A small step for a man, a giant leap for mankind. Είμαι σίγουρος ότι όλοι γνωρίζετε αυτά τα λόγια. Τα είπε ο Νιλ Άρμστρονγκ πατώντας το πόδι του στο φεγγάρι. Αναμφίβολα ήταν εμπνευσμένα κι αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο. Οι συνάδερφοι του λένε ότι ήταν μυστήριος, ότι άκουγε «εκκεντρική» μουσική, ότι καθόταν σιωπηλός με τις ώρες και κοιτούσε απ' το φινιστρίνι, ότι είχε ποιητική στόφα.
Αντιθέτως, ο Έντ Γουάιτ ήταν πιο καθαρόαιμος πιλότος. Ο Γουάιτ ήταν ο πρώτος αμερικανός που περπάτησε στο διάστημα. Στην παρθενική του έξοδο έχασε το γάντι του. Την ώρα που το είδε να φεύγει, είπε: «Πάει το θερμικό μου γάντι». Αν με ρωτούσατε ποια από τις δύο φράσεις βρίσκω ποιητικότερη, θα σας έλεγα ότι είναι εξίσου ποιητικές. Αν με ρωτούσατε ποια προτιμώ, θα σας έλεγα ξεκάθαρα την δεύτερη. Ίσως επειδή αυτή η απλή φράση ταιριάζει περισσότερο στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Όταν έγραφα το ποίημα Είναι πολλά τα G έκανα μια μικρή έρευνα για τα διαστημικά σκουπίδια. 5,500 χιλιάδες τόνοι διαστημικά σκουπίδια στριφογυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας- μια πελώρια εναέρια χωματερή- συντρίμμια δορυφόρων, θραύσματα πυραύλων, λαμαρίνες και βίδες κι ανάμεσα τους –εκτός απ' το γάντι- μία οδοντόβουρτσα.
Είτε το πιστεύετε είτε όχι, ένας αστροναύτης έχασε την οδοντόβουρτσα του στο διάστημα. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έπρεπε να διαλέξω το γάντι ή την οδοντόβουρτσα. Τελικά, σκέφτηκα ότι μια οδοντόβουρτσα σε τροχιά γύρω από την γη είναι από μόνη της ένα πανέτοιμο μικρό ποίημα, συνεπώς δεν χρειάζεται καμία βοήθεια. Έτσι, επέλεξα το γάντι. Πάντως, εάν ένας πλανήτης χαρακτηρίζεται από τους δορυφόρους του, τότε ο πλανήτης μας είναι πραγματικά θεόμουρλος.
Σας μίλησα για αστροναύτες και ιπτάμενα αντικείμενα γιατί για τις έννοιες της πτήσης και της πτώσης φοβάμαι ότι δεν έχω να σας πω τίποτα. Ό, τι πολυτιμότερο είχα το κατέθεσα στο βιβλίο.
Για την έννοια του θανάτου (που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο) η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να την προσεγγίσω όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα, κι εδώ νομίζω ότι με βοήθησε και η ιατρική μου ιδιότητα. Χρειαζόμουν μια γλώσσα πιο αυστηρή, μια γλώσσα που θα κατέβαζε τη θερμοκρασία στους 37 βαθμούς Κελσίου – δεν το λες πυρετό, ούτε και υγεία. Είναι η θερμοκρασία της λύπης μου. Όπως έχω ξαναπεί , εάν είναι να μιλήσεις για τον θάνατο θα πρέπει να εγκαταλείψεις την ελπίδα. Αυτό δεν είναι τόσο δραματικό όσο ακούγεται. Δραματικό είναι να περιμένεις κάτι και να μην έρχεται. Κι αυτό ας εκληφθεί ως ένα σχόλιο για την ελπίδα.
Η έννοια του Θεού που εμφανίζεται στα ποιήματα της συλλογής είναι από μόνη της πρόβλημα. Ειδικά για ανθρώπους σαν κι εμένα που χάνουν την πίστη τους πεντέξι φορές την βδομάδα. Δεν αυτοσαρκάζομαι, η αστάθεια είναι ιδιότητα της πίστης. Και δεν μου το βγάζει κανένας από το μυαλό ότι η ακλόνητη πίστη πρέπει να είναι κάτι τρομερά βαρετό.
Εκείνο που με βασάνισε περισσότερο ήταν πώς θα καταφέρω να μιλήσω για τον Θεό και τον θάνατο ταυτόχρονα. Νομίζω ότι δεν υπάρχει τελειότερη εφαρμογή από την περίπτωση του Σικελιανού. Ήταν το 2004 όταν διάβασα στην αναφορά στον Γκρέκο ότι ο Σικελιανός προσπάθησε να αναστήσει έναν νεκρό και η ταραχή μου ήταν τέτοια που παράτησα το βιβλίο, δεν χρειαζόμουν να διαβάσω τίποτα περισσότερο.
Έχω την αίσθηση ότι στην ιδέα της ανάστασης δεν φτάνει κανείς σταδιακά, και τούτο γιατί είναι απόλυτη, και σχηματικά να το δείτε, οι αγκύλες του απόλυτου φτιάχνουν κάτι απόρθητο, εκτός κι αν βουτήξεις από ψηλά. Να το πω αλλιώς: δεν πας από την σταθεροποίηση στη βελτίωση, από την βελτίωση στην ίαση και από την ίαση στην ανάσταση. Είναι μια πετριά που την έχεις ή δεν την έχεις. Έτσι κι ο Σικελιανός, φαντάστηκα ότι αυτή η ιδέα τον διακατείχε από μικρό. Αν υπάρχει κάποιου είδους εξέλιξη αφορά μόνο την κλίμακα των έμβιων όντων. Τον βάζω λοιπόν στα επτά του να ξεκινάει από ένα τζιτζίκι. Στα δεκαεπτά του πιθανότατα θα είχε προσπαθήσει να αναστήσει μια γάτα. Μέχρι να φτάσει στα τριάντα όπου επιχείρησε το αδιανόητο.
Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος στην ζωή του πράττει κάτι αδιανόητο. Όπως κι ο Εξυπερύ. Είχε ένα πάθος τόσο συντριπτικό που φαινόταν στις ακτινογραφίες. Λένε ότι τον κατέρριψε ένα γερμανικό καταδιωκτικό. Δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι ξεχάστηκε πετώντας μέχρι που του τελειώσαν τα καύσιμα. Συνέχισε να πετά για λίγο, μόνο από τρυφερότητα. Προσθαλασσώθηκε ήρεμα, και πήρε να βουλιάζει, αργά, φιλικά, χωρίς έκπληξη –ήταν γραφτό του και το 'ξέρε- ότι θα πήγαινε από γαλάζιο.
ι. Η ποιητική συλλογή Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι του Γιάννη Στίγκα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος