία τους, χωρίς να αντιμετωπίζουν επαρκώς το πρόβλημα.
Εκτός από τις μεγαλουπόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών όμως, δισεκατομμύρια άνθρωποι εκτίθενται καθημερινά σε επικίνδυνους ατμοσφαιρικούς ρύπους και στις αγροτικές περιοχές, όπου ο κίνδυνος είναι επίσης αυξημένος από την εκτεταμένη καύση στερεών καυσίμων (ξύλα κλπ).
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι η τέταρτη συχνότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως, μετά την υψηλή αρτηριακή πίεση, την κακή διατροφή και το κάπνισμα.
Οι ερευνητές υπολογίζουν πως η έκθεση σε επιμολυσμένο αέρα ευθύνεται για τουλάχιστον έξι εκατομμύρια θανάτους μέσα στο 2017, αυξάνοντας τις πιθανότητες εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής ανακοπής, καρκίνου των πνευμόνων και χρόνιας πνευμονοπάθειας.
Οι μισοί και πλέον από τους «νεκρούς της ατμόσφαιρας» καταγράφηκαν στην Κίνα και την Ινδία, χώρες με επικίνδυνα υψηλούς ρύπους στις βιομηχανικές τους ζώνες αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα τους.
Εκτός όμως από τους «αναπτυξιακούς ρύπους» εξίσου ολέθριοι αποδείχτηκαν και οι «ρύποι λόγω φτώχειας» αφού περίπου 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως αναγκάζονται ακόμα να καίνε κάρβουνα και μορφές βιομάζας, μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, για να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες όπως η θέρμανση και το μαγείρεμα της τροφής τους.
Ο αντιπρόεδρος του ινστιτούτου, Μπομπ ο' Κιφ, παρατηρεί πως το κενό μεταξύ των επιβαρυμένων χωρών και των πιο «καθαρών» διαρκώς μεγαλώνει.
Την ίδια ώρα που οι αναπτυγμένες χώρες στρέφονται συντονισμένα σε φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας, οι αναπτυσσόμενες χώρες στηρίζονται ολοένα και περισσότερο στις παλιές ρυπογόνες τακτικές που επιδεινώνουν συνεχώς την κατάστασή τους, καθώς προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό.
Με πληροφορίες από Guardian
σχόλια