Πάντα μου άρεσαν οι ιστορικές ανασκοπήσεις και το παρόν βιβλίο με προσέλκυσε ήδη από τον τίτλο. Ακόμα πιο ενδιαφέρον βρήκα ότι διαπραγματεύεται επίσης θέματα που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε ελληνικά ιστορικά βιβλία όπως αλλόγλωσσοι, αλλόθρησκοι και αλλογενείς και οι πολιτικές εξελληνισμού, η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων, οι ωμότητες των ελληνικών στρατευμάτων, ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων και των ΜΚΟ, η διαμάχη για τις ταυτότητες, η Ολυμπιάδα του '04 αλλά και ο Δεκέμβριος του '08, η κατάρρευση του αθηναϊκού κέντρου, η μετανάστευση, το νέο τεχνολογικό περιβάλλον και ο αποφασιστικός του ρόλος στην «εσωτερίκευση» της παγκοσμιοποίησης.
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για την Ιστορία και τη Θεωρία της Ιστοριογραφίας αλλά και του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία μεταξύ 2015-16, υπεύθυνος έκδοσης του αγγλόφωνου επιστημονικού περιοδικού Historein επίσης, ο συγγραφέας του θέλησε, λέει, να γράψει «όχι μια πολιτική ιστορία αλλά μια ιστορία της κοινωνίας» σε έναν αιώνα ιδιαίτερα σημαδιακό για όλη την Υφήλιο. Εξετάζει άλλωστε τις εγχώριες εξελίξεις μέσα από τις μεταβολές της παγκόσμιας ιστορίας, δίχως να παραβλέπει και το ατομικό βίωμα, είτε είναι «δικό μας» είτε αλλότριο. Ο 20ός αιώνας ονομάστηκε – και ήταν πράγματι - «των άκρων», ο ίδιος εντούτοις τον αποκαλεί «αιώνα της δημοκρατίας» παρ' όλες τις δοκιμασίες που πέρασε στη διάρκειά του η έννοια αυτή εφόσον, κοντά στα άλλα, ανέδειξε τα ανθρώπινα δικαιώματα κι «εκτόξευσε» τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές του συγκαταλέγει μάλιστα την πενικιλίνη και το DDT καθώς συνέβαλαν αποφασιστικά στη βελτίωση της διαβίωσης και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.
Πάντως, όπως και η δική μας γνώση για την Δυτική Ευρώπη, έτσι και η γνώση της Ελλάδας στην Δυτική Ευρώπη είναι διαθλασμένη και οι παρεξηγήσεις περισσότερες από τις αντιστοιχίες. Συχνά το ερώτημα «πώς μας βλέπουν οι ξένοι» εργαλειοποιείται, αρκετά υποκριτικά, υποβιβάζοντας τους Έλληνες σε ανήλικους που τους κρίνουν οι ενήλικοι «ξένοι» - οι ξένοι δηλαδή ως άλλοθι.
Στην παρούσα συζήτηση αναφερθήκαμε ακόμη στην υποτιθέμενη ελληνική ιδιαιτερότητα, το πώς βλέπουν την Ελλάδα οι ξένοι αλλά και το αντίστροφο, τις παγίδες που ενέχουν οι λογής μανιχαϊστικές θεωρήσεις, το ζήτημα της ιστορικής αντικειμενικότητας, τη χρήση της ιστορίας ως υπαρξιακό άλλοθι ή «εργαλείο», τη σχέση της με την πολιτική, την έμφυλη διάστασή της, τις σύγχρονες προσεγγίσεις στην ιστορική έρευνα και την ιστοριογραφία. Δεν πιστεύει ότι η ιστορική γνώση εγγυάται ασφαλείς προβλέψεις για το αύριο σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς και απρόβλεπτα: «Ένα σημαντικό μάθημα που μας δίνει η ιστορία είναι η επίγνωση των περιορισμών της ανθρώπινης βούλησης». Φρονεί, εντούτοις, ότι «εκπαιδεύει τη ματιά μας στο παρόν, ανοίγοντας παράθυρα που μας αποκαλύπτουν καινούργιες εικόνες».
