Λέγεται συχνά ότι η ιστορία των πολέμων και άλλων συγκρούσεων γράφεται από τους νικητές. Αυτό μπορεί και να μην ισχύει πάντοτε. Ασφαλώς όμως ισχύει για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνο που δεν επισημαίνεται ποτέ ως πρόβλημα είναι ότι η ιστορία των πολέμων γράφεται από τη σκοπιά των ισχυρότερων κρατών που έλαβαν μέρος – των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων. Μικρά ή πάντως μικρότερα κράτη ενδιαφέρουν ελάχιστα – είτε ως απλά πιόνια, είτε ως αφορμές για δράση (ή αδράνεια) από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Άξιζε την Τσεχοσλοβακία η αποφυγή ή μάλλον η αναβολή του Πολέμου το 1938; Αντίστροφα, άξιζε η Πολωνία την έναρξη του Πολέμου το 1939; Προκλήθηκε η γερμανική επίθεση κατά της Νορβηγίας από βρετανικές ενέργειες; Τέτοια ζητήματα εξακολουθούν να απασχολούν την ατέρμονα παραγωγή μελετών για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Χρειάζεται όμως να είσαι Τσέχος, Πολωνός ή Νορβηγός για να ξεπεράσεις αυτό το επίπεδο αφαίρεσης και να εξετάσεις σε βάθος τη συγκεκριμένη εμπειρία της αντίστοιχης χώρας – πολύ συχνά ξεχνώντας ή και αγνοώντας την ευρύτερη εικόνα. Ο επαρχιωτισμός και η ομφαλοσκόπηση εμφανίζονται ακόμη εντονότερα όταν οι ιστορικοί και οι ενδιαφερόμενοι πολίτες βυθίζονται στην πολεμική ιστορία της δικής τους μικρής χώρας και δεν δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τις συγκρίσιμες εμπειρίες άλλων μικρών χωρών, τις οποίες συνεχίζουν να αγνοούν αμέριμνα και αγέρωχα.
Ποιες ήσαν οι επιλογές που είχαν τα μικρά κράτη της Ευρώπης την παραμονή του Πολέμου; Μερικά είχαν λόγους να προσκολληθούν στο άρμα του Άξονα. Για τα άλλα μικρά κράτη, η πιο φυσική επιλογή ήταν η ουδετερότητα. Εναλλακτική επιλογή για ένα μικρό κράτος ήταν να βασιστεί σε στρατιωτικές συμμαχίες και στις εγγυήσεις Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτά ισχύουν κατεξοχήν στη χώρα μας. Οι Έλληνες θεωρούν τη δική τους επιτυχημένη απόκρουση της ιταλικής επίθεσης το 1940 ως μοναδική περίπτωση αναμέτρησης Δαυίδ με Γολιάθ. Δεν έχουν ιδέα για την προγενέστερη περίπτωση αναμέτρησης Δαυίδ με Γολιάθ, που είχε συνεπάρει και κινητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη έναν χρόνο νωρίτερα. Αυτή ήταν ο λεγόμενος Χειμερινός Πόλεμος του 1939-40 μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης – παρόμοιος από πολλές απόψεις με τον πόλεμο του 1940-41 στο αλβανικό μέτωπο μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Η εμπειρία των μικρών κρατών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι μόνο ζήτημα «ακαδημαϊκού» ενδιαφέροντος. Ούτε είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης στη μελέτη και στη χρήση της Ιστορίας. Τη μεταπολεμική πολιτική ζωή και ιδίως την εξωτερική πολιτική σχεδόν κάθε μικρής ευρωπαϊκής χώρας επηρέασαν με τον πιο απτό και διαρκή τρόπο οι τραυματικές εμπειρίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώην ουδέτερες χώρες που δεν προστάτεψε η ουδετερότητα έγιναν και παραμένουν τα πιο πιστά μέλη της συμμαχίας του ΝΑΤΟ: Νορβηγία, Δανία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο.
