«Οτιδήποτε βλέπεις εδώ, το είχα από πριν. Ήρθαν κάποιες δουλειές πρόσφατα και υπολόγισα ότι θα έπρεπε να είμαι πολλές ώρες σε στούντιο οπότε αποφάσισα να τα συγκεντρώσω εδώ» μου λέει ο Theodore, κατά κόσμο Θοδωρής Πολυχρονόπουλος μόλις με υποδέχεται στο στούντιό του, σε έναν ονειρεμένο χώρο που νοικιάζει, μόλις ένα λεπτό από τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Μουσικά όργανα, παρτιτούρες, εξοπλισμός ηχοληψίας, όλα διάσπαρτα σε ένα μέρος που αποπνέει έντονη δημιουργικότητα.
Πάντα δέκα λεπτά πριν ανέβω στη σκηνή τρέμω, μέχρι να πατήσω την πρώτη νότα. Μετά μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Αυτός είναι μάλλον ο λόγος που κάνω μουσική – για να καταφέρω να φτάσω σε αυτή τη στιγμή.
Ξεκινά να μου περιγράφει την πρώτη του ενασχόληση με την κινηματογραφική μουσική που τον έχει ενθουσιάσει το τελευταίο διάστημα. «Δούλεψα για μια ελληνοαμερικανική ταινία. Το αστείο είναι πως η μουσική που μου ζητήθηκε δεν θυμίζει σε τίποτα όσα έχω κάνει ως τώρα. Είναι γυρισμένη στη Νέα Υόρκη και σε ένα ελληνικό νησί και το soundtrack είναι εντυπωσιακά παραδοσιακό. Είχε φοβερό ενδιαφέρον για μένα να συνεργαστώ με τον Θωμά Κωνσταντίνου και τον Κώστα Μερετάκη από τους Τακίμ, έμαθα πάρα πολλά για τη φολκ μουσική από εκείνους. Νομίζω ότι τελικά αυτός που γράφει soundtrack είναι περισσότερο "δραματοποιός" παρά μουσικός. Βλέπει, προσπαθεί να καταλάβει πώς θα αποδώσει σωστά την εικόνα σε μουσικό πλαίσιο. Είναι ένας άλλος κόσμος, εντελώς μακριά από όσα ξέρω να κάνω. Εγώ μέχρι τώρα πίστευα ότι όταν μου προταθεί ταινία, θα χρησιμοποιήσω τα δυνατά μου στοιχεία, θα βάλω ορχήστρα, θα το κάνω έτσι, θα το κάνω αλλιώς... Η πρώτη ευκαιρία λοιπόν δεν είχε καμία σχέση. Δεν έχω ιδέα γιατί προτίμησαν εμένα». Σε αυτό τον δημιουργικό αναβρασμό, λοιπόν, ο Theodore προτίμησε να απομονωθεί σε έναν δικό του χώρο, καθώς στο Λονδίνο, που εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση του, δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. «Μπορεί να βρίσκομαι και 15 ώρες εδώ μέσα. Ως τώρα δεν έχω νιώσει τη μοναξιά του δημιουργού, έρχονται συνεργάτες, ο ηχολήπτης, δουλεύουμε μαζί, γίνονται πρόβες... Εν τω μεταξύ, κάνω μεγάλο αγώνα για να γίνω όσο πιο οργανωτικός μπορώ. Δουλεύω -ευτυχώς ή δυστυχώς- μόνος μου, δεν έχω δική μου μπάντα ή εταιρεία, πρέπει να τα κάνω όλα εγώ οπότε είναι απαραίτητο το στοιχείο της οργάνωσης».