— Αρχίζοντας από το εξώφυλλο, τι θέλετε να δείξετε απεικονίζοντας ένα παιδί που «πετάει» στον αέρα;
Στόχος μου ήταν να γράψω όχι μια πολιτική ιστορία αλλά μια ιστορία της κοινωνίας. Αυτό είναι το πρώτο σινιάλο. Το δεύτερο είναι ότι δεν πρόκειται για μια ιστορία κλάψας, δηλαδή τι κακά πάθαμε ως Έλληνες, ποια είναι τα τραύματά μας. Γι' αυτό η εικόνα των παιδιών που παίζουν στα δίσεκτα χρόνια 1945-46. Το τρίτο σινιάλο, με το παιδί που πετάει, δείχνει τη δύναμη που είχε αυτός ο αιώνας ο οποίος εκτόξευσε την κοινωνία, και μάλιστα τα κατώτερα στρώματά της.
Ο 20ος αιώνας ονομάστηκε «ο αιώνας των άκρων», εγώ θα τον ονόμαζα αιώνα της δημοκρατίας. Ποτέ από τα χρόνια της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αιώνα π.Χ. δεν είχες τις δημοκρατικές εκλάμψεις που είχες στον 20ό αιώνα. Στον κόσμο ολόκληρο, είναι ο αιώνας της μαζικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με όλα τα προβλήματα και παρ' όλες τις παραβιάσεις. Άλλωστε ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός δεν διαρκεί πολύ.
— Ακούμε και διαβάζουμε συχνά για «κακά παιδιά της ιστορίας», «ιστορικό παράδοξο», «ελληνική ιδιαιτερότητα», «αναπολόγητον» ή «ανάδελφο» έθνος... Είμαστε πράγματι τόσο ξεχωριστή περίπτωση;
Μας κολακεύει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή. Κάθε λαός χτίζει την αυτοπεποίθησή του σε μια αίσθηση ισχυρής ιδιαιτερότητας – συνήθως επινοημένη. Καλό, όσο δεν το παίρνει πολύ στα σοβαρά. Έχει τυραννήσει ωστόσο αρκετά την εγχώρια διανόηση το ερώτημα αν η Ελλάδα είναι νεωτερική χώρα. Η έννοια της νεωτερικότητας είναι κανονιστική και τελεολογική. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω συζήτηση παραμερίζει και συσκοτίζει τη συζήτηση για την νεοελληνική εμπειρία. Διχάζει επίσης την ελληνική κοινωνία σε ένα κομμάτι εξευρωπαϊσμένο και σ' ένα άλλο που περιγράφεται παραδοσιακό, καθυστερημένο, ανατολίτικο κ.λπ. Υποβιβάζει, επιπλέον, την ιστορία της χώρας σε μια σύγκριση ευρωπαϊκού ιδεότυπου και ελληνικού κακέκτυπου. Γι' αυτό περιγράφω την Ελλάδα σαν ένα κύτταρο ευρισκόμενο σε συνεχή μεταβολισμό με το περιβάλλον του.
— Πώς όμως μας βλέπουν οι ξένοι; Ποια θέση ενέχει η νεότερη Ελλάδα στο Δυτικό φαντασιακό;
Η μισή Ελλάδα είναι μέσα στην ευρωπαϊκή αυτοεικόνα, και η μισή έξω. Η αρχαία Ελλάδα είναι εντός του κανόνα της ευρωπαϊκής ιστορίας, η μεσαιωνική και η σύγχρονη όχι. Η νεοελληνική ιστορία είναι λιγότερο γνωστή από την αρχαία, ωστόσο υπήρχαν πολλές στιγμές που όσα συνέβησαν στην Ελλάδα έγιναν πρωτοσέλιδα, από την Επανάσταση του 1821 έως την πρόσφατη κρίση. Η Ελλάδα συγκέντρωσε όλη την γκάμα των συναισθημάτων: Από την οριενταλιστική περιφρόνηση έως τον θαυμασμό και την αλληλεγγύη, από την απογοήτευση ότι η Έλληνες δεν μοιάζουν με τους προγόνους τους, έως τις προσδοκίες ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει τόπος πραγμάτωσης των ευρωπαϊκών ουτοπιών. Πάντως, όπως και η δική μας γνώση για την Δυτική Ευρώπη, έτσι και η γνώση της Ελλάδας στην Δυτική Ευρώπη είναι διαθλασμένη και οι παρεξηγήσεις περισσότερες από τις αντιστοιχίες. Συχνά το ερώτημα «πώς μας βλέπουν οι ξένοι» εργαλειοποιείται, αρκετά υποκριτικά, υποβιβάζοντας τους Έλληνες σε ανήλικους που τους κρίνουν οι ενήλικοι «ξένοι» - οι ξένοι δηλαδή ως άλλοθι.