Βέβαια, στη Δυτική Ευρώπη η σύνδεση της τωρινής πολιτικής με τα πικρά μαθήματα του Πολέμου μπορεί να μη γίνεται σήμερα άμεσα αντιληπτή. Γι' αυτό υπάρχει έλλειψη κατανόησης μεταξύ των αρχαιότερων μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για τις ετεροχρονισμένες αντιδράσεις μικρών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, για τα οποία ο Πόλεμος ουσιαστικά τελείωσε μόνο με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Πολωνία, με την εμμονή της –μετά από πολλά χρόνια αποσιώπησης και καταπιεσμένης μνήμης– στην ανάμνηση και την καταγγελία της σφαγής στο Κατύν χιλιάδων αιχμάλωτων Πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς. Ακόμη και στη Φινλανδία, οι εμπειρίες του Πολέμου μπορούν επιτέλους να μνημονεύονται και να προβάλλονται ελεύθερα, μετά από πολλές δεκαετίες παραλυτικής «φινλανδοποίησης» και συνακόλουθης αυτολογοκρισίας. Με άλλα λόγια, η εμπειρία των μικρών ευρωπαϊκών κρατών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι ακόμη ζήτημα απλώς ιστορικής μελέτης.
* * *
Ποιες ήσαν οι επιλογές που είχαν τα μικρά κράτη της Ευρώπης την παραμονή του Πολέμου; Μερικά (όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία) είχαν λόγους να προσκολληθούν στο άρμα του Άξονα. Για τα άλλα μικρά κράτη, η πιο φυσική επιλογή ήταν η ουδετερότητα. Εναλλακτική επιλογή για ένα μικρό κράτος ήταν να βασιστεί σε στρατιωτικές συμμαχίες και στις εγγυήσεις Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο τέλος –και στις περισσότερες περιπτώσεις– ούτε η μία ούτε η άλλη επιλογή πρόσφερε αποτελεσματική προστασία από γερμανική επίθεση. Η ουδετερότητα όχι μόνο παραβιάστηκε βάναυσα από τη Γερμανία με τις πιο ισχνές δικαιολογίες. Επιπλέον, είχε προκαλέσει νωρίτερα μία έλλειψη στρατιωτικής προετοιμασίας, που ίσως έγινε πιο πικρά αισθητή στην περίπτωση της Νορβηγίας τον Απρίλιο του 1940. Μόνο η ουδετερότητα της Ελβετίας στηριζόταν σε ένα αμυντικό σχέδιο εξαιρετικά μελετημένο και ήδη ολοκληρωμένο. Σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, αυτό συνέβαλε στην αποτροπή γερμανικής επίθεσης, ιδίως τη στιγμή που αυτή φαινόταν πιθανή, μετά την κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940.
Εμπειρία ασφαλώς πολύ πιο τραυματική από την παραβίαση της ουδετερότητας εκ μέρους ενός απροκάλυπτα έκνομου καθεστώτος, όπως το ναζιστικό (ή και το φασιστικό), υπήρξε η ολοκληρωτική διάψευση των ελπίδων και της εμπιστοσύνης που είχαν επενδυθεί σε συμμαχίες και σε εγγυήσεις Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτή ήταν η εμπειρία πρώτα των Τσέχων, τους οποίους «πούλησαν» η Βρετανία και η Γαλλία το 1938 στο Μόναχο, παρά τη δική τους εντυπωσιακή πολεμική προετοιμασία. Ύστερα των Πολωνών, που εξαπατήθηκαν μέχρι τέλους από καθαρά ψέματα του γαλλικού γενικού επιτελείου. Αυτό τους υποσχόταν αναίσχυντα ότι ο γαλλικός στρατός θα εισέβαλλε στη Γερμανία δύο εβδομάδες το πολύ μετά την έναρξη του πολέμου.