Ο Θοδωρής, πριν γίνει Theodore, ήξερε από μικρός ότι θα ασχοληθεί με τη μουσική. Γι' αυτό δεν έχασε χρόνο επιχειρώντας άλλα πράγματα που ενδεχομένως θα τον αποσπούσαν από τον στόχο του και μόλις τελείωσε το σχολείο έφυγε για το Λονδίνο. «Στα σχολικά χρόνια δεν έκανα και πολλά. Είχα μια μπάντα και πήγαινα βόλτες. Όμως μόλις ολοκληρώθηκε ο σχολικός κύκλος ένιωσα την ανάγκη να δουλέψω, να το δω εξ' αρχής σοβαρά. Είναι σημαντικότερο αυτό ακόμα και από τις ίδιες τις σπουδές, νομίζω. Έτσι, έφυγα για να σπουδάσω στο Λονδίνο κλασική σύνθεση και μουσική για κινηματογράφο στο Middlesex University. Θεωρούσα τότε ότι αυτή η πόλη είναι το καταλληλότερο μέρος για να κάνει κάποιος μουσική. Είναι μια πολύ δύσκολη μουσική αγορά – θέλει αγώνα και αίμα για να καταφέρεις να κάνεις οτιδήποτε εκεί. Είναι έτσι στημένο το σύστημα που σε κρατάει μακριά μέχρι να καταφέρεις να σκαρφαλώσεις σε ένα επίπεδο. Ακούγεται χαοτικό αλλά είναι η ουσία. Παράλληλα, επειδή όλα λειτουργούν αξιοκρατικά, αυτοί που καταφέρνουν να περάσουν, σημαίνει ότι κάτι έχουν». Όταν τον ρωτώ αν τελικά άξιζαν οι συγκεκριμένες σπουδές, μου λέει ότι δεν μπορεί να τις απομονώσει από το υπόλοιπο «πακέτο» του Λονδίνου περιγράφοντας μια περίοδο όπου προχωρούσε στα «ψαχτά» και προσέγγιζε το know-how της σύνθεσης για να κάνει πράξη αυτά που ονειρεύεται. Πλέον είναι σε θέση να αντιληφθεί περισσότερο ποιος είναι, βλέποντας πόσο διαφορετικά λειτουργούσε πριν αρχίσει να εφαρμόζει όσα έμαθε. Ωστόσο, θεωρεί πως έχει διατηρήσει και τα καλά στοιχεία του αυθορμητισμού με τον οποίο δούλευε πριν. «Το ακαδημαϊκό κομμάτι σου μαθαίνει πώς να γράψεις ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Δεν θα σου δείξει ποτέ τι να κάνεις όταν θα τους έχεις απέναντί σου. Τη στιγμή που εκείνοι κοιτούν το ρολόι τους κι αν δεν είναι καλό αυτό που παρουσιάζεις, το 'χασες. Αυτή είναι η πραγματική ζωή».
Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε Αθήνα και Λονδίνο. Μου λέει πως όσο περνάει ο καιρός νιώθει διαφορετικά ως προς τη θέση που κατέχουν οι δύο πόλεις μέσα του. «Είναι δύσκολο, γκρίζο και κρύο -από πλευράς κλίματος και ανθρώπων- το Λονδίνο. Ωστόσο, ούτως ή άλλως είμαι κλεισμένος μέσα και εδώ και εκεί. Για λίγο όμως που θα βγω έξω στην Αθήνα, μου προκαλεί σίγουρα ψυχική ανάταση. Σημασία έχει να βρίσκεται κανείς εκεί που θεωρεί ότι τα όνειρά του μπορούν να πάρουν έναν δρόμο προς την πραγματικότητα. Όταν προσπαθείς να δημιουργήσεις πάνω σε κάτι που πιστεύεις, πρέπει να δίνεις ό, τι έχεις και δεν έχεις, είτε υλικά, είτε συναισθηματικά είτε πνευματικά».
Ο Θοδωρής μεγάλωσε στα Βριλήσσια, χωρίς να ακούει πολλή μουσική, όπως θα φανταζόταν κάποιος. «Ποτέ δεν ήμουν το παιδί που κυκλοφορούσε με ακουστικά στα αυτιά του. Όταν όμως κολλούσα με κάτι, το κόλλημα ήταν έντονο». Οι κλασικοί συνθέτες και ο Χατζιδάκις ήταν το μόνιμο soundtrack που ακουγόταν στο σπίτι. «Κάπου στα 14-15 πρέπει να συνειδητοποίησα τι ακούω. Ότι είναι Χατζιδάκις και μου προκαλεί αυτό το συναίσθημα. Τι συναίσθημα; Αυτό που δεν μπορώ να σου περιγράψω. Αυτό που νιώθεις, που δεν ξέρεις τι ακριβώς, αλλά νιώθεις ωραία. Όχι όμορφα απαραιτήτως. Νιώθεις σωστά. Ότι κάτι γεμίζει. Έτσι αισθάνομαι όταν δημιουργώ μουσική. Παρομοιάζεται εύκολα με οργασμικά φαινόμενα. Doors και Pink Floyd ακολούθησαν. Μεγαλώνοντας, ερωτεύτηκα τους Radiohead και τους Sigur Rós. Είχα βρει ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι απ' όπου αγόραζα βινύλια. Αρχικά είχα πάρει το «Strange Days» των Doors, το «Dark Side of the Moon» των Pink Floyd και συνέχιζα. Στο σπίτι όμως το πικάπ είχε χαλάσει από καιρό. Κάποια στιγμή στα γενέθλιά μου, οι γονείς μου πήραν καινούριο πικάπ για να τα αξιοποιήσω επιτέλους! Τους είχα δει και live στον Λυκαβηττό τους Doors χωρίς τον Morrison προφανώς. Μεγαλώνοντας, έψαξα να δω τι γράφτηκε για εκείνη τη συναυλία. Άκουσα πολύ κακά σχόλια από μεγαλύτερο κόσμο. Για μένα όμως ήταν μια φοβερή εμπειρία».