— Η νεότερη ελληνική ιστορία χαρακτηρίζεται από κρίσεις, χρεωκοπίες, πτωχεύσεις, εμφύλιους, πραξικοπήματα... Οι θετικές πλευρές;
Η πρότασή μου στο βιβλίο αυτό είναι να φύγουμε από την παγίδα να βλέπουμε την ιστορία σαν θετικές και αρνητικές πλευρές, σαν καταστροφές και θριάμβους. Αυτά είναι καλά για τον άμβωνα ή για το πολιτικό μπαλκόνι, όχι όμως για την ιστορία. Να τρία παραδείγματα: Η Ελλάδα είναι μια χώρα που στον 20ο αιώνα διανύει μια απόσταση από μια αγροτική κοινωνία σε μια κοινωνία υπηρεσιών με ένα βιομηχανικό ιντερμέτζο αβαθές και εύθραυστο. Ταυτόχρονα, είναι μια χώρα που μεταβαίνει από ένα δημογραφικό μοντέλο πολλά παιδιά-σύντομη ζωή-νεανική κοινωνία, σε ένα μοντέλο λίγα παιδιά-μακροζωία-γηράσκουσα κοινωνία. Πού την τοποθετείτε αυτή την ιστορία; Στους θριάμβους ή στις καταστροφές; Δεύτερο, το 1912 η Ελλάδα ζει το θρίαμβο της, αλλά η Καταστροφή του 1922 είναι η συνέπεια αυτού του θριάμβου. Οι Έλληνες κατέστρεψαν την Οθωμανική αυτοκρατορία, δηλαδή τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσαν να ζήσουν ως έθνος διασποράς αναμεμειγμένοι με τα άλλα έθνη. Ξεκίνησαν ως ένα έθνος που διαμορφώθηκε στα αστικά κέντρα, κατέληξαν σε ένα κράτος κυρίως αγροτικό. Στη διαδικασία αυτή όλα τα έθνη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κέρδισαν, έχασαν και μεταμορφώθηκαν. Το τρίτο παράδειγμα αφορά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν επεδίωξε η Ελλάδα τη συμμετοχή της. Τραβήχτηκε στη δίνη του. Σε αυτή τη δίνη, όταν διαλύεται το κράτος και η αγορά, δηλαδή οι συνεκτικοί δεσμοί μιας κοινωνίας, δεν περιμένεις εμφύλιες συγκρούσεις; Αν βεβαίως η Ελλάδα βρισκόταν στα κύρια μέτωπα του πολέμου, δηλαδή αν είχαν εισβάλει οι Σύμμαχοι ή οι Σοβιετικοί, θα επέβαλαν εξαρχής το καθεστώς που αμφότεροι ήθελαν - δεν θα υπήρχε έδαφος να αναπτυχθεί εμφύλιος. Τα τρία αυτά παραδείγματα δείχνουν επομένως ότι το μέτρο της ιστορικής κρίσης δεν μπορεί να είναι το καλό–κακό και το σωστό-λάθος. Η ιστορία των Ελλήνων δεν εξαρτάται μόνο από τους ίδιους.
