Ι όπως Ίψεν: Θα διάλεγα τρεις θεατρικούς συγγραφείς (αν ήταν να βρεθώ σ' ένα νησί, ναυαγός κ.λπ.): τον Σαίξπηρ, τον Τενεσί Ουίλιαμς και τον Ίψεν. Ο τελευταίος, όλος βάθος και βένθος που έλεγε κι ο Ηλίας Λάγιος. Οι συγκρούσεις του μεμονωμένου εγώ με την κοινωνία ως συμπαγές εχθρικό, αλλά και με τα μεμονωμένα εγώ των άλλων. Κι ακόμα, οι εσωτερικές συγκρούσεις, το ένα κομμάτι του εγώ με τα άλλα κομμάτια. Οι εκδόσεις Gutenberg φροντίζουν για την εξόχως επιμελημένη, όπως της αξίζει, επανεμφάνιση των έργων του Νορβηγού θεατράνθρωπου (1828-1906). Τις μεταφράσεις υπογράφει ο Θεοδόσης Αν. Παπαδημητρόπουλος και την επιμέλεια ο Ήρκος Ρ. Αποστολίδης. Διαβάζω το Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί. «Τα μουσεία πάντα σ' αηδίαζαν. Νεκρόλακκους τα 'λεγες πάντα» θα πει καθηγητής Ρούμπεκ, ο πείσμων καλλιτέχνης, ο γλύπτης, στην Ιρένε, το άλλο σκέλος του ιψενικού τριγώνου, τρίτο σκέλος του οποίου είναι η σύζυγος του Ρούμπεκ, η Μάγια. Τι νόημα έχει να είσαι δημιουργός, αναρωτιέται στην αυγή του 20ού αιώνα, και του μοντερνισμού, ο Ίψεν. Ερώτημα που επανέρχεται σήμερα, στη δύση του μεταμοντερνισμού.
Κ όπως Κακάρογλου: Προσευχές που κάνουν την απώλεια πιο υποφερτή είναι τα ποιήματα, μας δίδασκε στα μεθυσμένα καφενεία ο Νίκος Καρούζος. Ο Λεωνίδας Κακάρογλου (Χανιά, 1952) γυρνάει στην απώλεια, επιστρέφει στον χαμό, περιπλανιέται στην ερημιά, αλλά πάντα γυρεύοντας το κεράκι μέσα στο δάσος, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στο φως, στο ξεπέρασμα, στην άρση του πένθους. Πενθεί ανθρώπους που χάθηκαν, πενθεί εποχές που παρήλθαν, πενθεί συμπεριφορές που γίνονται ολοένα και πιο σπάνιες, ο ποιητής, ναι, αλλά για να δείξει το σοκάκι προς το ξέφωτο της λύτρωσης. Παντού παρούσα η βροχή και η υγρασία στη συλλογή Μνήμη σχεδόν πλήρης (εκδ. Εστία). Αλλά και το θάλπος παρόν. Μια λυγμική αισιοδοξία μέσα στο πένθος και το χάσιμο και τον αφανισμό: η αισιοδοξία του ευγενικού, του αριστοκράτη των συναισθημάτων, του εστέτ που παραμένει βουρκωμένος, αλλά πάντα μ' ένα μειλίχιο μειδίαμα στα χείλη. Θα βρεις βροχή, αναγνώστη, στις σελίδες: 13, 16, 17, 18, 19, 28, 30, 33, 34. Θα βρεις ποίηση που δεν σκιάζεται να μένει στη σκιά των πραγμάτων, που ξέρει καλύτερα με ψιθύρους να ψέλνει και όχι με φωνασκίες. Να ένα ποίημα: «Η νύχτα δεν τελειώνει / Ξεκουράζεται στα μάτια σου / Κι ύστερα σκαρφαλώνει / Στην Άνοιξη». Να κι ένα δεύτερο: «Κοιμάμαι με το φως αναμμένο / Λένε πως διώχνει τα άσχημα όνειρα / Και θρυμματίζει το σκοτάδι του δωματίου / Σε μικρά κομμάτια αναμνήσεων / Που ταξιδεύουν τη σιωπή / Να γίνει αντίλαλος / Στους λεκιασμένους τοίχους // Οι φωνές στα όνειρα έμειναν». Να κι άλλο ένα: «Έβρεξε μια κίτρινη βροχή / Παλιοί καημοί / Στη λασπωμένη νύχτα / Κι η μνήμη / Φωτογραφία που κάηκε // Βαδίζω στην άκρη / Μετέωρων υποσχέσεων / Ανείπωτων λέξεων / Και μιας τρυφερής ελπίδας / Που αχνοφέγγει».
Λ όπως Λίλιθ: Σαράντα έξι ερωτικές επιστολές, ογδόντα πέντε πυκνά κεφάλαια «τσέπης», συνθέτουν ένα πανόραμα βιβλιοφιλίας, ένα εκθαμβωτικό βιβλιομανές καλειδοσκόπιο. Η Ελένη Γκίκα (Κορωπί, 1959) ελίσσεται στον λαβύρινθο των βιβλίων που είναι ο κόσμος, όπως τον ήθελε ο Μπόρχες. Μαζί με τον Αναγνώστη του Σαββατοκύριακου (εκδ. Εστία) του Δημήτρη Φύσσα, η Λίλιθ (εκδ. Καλέντης) αποτελεί έναν πλούσιο κατάλογο θελκτικών αναγνωσμάτων. Στους κήπους της γραφής και της περιπλάνησης η Λίλιθ συναντάει τη Γιόκο Ογκάουα, τον Ίρβιν Γιάλομ, τον Κάρλος Σομόθα, τον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον Βαρλάμ Σαλάμοφ, όλους αυτούς που τους ευγνωμονούμε, ως γενιά και ως άνθρωποι, εμείς, οι «μετρίως μέτριοι και πάντα μετρημένοι», όπως μας θέλησε ο τραβαδούρος Νίκος Πορτοκάλογλου. «Ένα βιβλίο που αποτελεί μέγιστο μάθημα ζωής» γράφει η Γκίκα για το Μαρτυρολόγιο του στάλκερ μας, του Αντρέι Ταρκόφσκι. «Σπαρταριστό σαν τη ζωή την ίδια, διεισδυτικό σαν τη ματιά του συγγραφέα του, πνευματικό και υπερβατικό σαν τις ταινίες, μεγαλειώδες μες στην αφάνταστη δύναμη να αυτοαναιρείται, με ρίζες στα έγκατα της γης και με ψυχή στα ουράνια, αλλ' όχι αβασάνιστα και αβρόχοις ποσί...».
σχόλια