Όταν η Λαίδη Κάρολαϊν Λαμπ γνώρισε για πρώτη φορά τον Λόρδο Μπάιρον, είχε σχηματίσει την άποψη ότι είναι «τρελός, κακός και επικίνδυνος», χρησιμοποιώντας ορολογία «κακού παιδιού» του επόμενου αιώνα. Τον ερωτεύτηκε όμως παρ' όλα αυτά και όταν εκείνος την εγκατέλειψε ταπεινώνοντάς την δημοσίως, πήρε ένα ψαλίδι και κόπηκε γεμίζοντας με αίματα το φόρεμά της.
Είναι ατέλειωτες οι ιστορίες για τον εκκεντρικό, περιπετειώδη και «έκλυτο» βίο του μεγάλου Άγγλου ποιητή, ποιητή και κορυφαίου εκπροσώπου του Ρομαντισμού που έμοιαζε να λειτουργεί ενάμιση τουλάχιστον αιώνα πριν, ως το καλούπι για τους ροκ σταρ του 20ου και του 21ου αιώνα. Και δεν ήταν μόνο η ακατανίκητη ροπή του προς το σεξ, τις ουσίες και την αγρίως αντισυμβατική συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τη νέα βιογραφία του μεγάλου ποιητή (ας μην ξεχνάμε αυτή του την ιδιότητα) που επιμελήθηκε ο Antony Peattie και έχει τίτλο "The Private Life of Lord Byron" («Η ιδιωτική ζωή του Λόρδου Μπάιρον»), ο Μπάιρον υπέφερε και από χρόνιες διατροφικές διαταραχές, τις οποίες ο ίδιος «χειροτέρευε» εξαιτίας της ανασφάλειας που τον κυρίευε και της εμμονής που είχε με την εικόνα του.
Δεν αποτελεί έκπληξη συνεπώς το γεγονός ότι ως ενήλικος, όπως χαρακτηριστικά είχε πει μια από τις ερωτικές συντρόφους του, «ο Μπάιρον είχε μια περίεργη και ψευδή αντίληψη για τις γυναίκες – πίστευε πραγματικά ότι όλες είναι προορισμένες να είναι τύραννοι».
Το βιβλίο του Beattie συνθέτει το πορτρέτο μιας φευγαλέας και παράδοξης φιγούρας, ενός αφοσιωμένου ποιητή που πίστευε όμως ότι οι λέξεις είναι εξίσου αναλώσιμες με τις ανάσες, ενός ναρκισσιστή που όμως αντιπαθούσε τον εαυτό του, μιας διασημότητας που χλεύαζε τη φήμη που είχε αποκτήσει και μιας προσωπικότητας γεμάτης αντιφάσεις και ανασφάλειες. Σίγουρα δεν βοήθησε η γενετική προδιάθεση της αριστοκρατικής οικογένειάς του στην κατάθλιψη και τις πάσης φύσεως διαταραχές αλλά και η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη πολύ μικρός στα χέρια της γκουβερνάντας του, Μαίρη Γκρέι.
Δεν αποτελεί έκπληξη συνεπώς το γεγονός ότι ως ενήλικος, όπως χαρακτηριστικά είχε πει μια από τις ερωτικές συντρόφους του, «ο Μπάιρον είχε μια περίεργη και ψευδή αντίληψη για τις γυναίκες – πίστευε πραγματικά ότι όλες είναι προορισμένες να είναι τύραννοι».
Η αλήθεια είναι ότι από μικρός είχε εμφανίσει μια τάση προς την παχυσαρκία για την οποία κατηγορούσε τη μητέρα του, όπως και για την στρεβλοποδία (στο ένα κάτω άκρο) του για την οποία πίστευε ότι οφειλόταν στο ότι η μητέρα του επέμενε να φορά κορσέ όταν ήταν έγκυος. Η εμμονή του όμως με την διατήρηση μιας λεπτής φιγούρας πάση θυσία ήταν συχνά εκτός ελέγχου. Η λύση που είχε βρει ήταν μια σειρά από παράλογες δίαιτες που κατά κανόνα περιλάμβαναν μπισκότα, ανθρακούχο νερό και μπόλικο ταμπάκο για να καταπιέζεται η όρεξη ενώ μετρούσε διαρκώς τη μέση και τον καρπό του για να σιγουρευτεί ότι δεν έχει πάρει λίπος.
Σύμφωνα με τις διάφορες μαρτυρίες που καταγράφονται στο βιβλίο, τη χρονιά πριν φύγει για να συμμετάσχει ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, ήταν τόσο λιπόσαρκος που έμοιαζε με κάποιον που υποφέρει από νευρική ανορεξία. Ο ίδιος ήταν περήφανος πάντως για την ισχνή φιγούρα του και έλεγε συχνά στους φίλους του: «Έχετε δει κανέναν τόσο αδύνατο χωρίς να είναι άρρωστος;».
Λίγο πριν φύγει για την Ελλάδα πάντως το 1823, η όρεξή του είχε επανέλθει και τον πρώτο καιρό στο Μεσολόγγι, μακριά από «ναρκισσιστικούς» αντιπερισπασμούς και με αποκλειστικά αντρική συντροφιά τριγύρω του, έτρωγε και έπινε ελεύθερα. Σύντομα όμως η υγεία του παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση και μετά από μια κρίση παροξυσμικής υπέρτασης (την οποία ο γιατρός διέγνωσε ως κρίση επιληψίας) που ενδεχομένως οφειλόταν σε τυφοειδή πυρετό, εξέπνευσε στις 19 Απρίλιου του 1824.
Στον αδύναμο να αντιδράσει οργανισμό του συνέτεινε μάλλον και η χρόνια αποστροφή τους στην «ζωική τροφή», δηλαδή στο κρέας, αλλά και η παρανοϊκή θεραπεία αφαίμαξης στην οποία τον υπέβαλλαν οι γιατροί στο Μεσολόγγι όσο ήταν βαριά ασθενής.
Με στοιχεία από τον Guardian
σχόλια