Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος γράφει στο Facebook μια κριτική εκτίμηση για τον east-med και τις συμμαχίες που διαμορφώνονται στην ανατολική Μεσόγειο. Η άποψή του αντιμετωπίζεται σαν εθνομηδενιστική ιεροσυλία ή σαν προδοτική τουρκόφιλη ανορθογραφία, εν μέσω εθνικής συναίνεσης. Ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει ένα άρθρο με αφορμή τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου, κείμενο που δεν εντάσσεται ούτε στα εγκώμια, ούτε στους λιβέλους, παρά στέκεται σε κάποια παράδοξα που είχε η σχέση του κοινού με ορισμένα εμβληματικά τραγούδια του συνθέτη και ιδίως με τα ποιήματα του Καββαδία. Ξάφνου, ένα κύμα καταλήγει σε ένα απερίφραστο «σκάσε Χωμενίδη» και «ποιος είσαι εσύ, ασήμαντε».
Από αυτή την άποψη δεν διακρίνεται καμιά βελτίωση σε σχέση με το 2011 ή το καλοκαίρι του 2015. Μπορεί το μερτικό της πολιτικής βίας να έχει μειωθεί κατά πολύ, όμως το πάθος για ολικές διαγραφές μου φαίνεται πως δεν έχει υποχωρήσει. Ολική διαγραφή είναι βέβαια κάτι διαφορετικό από την απόρριψη μιας γνώμης ή και την έντονη αντίθεση στα γραπτά κάποιου. Δεν ταυτίζεται με την αντιπαράθεση ούτε καν με την αντιπαλότητα, χωρίς τις οποίες δεν έχει νόημα η κοινωνική και πολιτική ζωή. Ολική διαγραφή είναι το να αρνείται κανείς τη συγγραφική, πνευματική, διανοητική υπόσταση όποιου ή όποιας έτυχε να τον εκνευρίσει και να τον κάνει έξαλλο. Ολική διαγραφή δεν είναι μια εξαλλοσύνη της στιγμής ή μια θυμωμένη «αντίδραση» που δικαιολογείται από το σοκ της περίστασης: είναι κάτι βαθύτερο και φτάνει ως την πάγια ολοκληρωτική επιθυμία αφαίρεσης του άλλου από το κάδρο. Με άλλα λόγια, είναι ένα πάθος βλαπτικό για τις δημοκρατικές κοινωνίες και τους ανθρώπους που θέλουν να ζουν σε αυτές.
Παλαιότερα, ορισμένα πράγματα λέγονταν ανοιχτά. Υποστηριζόταν και γραπτά η άποψη πως ένας καλός επιστήμονας ή καλλιτέχνης δεν μπορούσε να μην βρίσκεται στο "προοδευτικό στρατόπεδο". Εδώ και χρόνια, κάτι παρόμοιο δεν υποστηρίζεται επισήμως, δεν θα το βρει κανείς σε κείμενα, άρθρα ή δηλώσεις- διότι, τυπικά, όλοι έχουν προσχωρήσει σε ένα είδος φιλελεύθερου εκπολιτισμού των κρίσεών τους.
Η ολική διαγραφή έρχεται σαν πειρασμός σε όλες τις πλευρές – και στους πιο μετρημένους και αυτοσυγκρατημένους και «συνετούς». Παρόλα αυτά, για διαφόρους λόγους, είναι πιο συχνή στα αριστερόστροφα κοινά, αν και έχει οπαδούς και σε όλους τους άλλους πολιτικούς χώρους. Γιατί όμως στον κόσμο με αριστερές ευαισθησίες και ταυτότητα; Νομίζω ότι εδώ παρεμβαίνει μια μακρά παράδοση (με θεωρητικές ρίζες) που δεν αποδέχεται ότι η πραγματικότητα και τα άτομα έχουν πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Με άλλα λόγια, αν ένας συγγραφέας εκφράζει «απαράδεκτες απόψεις» στα άρθρα γνώμης του δεν μπορεί παρά να είναι και μικρής αξίας συγγραφέας. Αν ένας καλλιτέχνης δεν έχει διαπιστευτήρια καλών φρονημάτων αποκλείεται να διαθέτει και αληθινή καλλιτεχνική ευαισθησία. Κάποιες εξαιρέσεις αποδεκτών συντηρητικών (που δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί την αξία τους χωρίς να γελοιοποιηθεί) επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτής της βαθιάς και σχεδόν μεταφυσικής μεροληψίας: αν ο Χωμενίδης έγραψε ένα «εξοργιστικό» άρθρο και βέβαια δεν στάθηκε «στο ύψος των περιστάσεων» στα χρόνια της κρίσης, πρέπει να είναι ολωσδιόλου ανάξιος, άχρηστος, ατάλαντος κ.λπ.