Στο σημείο αυτό, χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στο Βέλγιο, που αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στις δύο επιλογές –συμμαχία ή ουδετερότητα– με τον πιο αυτοκαταστροφικό τρόπο. Το 1936 το Βέλγιο εγκατέλειψε τη συμμαχία με τη Γαλλία και επέλεξε την ουδετερότητα, ελπίζοντας ότι δεν θα ξαναγινόταν πεδίο μάχης, όπως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1940, ωστόσο, η βελγική ουδετερότητα όχι μόνο δεν έγινε σεβαστή από τη Γερμανία (ακριβώς όπως το 1914), αλλά και επηρέασε αρνητικά τα στρατιωτικά σχέδια των Συμμάχων, συμβάλλοντας καταλυτικά στην αναπάντεχα γρήγορη γερμανική νίκη.
* * *
Όταν τελικά έφτανε η ύστατη στιγμή –η ώρα της κρίσεως– τα μικρά κράτη είχαν πάλι δύο επιλογές: ή να υποταχθούν αμαχητί ή να πέσουν μαχόμενα. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η επιλογή υπαγορεύτηκε από τις ιστορικές μνήμες και παραδόσεις, από τη γεωγραφία, ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά και από τη νοοτροπία ή και απλή ποιότητα της τότε ηγεσίας.
Θα πρόσθετα εδώ ότι υπήρχε και μία υπαρξιακή διάσταση: η αίσθηση δηλαδή ότι ένα ιστορικό έθνος θα έσωζε την τιμή και την αυτοεκτίμησή του μόνο αν έπεφτε μαχόμενο, αντί να παραδοθεί. Η στάση αυτή εκδηλώθηκε και στα μεγάλα κράτη. Ακούστε τον Ουΐνστον Τσώρτσιλ απευθυνόμενο στα συγκεντρωμένα μέλη της κυβέρνησής του στις 28 Μαΐου 1940: «Αν είναι επιτέλους να τελειώσει αυτή η μακρά νησιωτική μας ιστορία, ας τελειώσει μόνο όταν ο καθένας από μας θα κείται στο έδαφος πνιγμένος στο δικό του αίμα!»
Λίγο αργότερα, ο Γάλλος συνταγματάρχης Edgard de Larminat δήλωνε στη Δαμασκό, πριν προσχωρήσει στους Ελεύθερους Γάλλους του στρατηγού Ντε Γκωλ: «Αν είναι να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε όρθιοι!»Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι ένας αριστοκράτης Γάλλος αξιωματικός επαναλάμβανε ουσιαστικά τα αξέχαστα λόγια της κομμουνίστριας Ντολόρες Ιμπαρούρι στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ότι είναι προτιμότερο να πεθάνεις όρθιος παρά να ζεις γονατιστός.
Παραπλήσια είναι η συγκλονιστική κατάληξη της γνωστής ανοιχτής επιστολής προς τον Χίτλερ που δημοσίευσε ο Γεώργιος Α. Βλάχος στην Καθημερινή στις 8 Μαρτίου 1941, έναν μήνα πριν από τη γερμανική επίθεση. Έλεγε για την Ελλάδα ότι «αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζει, πρέπει τώρα να τον μάθει και να αποθνήσκει».
Θα μπορούσα να μιλήσω εδώ και για ένα υπαρξιακό στοίχημα. Δηλαδή για την πεποίθηση ότι ένα έθνος είχε περισσότερες πιθανότητες μακροπρόθεσμα να αναγεννηθεί και να επιβιώσει αν, αντί να παραδοθεί, έπεφτε μαχόμενο. Αυτό το υπαρξιακό στοίχημα το έβαλαν πρώτα οι Φινλανδοί, ύστερα οι Πολωνοί, ύστερα οι Νορβηγοί (στη μεγάλη τους πλειονότητα) και τελικά οι Έλληνες.
