Ήρθα να σου πω τα μοιρολόγια που σου πρέπουνε να τ'ακούσεις, είπε η αδερφή στην αδερφή που ήταν άρρωστη. Είδα τ'όνειρο σου και θα πεθάνεις ή σήμερα ή αύριο. Πες τα, την παρακάλεσε η Ελένη. Έκλεισε την πόρτα και κανείς δεν άκουσε τι της είπε. Όμως την προετοίμασε με τα όμορφα λόγια. Το ίδιο βράδυ η Ελένη έφυγε ήρεμα...
Τραγούδια που αποδέχονται το θάνατο σα στοιχείο ζωής. Τα ιερά τραγούδια των ψυχών, ελεύθερα σαν τον ανοιξιάτικο άνεμο...
Το 1997 στην ''Πύλη της άμμου'', τον έκτο δίσκο του, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων κάνει τραγούδι τον θρήνο του Μιχάλη και της Όλγας Δραμουντάνη για το χαμό της φτωχής πολυτυραννισμένης μάνας τους. Τόσο από μουσικής, όσο και από στιχουργικής άποψης, η ''Μάνα'' είναι ένα από τα πιο θλιβερά τραγούδια των τελευταίων χρόνων:
Μάνα μου, δύσκολο κενό/ αφήνει ο μισεμός σου/ άκουσ'το, μάνα, μια φορά/ απ'το μεγάλο γιο σου/ Μάνα μου υπερήφανη/ και ντροπαλή μου μάνα/ δεν το πιστεύω πως χτυπά/ για σένα η καμπάνα/ Φεγγάρι, παραγγέλνω σου/ και μην το λησμονήσεις/ τη μάνα μου στα σκοτεινά/ δε θέλω να αφήσεις
Το 1977 κυκλοφορούν ''Τα Λυρικά'' του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Ζωντανή ηχογράφηση από τον Λυκαβηττό με ερμηνευτή τον ίδιο τον συνθέτη και στα φωνητικά τους Πέτρο Πανδή, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σοφία Μιχαηλίδου. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Θεοδωράκη με τους στίχους του Λειβαδίτη σκέτο βάλσαμο για όλους τους κυνηγημένους αυτού του κόσμου. Ένας άλλος Μυστικός Δείπνος με τον Χριστό περιτριγυρισμένο από πένητες, τυφλούς και ανέστιους μοναχικούς ανθρώπους. Το ''Την πόρτα ανοίγω το βράδυ'' ηχογραφήθηκε ξανά με τις φωνές της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, της Μαρίας Φαραντούρη και άλλων τραγουδιστών, καμία όμως εκτέλεση δεν έφτασε την αισθητική πληρότητα της αρχικής με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Το 1975 κυκλοφορούν τα δύο πρώτα τραγούδια του Χάρη Κατσιμίχα, τότε που ο γνωστός τραγουδοποιός συνεργαζόταν με τους Αγάπανθος (Θοδωρής Τρύφωνας, Ντόριαν Κόκκας, Στέφανος Δεκεριάν). Η παραγωγή ήταν του Τέρενς Κουίκ, ο οποίος τον ίδιο καιρό έκανε επίσης την παραγωγή του θρυλικού άλμπουμ ''Σε άλλους κόσμους'' του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη. Τα κομμάτια του σπανιότατου δίσκου 45 στροφών, ''Η μπαλάντα της Ελένης'' και το ''Σαν όνειρο'', ήταν δύο εντελώς χίπικες ακουστικές μπαλάντες, ένα χρόνο πριν την κυκλοφορία του πρώτου μεγάλου δίσκου των Αγάπανθος με τίτλο το όνομα τους. Στη ''Μπαλάντα της Ελένης'' με τη φωνή του Κατσιμίχα, ακούμε τη θλιβερή ιστορία της Ελένης, μιας φτωχής πλύστρας, που πέθανε πάνω στη γέννα του παιδιού της και το σπίτι της ''έκλεισε'' προτού να ''ανοίξει''...
Η συμμετοχή της Δήμητρας Γαλάνη στο δίσκο ''Νίκος Καββαδίας S/S IONION 1934'' (1986) των Ξέμπαρκων (Νότης Χασάπης - Ηλίας Αριώτης) έγινε με ένα άκρως καταθλιπτικό τραγούδι σε ποίηση φυσικά του Καββαδία. Ο μελλοθάνατος που κρυφάκουσε και έμαθε για τον επικείμενο χαμό του, γράφει ένα σπαραξικάρδιο γράμμα στον φίλο του. Τα σχόλια περιττεύουν...
