Όταν η Δρ. Ρουθ Γουεστχάιμερ ερωτήθηκε για πρώτη φορά αν ήθελε να γίνει το αντικείμενο ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ, η απάντησή της ήταν αποφασιστική: Απολύτως όχι. Ήταν πολύ απασχολημένη ακόμα και στα 90 της και έτσι κι αλλιώς είχε μιλήσει ήδη πολύ στην μακρόχρονη καριέρα της με την ιδιότητα της πιο διάσημης σεξουαλικής θεραπεύτριας του κόσμου.
Όταν όμως ακολούθως ο ενδιαφερόμενος παραγωγός Ράφαελ Μάρμορ της έστειλε ένα σύνδεσμο για μια από τις προηγούμενες ταινίες του, με τίτλο "No Place on Earth" (Κανένα μέρος στον κόσμο» που είχε θέμα την συγκλονιστική ιστορία Εβραίων που είχαν καταφύγει σε σπηλιές για καιρό για να αποφύγουν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλαξε γνώμη.
Η ίδια η Γουεστχάιμερ δηλώνει σήμερα ότι χρωστά την χαρακτηριστικά πρόσχαρη και ευζωική φύση της στην κοινωνικοποίηση της κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και την ειδυλλιακή όπως την χαρακτηρίζει οικογενειακή της ζωή στην Φρανκφούρτη πριν από τον πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, η 12χρονη Ρουθ είχε αποχωριστεί τους γονείς της στη Γερμανία και είχε σταλεί σε ένα ορφανοτροφείο στην Ελβετία. Οι δικοί της σκοτώθηκαν από τους Ναζί και η ίδια, μετά το τέλος του πολέμου, μεταφέρθηκε στο Ισραήλ. Και όταν έμαθε τον τίτλο και το θέμα της ταινίας που της έστειλε ο παραγωγός, δήλωσε αμέσως ότι έτσι ακριβώς είχε νιώσει τότε: σα να μην ανήκει σε κανένα μέρος του κόσμου.
Αμέσως τότε συμφώνησε να συμμετάσχει ως κεντρικό πρόσωπο στο ντοκιμαντέρ "Ask Dr. Ruth" (Ρωτήστε την Δρ. Ρουθ) που εξερευνά τη συνεισφορά της μικροσκοπικής δόκτορος (που έλαβε τον διδακτορικό της τίτλο από το Πανεπιστήμιο Columbia το 1970) στην σεξουαλική επανάσταση, έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Sundance αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Η ίδια η Γουεστχάιμερ δηλώνει σήμερα ότι χρωστά την χαρακτηριστικά πρόσχαρη και ευζωική φύση της στην κοινωνικοποίηση της κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και την ειδυλλιακή όπως την χαρακτηρίζει οικογενειακή της ζωή στην Φρανκφούρτη πριν από τον πόλεμο. Ο πατέρας της την ενθάρρυνε πάντα να μελετά, ενώ η μητέρα της ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες – όπως όταν την αποχαιρέτισε για τελευταία, όπως έμελλε, φορά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Φρανκφούρτης – τη διαβεβαίωνε «θα ιδωθούμε ξανά».
Ενώ όμως είναι πάντα ευτυχής να μοιράζεται αυτήν την πηγαία χαρά με όποιον συναντά, η Ρουθ Γουεστχάιμερ αρνείται να εκφράσει δημοσίως τουλάχιστον οποιαδήποτε θλίψη. Όπως σημειώνει στο ντοκιμαντέρ η κόρη της Μίριαμ, μια φορά μόνο έχει δει τη μητέρα να κλαίει: στο νεκροκρέβατο του πατέρα της.
Παρότι επέτρεψε στον σκηνοθέτη της ταινίας Ράιαν Γουάιτ να την ακολουθήσει στα ετήσια προσκυνήματά της στην Ελβετία και στο Ισραήλ, ξεκαθάρισε εξαρχής στην παραγωγή ότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να επισκεφτεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου έστειλαν τους γονείς της. «Δεν θέλω να πάω στο Άουσβιτς και να στέκομαι εκεί να κλαίω μπροστά στον κόσμο», είπε.
Τον τελευταίο καιρό δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητά της να διαφωτίσει και να εκπαιδεύσει το κοινό σχετικά με τον γυναικείο οργασμό ή την πρόωρη αντρική εκσπερμάτωση. Πιο πολύ την απασχολούν οι συνθήκες της μοναξιάς, και ειδικότερα ο τρόπος καλλιέργειας φιλικών δεσμών που ιδανικά οδηγούν σε μακροχρόνιες σχέσεις.
«Ακούω τους νεότερους να λένε πόσους πολλούς φίλους έχουν στο ίντερνετ», λέει. «Μα τι ανοησίες. Αυτές δεν είναι φιλίες, δεν είναι καν γνωριμίες. Η λέξη "φιλία" έχει χάσει τη σημασία της. Η φιλία πρέπει να καλλιεργηθεί. Η φιλία θέλει χρόνο. Η φιλία έχει να κάνει με κοινές πεποιθήσεις, όχι με το σεξ. Όπως το βλέπω εγώ, είναι πολύ επικίνδυνο να λέει κάποιος "έχω 300 φίλους". Ανοησίες».
Με στοιχεία από τους Los Angeles Times
σχόλια