«Νομίζουμε πως μια λέξη αρκεί για να προσδιορίσει τον ήχο μας, "pop"» λέει ο Δημήτρης Καμπούρης, ένα από τα τρία μέλη (και η φωνή) των Pop Eye, δίνοντας αυτόματα το στίγμα της μουσικής που παίζουν. Μαζί με τους Γιάννη και Μάρκο Καλατή αποτελούν ένα από τα ξεκάθαρα pop σχήματα της νέας ελληνικής σκηνής που εμφανίστηκε ήρεμα και χαμηλόφωνα πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, με τραγούδια που θα ζήλευαν αρκετά synth pop γκρουπ των δύο τελευταίων δεκαετιών. Απλά, με καθαρές μελωδίες, με ρεφρέν που κουβαλούσες μαζί σου, όμορφα. «Κανείς από εμάς δεν είναι επαγγελματίας μουσικός, ούτε καν μουσικός με τη βούλα» προσθέτει. «Και οι 3 μας όμως πάντα ασχολούμασταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη μουσική -είτε ως μέλη μιας μπάντας είτε κλεισμένοι στο δωμάτιο παίζοντας με τους ήχους είτε ως DJ. Η δημιουργία του γκρουπ είναι απόρροια ενός τυχαίου γεγονότος. Όπως όλα τελικά. Βρεθήκαμε οι 3 μας τη σωστή στιγμή, στην κατάλληλη θέση, με τους κατάλληλους ανθρώπους».
Η μουσική των Pop Eye έχει έντονα τα στοιχεία των ‘80s, για την ακρίβεια αν την ακούσεις να παίζει στο ραδιόφωνο είσαι σίγουρος ότι κάποιον παραγωγό τον έχει πιάσει νοσταλγία για τα χρόνια της εφηβείας του. «Είναι αλήθεια πως η μουσική μας έχει πολλά στοιχεία από τα ‘80s» λέει ο Δημήτρης. «Πού οφείλεται αυτό; Στην αγάπη μας για τη μουσική εκείνης της περιόδου. Το ίδιο ισχύει και για τα ‘90s, είναι μια περίοδος που αγαπάμε εξίσου. Όταν ακούς τη μουσική μας καταλαβαίνεις εύκολα τις επιρροές μας γιατί δεν προσπαθούμε να τις κρύψουμε. Απλά θέλουμε να τις αναδείξουμε με το δικό μας τρόπο. Ελπίζουμε να μην είναι το μοναδικό που τη χαρακτηρίζει, γιατί τότε ίσως να έχουμε αποτύχει».
Η καλή μουσική είναι καλή πάντα, όπου κι αν στηρίζεται. Στο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο π.χ., το «Love is», είναι έντονα ρυθμικό, με έναν electro pop ρυθμό που φλερτάρει με τις μελαγχολικές στιγμές των Depeche Mode ή του Gary Numan, με ατμοσφαιρικά synth κι ένα υπέροχο ρεφρέν με φωνητικά στο background που κάποτε θα ήταν τα συστατικά για το τέλειο pop κομμάτι. Σήμερα δύσκολα μπορεί να ορίσει κανείς τι σημαίνει τέλειο pop κομμάτι. Η μουσική είναι ένα χάος. Το «King» είναι άλλο ένα παράδειγμα εξαιρετικού pop κομματιού που άλλες εποχές θα ήταν τεράστια ραδιοφωνική επιτυχία. Το ίδιο και το χιτ τους «A vicious game», που είχε ξεχωρίσει στις ζωντανές εμφανίσεις τους και στο demo τους, ή το σκοτεινό, υπέροχο «The deepest sea» που κλείνει το δίσκο.
«Δεν περιμένουμε να γίνουμε πλούσιοι από τη μουσική, από τις πωλήσεις ή από τις ζωντανές εμφανίσεις μας» ξεκαθαρίζει ο Δημήτρης. «Έχουμε την αίσθηση όμως ότι το CD μας θα πάει καλά. Σίγουρα αυτό δημιουργεί απαιτήσεις και υποχρεώσεις. Εμάς ένα πράγμα μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους -πάντα σε σχέση με το γκρουπ- η δημιουργία την ίδιας της μουσικής, των τραγουδιών. Ιδανικό για εμάς θα είναι να καταφέρουμε τους επόμενους μήνες να φτιάξουμε πάλι ένα demo με κομμάτια αντάξια, ίσως και καλύτερα, από τα προηγούμενα. Αν καταφέρουμε να εξελίξουμε και τα live μας σε τέτοιο βαθμό που να ικανοποιούν πρώτα εμάς τους ίδιους, τότε έχουμε πετύχει το στόχο μας. Εικόνες, ήχοι, καταστάσεις, μια καλή ταινία ή απλά η ώρα που κοιτάμε το ταβάνι μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση. Κυρίως όμως χαιρόμαστε ο ένας την παρουσία του άλλου στις πρόβες κι αυτό μας οδηγεί στη μουσική. Μας αρέσει η Αθήνα, λέει, η αίσθηση της ελευθερίας που σου δίνει η πολυσυλλεκτικότητά της. Οι γωνίες της που κρύβουν θαύματα, οι βόλτες στο κέντρο, η Ακρόπολη. Μοναδική νομίζουμε ότι την κάνουν τα αρνητικά της. Τι μας δίνει δύναμη; Τα λίγα ψίχουλα αγάπης που μας αναλογούν. Το απόγευμα της Παρασκευής που τελειώνει ο εργασιακός ζυγός. Η ανταπόκριση του κοινού στις συναυλίες μας, αλλά κι αυτό που καταλαβαίνουμε μέσα από το συγκρότημα.
Πώς προέκυψε το όνομα; Δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν και ο Ποπάι δεν ήταν ο αγαπημένος μας ήρωας κόμικ. Κάποιος φίλος μας εικονογράφος είχε εικονογραφήσει πιο pop έκδοση του Ποπάι. Όταν ψάχναμε το όνομα του γκρουπ μας «καρφώθηκε» αυτή η εικόνα στο μυαλό και ταίριαζε κι απόλυτα στη μουσική μας...».
σχόλια