Πιάνο, μπουζούκι, κιθάρα, σαξόφωνο είναι μερικά από τα όργανα που παίζει – τα έμαθε με δασκάλους ή μόνος του. «Γενικά αν μου δώσεις ένα όργανο, θα παίξω. Δεν μπορώ να σου πω ποια από αυτά -και αν- τα παίζω καλά. Ο αυτοσχεδιασμός περιλαμβάνει το ότι αν μου δώσεις τη δική σου μουσική μάλλον δεν θα τα καταφέρω, είτε γιατί δεν επαρκεί η τεχνική μου ή επειδή δεν με ενδιαφέρει πολύ να παίξω μουσική που δεν είναι δική μου. Όμως μπορώ να γράψω πάνω σε αυτά τα όργανα. Τα αντιμετωπίζω ως σύνολο, χωρίς να έχω εμβαθύνει ιδιαίτερα σε κάποιο από αυτά. Κάποιες φορές γράφω κατευθείαν στο πιάνο, άλλες στο πεντάγραμμο».
Ο πρώτος δίσκος του Theodore έσκασε ηχηρά το 2012 στην εγχώρια σκηνή αυτού που αποκαλούμε «αγγλόφωνη εναλλακτική μουσική». Το όνομα του Vassilikos στην παραγωγή συνέβαλε αναμφισβήτητα τόσο στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όσο και στην προώθησή του. «Είχα κλείσει μια αίθουσα στο ωδείο του Νάκκα και του έπαιξα όλα τα κομμάτια του δίσκου με πιάνο και φωνή μόνο. Του ζήτησα να με βοηθήσει να κάνω δίσκο αυτό που άκουσε. Όσοι κάνουμε αυτό το είδος μουσικής που αποφεύγω να κατονομάζω, χρωστάμε πολλά στον Βασιλικό γιατί ήταν ο πρώτος που άνοιξε τον δρόμο. Καταλαβαίνεις για ποιο είδος μιλάω – για κάποιο λόγο στην Ελλάδα υπάρχουν όλες οι μουσικές και αυτοί που γράφουν αγγλικό στίχο. Τέλος πάντων, έπαιξε τον ρόλο του ανθρώπου που θα έλεγε "ναι, σωστά το λες" αφού τότε δεν πίστευα στον εαυτό μου. Χρειαζόμουν κι έναν δάσκαλο, πέρα από το πανεπιστήμιο».
Τα live του Theodore είναι μυσταγωγία. Μου μιλά για το πώς αντιμετωπίζει τη μουσική σαν ζωντανό οργανισμό, για το πόσο θέλει να προσθέτει νέα κομμάτια και να πειράζει τις ενορχηστρώσεις των παλιότερων πριν από κάθε live, σχεδόν να τα ξαναγράφει, «αλλιώς πάρε ένα CD κι άκου το!». Προφανώς δεν είναι τυχαίο που το προηγούμενο καλοκαίρι εμφανίστηκε στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής – δεν θυμάμαι πρόσφατα άλλο μουσικό να έχει την τιμή σε τόσο μικρή ηλικία να εμφανιστεί σε σόλο ζωντανή εμφάνιση σε έναν τέτοιο χώρο. «Αυτό είναι ένα από τα ωραία της εποχής. Ότι υπάρχει η δυνατότητα για νέους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε ωραίους χώρους. Δέκα χρόνια πριν ήταν καταδικασμένοι να παίζουν σε μαγαζιά με άσχημο ήχο. Θέλω να έχω τον έλεγχο για τα πάντα στα live. Από την ενορχήστρωση, τα κομμάτια και τις δομές τους, μέχρι τα φώτα και τον ήχο. Όλοι λίγο-πολύ μπορούμε να φτιάξουμε πλέον έναν αξιοπρεπή δίσκο και με καλή ποιότητα. Παίρνεις έναν υπολογιστή, δανείζεσαι ένα μικρόφωνο και γράφεις. Σε live δεν μπορούν να παίξουν όλοι, αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα – να γίνομαι συνεχώς καλύτερος στα live. Πάντα δέκα λεπτά πριν ανέβω στη σκηνή τρέμω, μέχρι να πατήσω την πρώτη νότα. Μετά μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Αυτός είναι μάλλον ο λόγος που κάνω μουσική – για να καταφέρω να φτάσω σε αυτή τη στιγμή. Θέλω να μεγαλώνουν τα live μου, αυτό είναι το κίνητρό μου γιατί το συναίσθημα που νιώθω γίνεται πιο έντονο. Το κοινό λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής, το κάνει μεγαλύτερο. Όταν ξεκίνησα, έπαιζα στο Λονδίνο για 10-15 άτομα και σταδιακά έφτασα στα 1500 το καλοκαίρι στο Μέγαρο».