* * *
Το διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά
Στο πλαίσιο αυτό –το συγκριτικό– μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την επιλογή του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, που συμπυκνώθηκε συμβολικά στη λέξη ΟΧΙ. Δεν ήταν ηρωική απόφαση της στιγμής, όπως ίσως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι. Εντελώς αντίθετα, υπήρξε μία από τις πιο μελετημένες αποφάσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Και δικαιώθηκε απόλυτα, αφού η Ελλάδα βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών μεγαλωμένη κατά τα Δωδεκάνησα, ακριβώς όπως προέβλεπε ο Μεταξάς μιλώντας δύο μέρες μετά το ΟΧΙ.
Στο ίδιο συγκριτικό πλαίσιο μπορούμε επίσης να αξιολογήσουμε την πολιτική αποφυγής του πολέμου και συμβιβασμού με τον Άξονα που θα είχε ακολουθήσει ο Νικόλαος Πλαστήρας, ως δικτάτορας στη θέση του Μεταξά, ή και κάποιος ηττοπαθής πολιτικός, σαν τον Γεώργιο Καφαντάρη. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα είχε αποφύγει τελικά τα δεινά του πολέμου, αλλά και θα είχε ακρωτηριαστεί, σε όφελος αρχικά της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Στο τέλος του πολέμου θα είχε βρεθεί στο στρατόπεδο των ηττημένων, πιθανότατα χωρίς να μπορεί να ανακτήσει τα χαμένα, ούτε και να αποφύγει ενδεχόμενες νέες απώλειες, σε όφελος ιδίως της Γιουγκοσλαβίας. Αβέβαιη θα ήταν και η τύχη των Δωδεκανήσων.
* * *
Η σύγκριση με άλλες μικρές χώρες μάς βοηθάει επίσης να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε σε όλες της τις προεκτάσεις την αρνητική πλευρά του ΟΧΙ. Μεταξύ των μικρών ευρωπαϊκών κρατών, η Ελλάδα ήταν το τελευταίο (μαζί με τη Γιουγκοσλαβία) που δέχθηκε επίθεση του Άξονα και το τελευταίο που καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα. Αρκετές άλλες μικρές χώρες είχαν υποκύψει και καταληφθεί πριν έναν και πλέον χρόνο, προσφέροντας ποικιλία από διδακτικά παραδείγματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο αρχηγός του κράτους και η νόμιμη κυβέρνηση είχαν εγκαταλείψει την κατεχόμενη χώρα και φιλοξενούνταν από τους Βρετανούς στο Λονδίνο. Από εκεί, συνέχιζαν τον πόλεμο με όλες τις ένοπλες δυνάμεις που είχαν καταφέρει να διασωθούν (ιδίως ναυτικές) συν εκείνες που σχηματίζονταν επιτόπου. Στις ίδιες τις κατεχόμενες χώρες, ήταν ήδη ορατή μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαλεκτική μεταξύ των αρχών κατοχής, των ντόπιων συνεργατών τους, του κρατικού μηχανισμού (και ειδικά της αστυνομίας), των αντιστασιακών οργανώσεων και των εκπροσώπων της εξόριστης κυβέρνησης, που είχε κατά κανόνα διευρυνθεί για να γίνει «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» με συμμετοχή όλων ή σχεδόν όλων των πολιτικών κομμάτων.
Τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να απασχόλησε ή να ενδιέφερε τον Μεταξά, στο παραμικρό. Μολονότι αναδείχθηκε μεγάλος πολεμικός ηγέτης, παρέμενε ταυτόχρονα μέχρι τέλους ένας πολύ μικρός άνθρωπος: μικρόψυχος, μνησίκακος, εκδικητικός, εγωκεντρικός, ανασφαλής, δύσπιστος, καχύποπτος, ακόμη και παρανοϊκός.
