Μακάρι να μπορούσα να στείλω στους φίλους έστω μόνο μιαν ανάσα αυτής της ανάλαφρης ζωής! Για έναν Ιταλό το ultramontane είναι μια πολύ σκοτεινή εικόνα, αλλά κι εμένα μού φαίνεται τώρα αυτό το «πέρα από τις Άλπεις» ζοφερό·
Γκαίτε
Et in Arcadia ego, την περίφημη λατινική φράση που παρουσιάζεται ως τίτλος δύο ζωγραφικών έργων του Νικολά Πουσέν (1594 – 1665), την τοποθετεί ο Γκαίτε ως μότο στο ημερολόγιό του για Το ταξίδι στην Ιταλία που, μαζί με τα έργα του Ποίηση και Αλήθεια και Εκστρατεία στη Γαλλία, αποτελεί μια αυτοβιογραφική ενότητα. Με τη φράση αυτή, την οποία χρησιμοποιεί με την έννοια «Κι εγώ στην Αρκαδία», ο Γκαίτε δηλώνει ότι η Ιταλία ήταν γι' αυτόν η υπαρκτή Αρκαδία, ότι η Ιταλία ήταν ο τόπος τον οποίο αναζητούσαν οι λογοτέχνες του 18ου αιώνα και που τώρα εκείνος πίστευε πως τον ανακάλυπτε.
Από τις εκδόσεις Ολκός, κυκλοφόρησε το "Ταξίδι στην Ιταλία" του Γκαίτε, με ημερολογιακές σημειώσεις που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά και αποκαλύπτουν την επιθυμία του συγγραφέα να γνωρίσει την Ιταλία όχι ως μια νοσταλγική κατάσταση με ρίζες στα παιδικά του χρόνια αλλά ως ακατανίκητη ανάγκη να βιώσει την κλασική και την αναγεννησιακή τέχνη διευρύνοντας τον καλλιτεχνικό του ορίζοντα και κυρίως ανακαλύπτοντας τον πραγματικό εαυτό του.
"Η νοσταλγία του για την Ιταλία", λέει ο μεταφραστής Γιώργος Δεπάστας, "έχει τις ρίζες της στα παιδικά του χρόνια, τότε που άκουγε τον πατέρα του να περιγράφει τις επισκέψεις του στις ιταλικές πόλεις και προπάντων στη Βενετία. Με τον καιρό, αυτή η επιθυμία του να γνωρίσει την Ιταλία έπαψε να είναι απλώς μια νοσταλγία κι έγινε μια ακατανίκητη ανάγκη να βιώσει την κλασική και την αναγεννησιακή τέχνη, επειδή ήταν πεπεισμένος ότι έτσι δεν θα διεύρυνε απλώς τον καλλιτεχνικό του ορίζοντα αλλά θα ανακάλυπτε και τον πραγματικό εαυτό του. Αυτή η επιθυμία του έγινε τόσο βασανιστική που απέφευγε να διαβάζει κλασικούς λατίνους συγγραφείς. Παρ' όλα αυτά ανέβαλε δύο φορές το ταξίδι γιατί δεν ένιωθε ακόμα κατάλληλα προετοιμασμένος".
Το 1770 ο Γκαίτε γράφει στον φίλο του Ερνστ Τέοντορ Λάνγκερ στη Λειψία: «Στην Ιταλία! Στην Ιταλία! Αλλά όχι αυτό το χρόνο. Είναι πολύ νωρίς για μένα. Το Παρίσι θα γίνει το σχολείο μου, η Ρώμη θα γίνει το πανεπιστήμιό μου, γιατί όταν θα την έχω δει, θα έχω δει τα πάντα.» Πίστευε ότι πιο ειδικές γνώσεις ήταν μια προϋπόθεση για ένα τέτοιο ταξίδι και χαλιναγωγούσε έτσι την ανυπομονησία του.
Στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών, ήδη διάσημος από το δράμα Γκετς φον Μπέρλιχινγκεν (1773) και το μυθιστόρημα Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (1774), μεταβαίνει και εγκαθίσταται στη Βαϊμάρη, ύστερα από πρόσκληση του δεκαοκτάχρονου δούκα Καρλ-Άουγκουστ, όπου και παραμένει όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον δούκα, ανέλαβε πολλά τιμητικά αξιώματα, όπως προσωπικός σύμβουλος του δούκα, πρόξενος, υπουργός κ.ά., και σχετίστηκε για μια δεκαετία με μια παντρεμένη γυναίκα, μεγαλύτερή του, την Σαρλόττε φον Στάιν.
Δεν είναι γνωστό αν το ταξίδι στην Ιταλία ήταν προσχεδιασμένο ή πραγματοποιήθηκε αυθόρμητα ύστερα από μια ξαφνική απόφαση.
Στις 28 Αυγούστου του 1786 πάντως ο Γκαίτε γιορτάζει την 37η επέτειο των γενεθλίων του στη λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ, όπου είχε μεταβεί με τον Δούκα της Βαϊμάρης και πολλές άλλες προσωπικότητες, και στις 3 Σεπτεμβρίου τα χαράματα, αναχωρεί κρυφά, με το ψεύτικο όνομα Φίλιπ Μίλλερ και ελάχιστες, για την εποχή εκείνη, αποσκευές, για να εκπληρώσει το μεγάλο νεανικό του όνειρο και τη ζωτική πλέον ανάγκη του: να γνωρίσει την Ιταλία.
Με την ευλάβεια προσκυνητή και την ευφορία εφήβου, αδημονεί να εισχωρήσει βαθύτερα στον Νότο και να αντικρίσει τα κλασικά μνημεία της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Οι παρατηρήσεις του δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτά, το ενδιαφέρον του για τη γεωλογία και τη βοτανική παραμένει άγρυπνο σε όλο το ταξίδι. Μαγεύεται από τη Βενετία, όπου μένει δυόμιση εβδομάδες, αλλά κι εκεί διακατέχεται από την ανυπομονησία να γνωρίσει τη Ρώμη και την κλασική αρχαιότητα.
Εντυπωσιάζεται από το Νότο. «Αν δεις την Ιταλία χωρίς να δεις τη Σικελία, είναι σαν να μην έχεις δει απολύτως τίποτα. Εδώ στη Σικελία βρίσκεις το κλειδί για όλα.»
Από τα ημερολόγια του σταχυολογήσαμε:
Τώρα είχα για πρώτη φορά έναν γνήσιο ιταλό αμαξά· ο πανδοχέας δεν μιλάει γερμανικά, κι εγώ αναγκάστηκα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου στις γλώσσες. Πόσο χαίρομαι, που πλέον η αγαπημένη μου γλώσσα ζωντανεύει, γίνεται η καθημερινή γλώσσα!
Στη βραδινή δροσιά πήγα περίπατο και βρέθηκα πια πραγματικά σε μια νέα χώρα, σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον. Οι άνθρωποι ζουν μια ανέμελη ζωή παραμυθιού. Οι πόρτες δεν έχουν κλειδαριές· ο πανδοχέας όμως με διαβεβαίωσε, ότι μπορούσα να είμαι τελείως ήσυχος, ακόμα κι αν ό,τι είχα μαζί μου ήταν από διαμάντια.
Παντού βρίσκεις την πιο μεγάλη ανεμελιά, αν και υπάρχει αρκετή ζωή και κίνηση. Όλη τη μέρα οι γειτόνισσες φλυαρούν και ξεφωνίζουν, και ταυτόχρονα όλες έχουν κάτι να κάνουν, κάτι να φροντίσουν. Δεν είδα ακόμα καμία γυναίκα να τεμπελιάζει.