— Χαρακτηρίζουν ορισμένοι την Ελλάδα «τελευταία Σοβιετία» λόγω του κυρίαρχου ρόλου του κράτους στην οικονομία και του μεγάλου δημοσίου τομέα. Πόσο ισχύει αυτό;
Στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μια οικονομία της αγοράς υπό κρατική καθοδήγηση και προστασία των επιχειρήσεων. Το καθεστώς αυτό προστασίας της εγχώριας παραγωγής και ρύθμισης της κοινωνίας (τιμές ασφαλείας, ειδικά επιτόκια, συναλλαγματικές διευκολύνσεις) εγκαθιδρύθηκε σε δυο φάσεις. Η πρώτη ήταν η βενιζελική περίοδος, που συνέπεσε με την οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, και η δεύτερη στη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο. Η πολιτική αυτή ακολουθούσε τις γενικές τάσεις της εποχής: σφιχτή νομισματική πολιτική, συγκράτηση των μισθών και πολύ χαμηλές κοινωνικές δαπάνες. Το καθεστώς αυτό άλλαξε στη δεκαετία του 1990. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε ως μοχλός αλλά και φίλτρο παγκοσμιοποίησης και φιλελευθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας. Η εγχώρια βιομηχανία δεν άντεξε τον ανταγωνισμό. Ακολούθησαν διαδοχικά κύματα αποβιομηχάνισης έως την παραγωγική συρρίκνωση της χώρας λίγο πριν την κρίση. Ο ελληνικός κρατισμός δεν αναπτύχθηκε από διεστραμμένα μυαλά. Π.χ. στη Μεταπολίτευση ο Ζολώτας ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σε υπόμνημά του προς τον Καραμανλή, όπου του επεσήμαινε την εκτεταμένη φοροδιαφυγή για τα υψηλότερα εισοδήματα, καθώς και την υπερτίμηση της αστικής γης, του πρότεινε, αντί δανείων που χρέωναν το κράτος, να αυξήσει προοδευτικά την φορολογία των πολύ μεγάλων περιουσιών έως και πάνω από το 50%. Να μειώσει ταυτόχρονα τους φόρους στα μικρά εισοδήματα, να εφαρμόσει κρατικό μονοπώλιο στα καύσιμα καθώς επίσης στα εισαγόμενα είδη πολυτελείας, να πάρει μέτρα περιορισμού του αυξανόμενου καταναλωτισμού που δεν συμβάδιζε με την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, να περιορίσει την παραοικονομία. Ούτε ο Ζολώτας ούτε ο Καραμανλής ήταν σοβιετικοί ή σοσιαλιστές. Κάθε άλλο! Κάθε εποχή πρέπει να την κρίνουμε με το πνεύμα του καιρού της.
— Δεν διστάζετε να αναφερθείτε σε θέματα «ενοχλητικά» όπως το Μακεδονικό, η περίπτωση των Τσάμηδων, οι σφαγές και οι εθνοκαθάρσεις που διέπραξαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Μικρασία αλλά και τη Μακεδονία, οι αρπαγές εβραϊκών περιουσιών στον Β' Παγκόσμιο κ.ά. Σε εποχές που έχει ξανά πέραση ο εθνικισμός, πόσο χρήσιμο είναι να μαθαίνουμε ήδη από το σχολείο ότι δεν ήμασταν πάντα οι καλοί, τα θύματα, οι μονίμως «ριγμένοι»;
Ο εθνικισμός και η μονόπλευρη θεώρηση των πραγμάτων ποτέ δεν έπαψε να έχει επιρροή. Ίσως γι' αυτό θεωρούμε ότι όλες οι άλλες χώρες επιβουλεύονται την Ελλάδα. Αν η ιστορία εγείρει ένα αίτημα γνώσης και αναγνώρισης των πραγμάτων, αυτό δεν θεραπεύεται με αποσιωπήσεις. Ούτε το έθνος κινδυνεύει. Δεν έχουν μειωμένο πατριωτικό αίσθημα οι ιστορικοί που γράφουν για εγκλήματα και των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρασία. Ο ίδιος ο Βενιζέλος και πολλοί στρατιωτικοί στα απομνημονεύματά τους μιλούν γι' αυτά. Δεν στήνουμε φυσικά δικαστήριο, ούτε καταλογίζουμε ευθύνες. Προσπαθούμε να καταλάβουμε την πολιτική οικονομία και τη λογική της βίας, εκείνη τη στιγμή της βίαιης αναδιοργάνωσης της ευρύτερης περιοχής που περιλαμβάνει τις δυο χερσονήσους, την βαλκανική και την μικρασιατική.