Σημασία έχει να βρίσκεται κανείς εκεί που θεωρεί ότι τα όνειρά του μπορούν να πάρουν έναν δρόμο προς την πραγματικότητα. Όταν προσπαθείς να δημιουργήσεις πάνω σε κάτι που πιστεύεις, πρέπει να δίνεις ό, τι έχεις και δεν έχεις, είτε υλικά, είτε συναισθηματικά είτε πνευματικά.
Στο Gazarte όπου θα εμφανιστεί στις 3 Απριλίου, θα παρουσιάσει τον δεύτερό του δίσκο με τίτλο «It Is But It's Not». «Είναι και δεν είναι ή είναι αλλά δεν είναι. Ο τίτλος προέκυψε από τη σκέψη ότι μπορώ να σου πω κάτι και να το πιστέψεις. Μπορεί να ισχύει ή όχι. Ακόμα και σε πολύ βαθιές "φιλοσοφικές" συζητήσεις, μπορεί να μιλάμε για ώρες και να μην καταλήξουμε κάπου. Και στο τέλος, ενώ η συζήτηση δείχνει ότι τείνει κάπου δεν έχει αλλάξει τίποτα. Άρα όλα ισχύουν και ταυτόχρονα τίποτα. Η ενότητα των αντιθέσεων με ενδιαφέρει, πώς το καθετί τροφοδοτεί κάτι άλλο».
Άλλο ένα στοιχείο που καταδεικνύει το ότι έχω απέναντί μου έναν μουσικό μόλις 23 ετών είναι η σωστή του ενασχόληση με τα social. Η σελίδα του Theodore στο facebook είναι πολύ δουλεμένη και για εκείνον αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς του. «Δεν έχεις ανάγκη κανέναν με τα social. Ο κόσμος θα σε βρει. Διαχειρίζεσαι εσύ ο ίδιος τι θα παρουσιάσεις και σε ποια συχνότητα. Νιώθω πως μου διατίθεται ένας ακόμη χώρος για να δημιουργήσω. Τον τελευταίο καιρό κάνω μια σειρά από κομματάκια που είναι γραμμένα μόνο για το YouTube. Τα ανακοινώνω και τα ανεβάζω εκείνη τη στιγμή. Στην ουσία έχω βρει άλλη μια σκηνή. Δεν είμαι μόνο δίσκος ή μια live παρουσία. Μπορώ να παίζω ζωντανά για σένα, τώρα, που είσαι στην Αγγλία ή στην Κίνα, αν θες να με βρεις».
Μιλάμε αρκετή ώρα και συνειδητοποιώ ότι ο Theodore είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων συνομιλητής, ενώ η αισιοδοξία του νεαρού της ηλικίας του είναι έντονη και μεταδοτική. «Μουσικά ζούμε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Ο κόσμος δεν πηγαίνει το ίδιο συχνά στα σκυλάδικα, έχουν πάρει πια τον χώρο που τους αναλογεί και καλώς έχουν κάνει. Δεν σε ενοχλεί κάτι αν απλώς υπάρχει. Είναι πια τεράστια ευθύνη να παίζεις μπροστά σε κόσμο, όταν ξέρεις ότι ο άλλος σηκώθηκε από τον καναπέ του για να περάσει δυο ώρες μαζί σου, ότι μπορεί να είναι η μοναδική του έξοδος όλη την εβδομάδα, ότι ξόδεψε ένα σημαντικό ποσό για να σε δει να κάνεις αυτό που σου αρέσει. Μπορούμε και οι δύο να σκεφτούμε τουλάχιστον δέκα ονόματα κάτω των 30 που κάνουν αξιοπρεπώς τη μουσική τους, άσχετα με το αν μας αρέσει ή όχι, και το αποτέλεσμα είναι καλό».
Info
Theodore live
Gazarte, Βουτάδων 32-24, Γκάζι, 210 3460347
Παρασκευή 3/4, 22.00
Εισ. €7-18 (προπώληση), €10-21 (ταμείο)
σχόλια