Το 1985 κυκλοφορούν από τον Σείριο τα ''Μοιρολόγια'', το ντεμπούτο άλμπουμ του Λουδοβίκου των Ανωγείων. Η ''Ριρίκα'' ήταν ένα από τα μοιρολόγια που συγκίνησε βαθύτατα τον Μάνο Χατζιδάκι, ακούγοντας το για πρώτη φορά να το τραγουδάει ο Λουδοβίκος με ένα μαντολίνο στους φίλους του. Επρόκειτο για τον θρήνο της Σοφίας Σαμόλη όταν έχασε τον άντρα της σε ατύχημα κι έμεινε με το δύο ετών κοριτσάκι τους. Λίγα χρόνια μετά, η Ριρίκα, μαθήτρια πρώτης δημοτικού, πεθαίνει ξαφνικά. Η χαροκαμένη μάνα και χήρα μοιρολογεί το διπλό καημό της στα όρια του παραληρήματος:
Σήκω, Ριρίκα, και έπαιξε, Ρηνιώ μου/ και του σκολειού η καμπάνα, ορφανό μου/ εσένα περιμένουνε, παιδί μου/ οι συμμαθήτριες σου, γιασεμί μου/ Σήκω να πας εις το σκολειό, Ρηνιώ μου/ να πεις εις τη δασκάλα, άμοιρο μου/ να πιάσει τον κατάλογο, παιδί μου/ να σβήσει το Ρηνιώ μου, γιασεμί μου/ Έγραψα και σημείωμα, χαρά μου/ και τό'βαλα στην τσάντα, έρωντα μου/ να το βαστάς εις τον μπαμπά, παιδί μου/ ίσως και σε γνωρίσει, άμοιρη μου/ να το βαστάς εις τον μπαμπά, παιδί μου/ ίσως και σε γνωρίσει, ορφανή μου...
Το ''Ήταν καμάρι της αυγής'' είναι ένα από τα πιο σπαρακτικά τραγούδια - μοιρολόγια του Μάνου Χατζιδάκι για τον ''Ματωμένο Γάμο'' του Federico Garcia Lorca στην απόδοση του Νίκου Γκάτσου. Ο χαμός του παλικαριού που τα μούσκλια τα νυχτιάτικα γίναν στεφάνι στα μαλλιά του παραπέμπει στον ιερό θρήνο της Ακολουθίας ''Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς''. Εκτός από τον Λάκη Παππά, το τραγούδησε συγκλονιστικά και η Φλέρυ Νταντωνάκη σε μία ηχογράφηση που εντάχθηκε στο άλμπουμ ''Οι Γειτονιές του φεγγαριού/ Χωρίον ο Πόθος'' (1977).
Σαν χθες, 9 Απριλίου του 1991, έφυγε από τη ζωή ο συνθέτης Δημήτρης Λάγιος σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε ο δίσκος ''Ρωγμές'' με λίγο παλαιότερες ηχογραφήσεις έργων του για την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρών με τη συμμετοχή της Μαρίζας Κωχ, της Ηλέκτρας Βάργκα και της Άννας Παρλαπάνου. ''Η Θυσία'' που ερμήνευσε ο ίδιος ακούγεται σαν ''ήχος αλλιώτικος στη σιωπή'', πραγματικά σαν ο δημιουργός ''για τη Θυσία να βαδίζει''...
Ο δίσκος ''Τα Μανιάτικα'' του Μιχάλη Τερζή σε στίχους του λαογράφου ποιητή Κυριάκου Κάσση κυκλοφόρησε το 1980 και ήταν ένα αρκετά πρωτότυπο έργο για το πλαίσιο της εποχής, άμεσα συνδεδεμένο με τα λαϊκά έπη, τους θρήνους και τα μοιρολόγια της Μάνης. Τραγουδούσαν η Άλκηστις Πρωτοψάλτη και ο Νικόλας Μητσοβολέας. Το ''Μισεύγεις, Γιώργη'', ένα από τα ''Μανιάτικα'' ακούμε με τη φωνή της Πρωτοψάλτη και χορωδιακό σύνολο:
Ο θάνατος απασχόλησε και το ρεμπέτικο τραγούδι όχι μόνο ως συνέπεια της ανέχειας ή των ναρκωτικών ουσιών, αλλά και της φυματίωσης, του λεγόμενου ''χτικιού'', με το πρώτο αντιβιοτικό φάρμακο να κάνει την εμφάνιση του στις αρχές της δεκαετίας του 1940. ''Του πόνου το ποτήρι'', γνωστό και ως ''Σύρτε και φέρτε τον παπά'', που έγραψε ο Μανώλης Χιώτης και ηχογραφήθηκε το 1949 ή το ΄50 με ερμηνευτές τον Τάκη Μπίνη και τον ίδιο, ήταν ένα δραματικό ζεϊμπέκικο με τον ''χτικιάρη'' να αποζητά τον Χάρο σαν λυτρωτή από το μαρτύριο της αρρώστιας: Χάρε, με το δρεπάνι σου/ έμπα στο φτωχικό μου/ μόνο το μνήμα το βαθύ/ θα γιάνει το χτικιό μου...
Για το τέλος, ένα τραγούδι του Σπύρου Ζαγοραίου ντουέτο με τη γυναίκα του, Ζωή, σε στίχους του παλιού συνεργάτη του, Δημήτρη Γκούτη. Το ''Εκεί που μένουν οι νεκροί'' του 1975, αν παρακάμψουμε το ελαφρώς ''λούμπεν'' ύφος του, είναι ένα κοινωνικό μελοδραματικό άσμα σα να βγήκε από ταινία του Ξανθόπουλου. Η ιστορία θέλει το μικρό παιδί να ρωτάει τον πατέρα του, που το παίρνει κάθε μέρα και πάνε και κλαίνε πάνω από το μνήμα της μάνας, το εξής αυτονόητο μεσ'στην παιδική του αφέλεια: Τότε πατέρα μου γιατί/ δεν ανοίγουμε τον τάφο/ τη μανούλα να ξυπνήσω/ και να την σφιχταγκαλιάσω... Βράσε ρύζι, που λένε!
σχόλια