Θα πει κανείς ότι από την άλλη πλευρά, και δη από τις εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις στον δεξιό χώρο, έχουν βγει αντίστοιχες προγραφές. Έστω μέσω της διακωμώδησης και της πικρόχολης ειρωνείας και ενίοτε με χυδαιολογία σεξιστική που δεν συνηθίζεται στον αριστερό κόσμο. Η Μποφίλιου ή άλλοι καλλιτέχνες που συντάχτηκαν με το αντιμνημόνιο και τη ρητορική της αντίστασης στα προηγούμενα χρόνια έχουν υποστεί, με τη σειρά τους, αναθέματα και κατεδάφιση.
Υπάρχει, παρόλα αυτά, μια διαφορά. Στην Αριστερά είναι πιο έντονο το πνεύμα της «κοινότητας» και της εναντίωσης σε όποιον/-α δείχνει να αποκλίνει από τα θεμελιώδη άρθρα πίστης. Παρά τις διασπάσεις και τις άπειρες εσωτερικές διενέξεις, τα αριστερά και ριζοσπαστικά κοινά ενοποιούνται με πιο κατηγορηματικό τρόπο στη στάση ολικής διαγραφής του εκάστοτε «εχθρού».
Παλαιότερα, ορισμένα πράγματα λέγονταν ανοιχτά. Υποστηριζόταν και γραπτά η άποψη πως ένας καλός επιστήμονας ή καλλιτέχνης δεν μπορούσε να μην βρίσκεται στο «προοδευτικό στρατόπεδο». Εδώ και χρόνια, κάτι παρόμοιο δεν υποστηρίζεται επισήμως, δεν θα το βρει κανείς σε κείμενα, άρθρα ή δηλώσεις – διότι, τυπικά, όλοι έχουν προσχωρήσει σε ένα είδος φιλελεύθερου εκπολιτισμού των κρίσεών τους. Όμως, αν δούμε τα γεγονότα και κυρίως τα ξεσπάσματα που διαδίδονται σαν επιδημίες στα social media, θα αντιληφθούμε πως αυτός ο φιλελεύθερος εκπολιτισμός είναι επιφανειακός και υποκριτικός. Με την πρώτη ευκαιρία, ξεπροβάλλει το μένος ολικής διαγραφής όσων διανοουμένων, επιστημόνων, καλλιτεχνών έχουν το ελάττωμα να μας βγάζουν από τα ρούχα μας.
Μπορεί για κοσμοθεωρητικούς λόγους (η προέλευση από θεωρίες που στόχευαν στην ολική αλλαγή του κόσμου και των ανθρώπων) να έχει μεγαλύτερο βάθος στον αριστερό κόσμο, όμως προελαύνει και στους φιλελεύθερους, τους δεξιο-συντηρητικούς και όσους θέλουν να είναι κάπου στο Κέντρο. Πρόκειται, εντέλει, για καθήλωση, για πνευματικό πρωτογονισμό που αδυνατεί να δει τις αποχρώσεις και τη διαφωνία.
Κανένας δεν είναι εκ προοιμίου αθώος του αίματος. Αυτό που αξίζει λοιπόν είναι να δοκιμάζουμε τον αυτοπεριορισμό αυτής της καταστροφικής παρόρμησης που φτωχαίνει τον κοινωνικό μας κόσμο επικυρώνοντας απλώς το πάθος για ομοφωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξαφνικά θα αγαπήσουμε τους «εχθρούς μας» αλλά ότι δεν θα απορρίπτουμε συνολικά έναν άνθρωπο –ως προσωπικότητα, πνευματικό μέγεθος, συγγραφική ιδιότητα κ.λπ.– επειδή έτυχε να προσβάλει τους θεούς μας ή επειδή πιστεύουμε πως ειρωνεύτηκε τον δικό μας κόσμο.
Αυτή η παλιά γεροντική ασθένεια που τώρα ενώνεται με τις παιδιάστικες, μεγαλομανιακές τάσεις του ψηφιακού κόσμου πρέπει να γιατρευτεί. Γιατί αν υπάρχει ένα απόθεμα θλίψης και πόνου από τα προηγούμενα χρόνια, αυτή η μιζέρια σχετίζεται και με τη σπορά της άρνησης και της ισοπεδωτικής αγνωμοσύνης που αποξήρανε την ίδια τη ζωή μας.