Μόνο στις ένοπλες δυνάμεις επέτρεψε ο Μεταξάς την επιλεκτική επάνοδο ορισμένων αποτάκτων κινηματιών του 1935. Ίσως όμως είχε δίκιο να αποκλείσει τη συνολική επαναφορά των αποτάκτων, όπως έδειξαν οι μεταγενέστερες ανωμαλίες στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Κατά τα άλλα, ο Μεταξάς ούτε καν εξέτασε την παραμικρή διεύρυνση του καθεστώτος του, που παρέμεινε μία αυστηρά προσωπική δικτατορία, όπως και πριν. Δεν υπήρχε ούτε αναπληρωτής του, ούτε διάδοχός του. Δεν υπήρχαν κανενός είδους σχέδια για την περίπτωση που η χώρα θα βρισκόταν για ένα διάστημα υπό εχθρική κατοχή –«δουλωμένη προσωρινώς»– όπως προέβλεπε ρητά ο Μεταξάς. Τι θα συνέβαινε τότε; Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη κάποιας πρόβλεψης εκ μέρους του δικτάτορα και της κυβέρνησής του.
Μπορεί να σκεφτεί κανείς δύο εξηγήσεις, που ασφαλώς δεν δικαιολογούν τον Μεταξά. Η μία μπορεί να ήταν ο φόβος ότι, σε εποχή άκρατου ενθουσιασμού και πολεμικών ψευδαισθήσεων, κάθε τέτοιο σχέδιο θα εκλαμβανόταν ως «ηττοπαθές» και θα υπονόμευε το ηθικό. Ωστόσο, η καθιερωμένη πρακτική σφραγισμένων φακέλων με οδηγίες για έκτακτες καταστάσεις θα έπρεπε να αρκεί για να μην υπάρχει τέτοιος φόβος.
Η άλλη εξήγηση βρίσκεται εξολοκλήρου στην ψυχοπαθολογία του Μεταξά. Με τάσεις κατάθλιψης και βαθιάς μοιρολατρίας, διαισθανόταν, όπως φαίνεται, ότι το τέλος του πλησίαζε. Στενοχωριόταν μάλιστα που δεν θα απέμενε τίποτα από το έργο του, δηλαδή από το καθεστώς του. Κατά συνέπεια, δεν είχε νόημα γι' αυτόν να προετοιμάσει ή και απλώς να ορίσει τον διάδοχό του, ούτε να εκπονήσει σχέδια για την κατάσταση που θα ακολουθούσε τον θάνατό του. Αυτός που πάντα διεκδικούσε και απολάμβανε την ανάληψη ευθύνης κατέληξε να προσυπογράφει το γνωστό απόφθεγμα «Après moi, le déluge»! Μετά από μένα, ο κατακλυσμός...
Κατά συνέπεια, μετά τον θάνατο του Μεταξά άρχισε μία γενικευμένη, ακατάσχετη και ραγδαία αποσύνθεση. Τελείως απροετοίμαστος, ο Γεώργιος Β΄ αρνήθηκε πεισματικά να αποστασιοποιηθεί από τη δικτατορία και να επιδιώξει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όπως υπέδειξαν επανειλημμένα οι Βρετανοί. Στάθηκε επιπλέον ανίκανος να βρει νέο πρωθυπουργό, εκτός από δύο διαδοχικούς τραπεζίτες –πρώτα τον Κοριζή, ύστερα τον Τσουδερό– επιλογές αξιοθρήνητες για τόσο κρίσιμη κατάσταση. Κάποια στιγμή στην αμηχανία του σκέφτηκε να γίνει πρωθυπουργός ο ίδιος, με αντιπρόεδρο τον αρχηγό ΓΕΝ υποναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου, που του είπε απερίφραστα: «Εκεί καταντήσαμε, Μεγαλειότατε;»
Ο μόνος σχεδιασμός για την περίπτωση κατάληψης της χώρας είχε γίνει από το Ναυτικό. Ο Σακελλαρίου τον εφάρμοσε με όλη του τη σκληρότητα. Έτσι μόνο κατορθώθηκε να φύγουν τα περισσότερα πλοία και να πλεύσουν με ασφάλεια στην Αλεξάνδρεια. Είναι η λεγόμενη «αποδημία του Στόλου», όπως τη θυμάται με καμάρι το Ναυτικό.