Σε μια χώρα, όπου απολαμβάνει κανείς την ημέρα, αλλά χαίρεται κυρίως τα βράδια, είναι άκρως σημαντικό όταν πέφτει η νύχτα. Τότε σταματάει η εργασία, τότε επιστρέφει ο περιπατητής, ο πατέρας θέλει να δει την κόρη του πάλι στο σπίτι, η ημέρα έχει ένα τέλος· τι ακριβώς σημαίνει όμως η ημέρα, εμείς από τις σκοτεινές χώρες του Βορρά δεν το γνωρίζουμε καθόλου. Μέσα σε αιώνια ομίχλη και θολούρα, το ίδιο μας κάνει, αν είναι ημέρα ή νύχτα· διότι πόσο χρόνο μπορούμε αληθινά να χαλαρώσουμε κάτω από τον ανοιχτό ουρανό και να ευχαριστηθούμε;
Ωστόσο κι εδώ είναι ο λαός πάλι η βάση πάνω στην οποία όλα στηρίζονται, οι θεατές παίζουν μαζί και το πλήθος αφομοιώνεται με το θέατρο σε ένα σύνολο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας στην πλατεία και στις όχθες, πάνω στις γόνδολες και στο παλάτι, αυτός που αγοράζει κι αυτός που πουλάει, ο ζητιάνος, ο ναυτικός, η γειτόνισσα, ο δικηγόρος και ο αντίπαλός του, όλοι ζουν και απασχολούνται και έχουν υποχρεώσεις, μιλούν και διαμαρτύρονται, φωνάζουν και διαλαλούν, τραγουδούν και παίζουν, βλαστημούν και θορυβούν. Και το βράδυ πηγαίνουν στο θέατρο και βλέπουν και ακούν τη ζωή της ημέρας τους, έντεχνα συμπυκνωμένη, έξυπνα συνοψισμένη, συνυφασμένη με παραμύθια, αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα με μάσκες αλλά ίδια με τις συνήθειές τους.
Η Νάπολη είναι ένας παράδεισος, ο καθένας ζει σε ένα είδος μεθυσμένης ανιδιοτέλειας. Το ίδιο συμβαίνει και σ' εμένα, δεν αναγνωρίζω καν τον εαυτό μου, νομίζω πως είμαι τελείως άλλος άνθρωπος. Χθες σκέφτηκα: «Ή ήσουν εντελώς τρελός, ή είσαι τώρα.» Στην περιοχή αυτή κατανοείς για πρώτη φορά τι είναι βλάστηση και γιατί καλλιεργείται η γη.
Όλοι βρίσκονται στο δρόμο, κάθονται στον ήλιο, όποτε ευαρεστηθεί αυτός να λάμψει. Ο Ναπολιτάνος πιστεύει πως έχει στην κατοχή του τον Παράδεισο και έχει μια πάρα πολύ θλιβερή εικόνα για τις χώρες του Βορρά. «Συνέχεια χιόνι, σπίτια από ξύλο, μεγάλη αμορφωσιά, αλλά αρκετό χρήμα». Έτσι φαντάζονται την κατάστασή μας. Η ίδια η Νάπολη μάς παρουσιάστηκε χαρούμενη, ελεύθερη και ζωηρή, αμέτρητοι άνθρωποι τρέχουν εδώ κι εκεί, ο βασιλιάς έχει πάει κυνήγι, η βασίλισσα είναι σε ενδιαφέρουσα, και καλύτερα δεν γίνεται.
Όλα μαρτυρούν πως μια ευτυχισμένη χώρα, που καλύπτει πλούσια τις πρώτες της ανάγκες, μπορεί να γεννήσει και ανθρώπους με ευτυχισμένη φύση, γιατί μπορούν να περιμένουν χωρίς ανησυχία την αυριανή ημέρα που θα φέρει όσα έφερε η σημερινή και ζουν αμέριμνα. Στιγμιαίες ικανοποιήσεις, μετρημένες απολαύσεις, παροδικά βάσανα που υπομένονται με ευθυμία!
Ανακαλύπτω σ’ αυτόν τον λαό την πιο ζωηρή και ευφυή δραστηριότητα όχι για να γίνουν πλούσιοι, αλλά για να ζουν ανέμελα.
Εδώ θέλεις μόνο να ζεις. Ξεχνάς τον εαυτό σου και τον κόσμο, και για μένα είναι αλλόκοτο το συναίσθημα να περιβάλλομαι μόνο από ανθρώπους που απολαμβάνουν.
Info:
Το ταξίδι στην Ιταλία
του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε
Eκδόσεις Ολκός
Mετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
σελ. 216, τιμή 18 ευρώ
σχόλια