Εντελώς αντίθετα, ο Στρατός ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Καθώς οι Γερμανοί πλησίαζαν την Αθήνα, ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος βρήκε τη στιγμή να παραιτηθεί και να πάει σπίτι του. Λίγο νωρίτερα, οι στρατηγοί του μετώπου τον είχαν παρακούσει και είχαν συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς, γλιτώνοντας αξιωματικούς και στρατιώτες από τον εξευτελισμό και τη δυστυχία να καταλήξουν σε στρατόπεδα ως αιχμάλωτοι πολέμου. Η ίδια ομάδα στρατηγών στη συνέχεια δέχθηκε να συγκροτήσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Ο χαρακτηρισμός «Κουΐσλιγκ» δεν τους ταιριάζει καθόλου. Εκείνος είχε προδώσει την πατρίδα του τη Νορβηγία πριν ακόμη της επιτεθούν οι Γερμανοί. Ο Τσολάκογλου όμως και οι άλλοι στρατηγοί ήσαν οι ηγέτες ενός στρατού που είχε νικήσει.
* * *
Περισσότερο από άλλους πολέμους, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε τεστ αντοχής όχι μόνο των στρατιωτικών πόρων, αλλά και της νομιμοποίησης πολιτικών θεσμών και καθεστώτων. Αυτό προέκυψε επειδή πολλά κράτη βρέθηκαν υπό εχθρική κατοχή σ' όλη τους την έκταση για μεγάλο διάστημα. Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί στην Ευρώπη από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων.
Στη Γαλλία, που είναι το πιο πολυσυζητημένο παράδειγμα, σαρώθηκε εξαιτίας της ήττας η Τρίτη Δημοκρατία. Αντίστροφα, στη σύμμαχό της Μεγάλη Βρετανία, που συνέχισε τον αγώνα, ενισχύθηκε η βασιλεία και η δυναστεία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε άλλες, μικρότερες βασιλευόμενες δημοκρατίες, όπως η Δανία, η Νορβηγία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο.
Ξεχωρίζω την περίπτωση της Νορβηγίας, επειδή εκεί η αντίσταση στους Γερμανούς αποφασίστηκε τελικά από τον ίδιο τον βασιλέα Χάακον τον 7ο. Αυτός ήταν που είπε το οριστικό νορβηγικό «ΟΧΙ». Ύστερα ο βασιλέας και η εξόριστη κυβέρνηση συνέχισαν τον πόλεμο από το Λονδίνο, διατηρώντας ουσιαστικά αλώβητη τη νομιμοποίησή τους στην κατεχόμενη χώρα, παρά τον Κουΐσλιγκ και τη συμμορία του. Το βασιλικό μονόγραμμα έγραφαν στους τοίχους οι Νορβηγοί ως σύμβολο αντίστασης. Στο τέλος του πολέμου, ήταν αρκετό να επιστρέψουν ο βασιλέας και η κυβέρνηση στο Όσλο για να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη.
Εντελώς αντίθετα, η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο με βασιλέα που ήταν απαράδεκτος ακόμη και σε βασιλόφρονες, ως υπεύθυνος για τη δικτατορία. Η Ελλάδα επίσης μπήκε στον Πόλεμο με ένα καθεστώς όχι μόνο έκνομο και αυταρχικό, αλλά και τόσο κυριολεκτικά προσωποπαγές, ώστε δεν μπορούσε παρά να εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του δικτάτορα. Ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει τη χώρα στρατιωτικά αλλά όχι πολιτικά για όσα θα ακολουθούσαν το ΟΧΙ του.
Σε άλλες μικρές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία, η Κατοχή σήμαινε μόνο ένα κενό εξουσίας, στο μέτρο που η εξόριστη νόμιμη κυβέρνηση δεν μπορούσε να ασκήσει εξουσία μέσα στη χώρα. Στην Ελλάδα, όμως, η Κατοχή ενεργοποίησε και μεγάλωσε ένα κενό νομιμότητας που διαρκούσε από το 1935.