Καταλαβαίνω βέβαια ότι οι ιστορίες που πάνω τους βασίζονται οι σύγχρονες ταυτότητες είναι ασύμβατες με παρόμοιες προσεγγίσεις. Να θυμίσω όμως ότι οι διηγήσεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς, έπαιρναν πολύ περισσότερο υπόψη τους αυτό το πλαίσιο της γενικευμένης βίας από ό,τι οι σύγχρονες αναφορές της τρίτης ή της τέταρτης γενιάς που κρατούν επιλεκτικά μόνο την εθνική καταδίωξη. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία που αναφέρεται στο ατομικό βίωμα, δηλαδή στην καταδίωξη και την καταστροφή της ζωής, δεν ανατρέπεται αν αναφερθούμε επίσης στις ζωές και τα πάθη των άλλων.
— Μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι την ιστορία διαμορφώνουν μεγάλοι ηγεμόνες, μάχες και επαναστάσεις. Στο βιβλίο σας αφιερώνετε κεφάλαια σε παράγοντες ενίοτε παραγνωρισμένους από τους ιστορικούς που όμως επίσης «γράφουν ιστορία» όπως οι επιδημίες, οι αλλαγές στο αστικό περιβάλλον, τα κοινωνικά κινήματα, οι ΜΚΟ, οι νέες τεχνολογίες...
Στον μακρό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι στρατιώτες πέθαναν από ασθένειες ή τραύματα παρά από εχθρικές σφαίρες. Ισχυρίζομαι επίσης ότι ανάμεσα στους μεγάλους πρωταγωνιστές της ιστορίας του 20ού αιώνα ήταν το DDT που εξαφάνισε την ελονοσία ως κοινωνική μάστιγα, όπως επίσης η πενικιλίνη που μας γλύτωσε από τη φυματίωση. Δεν μπορείς να γράψεις ιστορία της Ελλάδας, χωρίς την ιστορία του πληθυσμού της. Πώς προήλθε η ανάκαμψη του πληθυσμού; Πώς άλλαξε η καθημερινή ζωή στο διάστημα αυτού του αιώνα; Οι αλλαγές όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν μόνο πολιτικές, αλλά επίσης τεχνολογικές. Έχουμε αναλογιστεί τη ζωή μας πριν και μετά την ηλεκτρονική τεχνολογία; Κι όμως, δεν αποτελεί ιδιαίτερο ζήτημα στις περισσότερες ιστορίες που γράφονται. Μιλάμε για πολιτική χωρίς να λογαριάζουμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα – είτε αυτά αφορούν τις γυναίκες, είτε την queer κοινότητα κ.λπ. - προήλθαν από τα κοινωνικά κινήματα της Μεταπολίτευσης. Τι είδους ιστορία της Ελλάδας μπορεί να γραφεί χωρίς τις μεγάλες αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο; Πού ακουμπάει αυτή η ιστορία την εμπειρία των Ελλήνων αν δεν αναφερθεί στην προαστειοποίηση της δεκαετίας του '70 και του '80, στην κατάρρευση του κέντρου των πόλεων ήδη πριν αρχίσει το μεταναστευτικό ρεύμα αρχές της δεκαετίας του '90; Πώς μπορείς να αναφερθείς στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης χωρίς τις ΜΚΟ που φιλοδοξούν να αντικαταστήσουν τις κρατικές υπηρεσίες και να αναλάβουν τις δημόσιες πολιτικές;
Είναι ευνόητο ότι χωρίς την έμφυλη διάσταση, η ιστορία μπορεί να είναι μια λειψή αντρική ιστορία, με αναφορές μόνο σε όσες γυναίκες ξεπέρασαν το face control της εισόδου στο δημόσιο χώρο και αποσιωπήσεις ή διαστρεβλώσεις «ενοχλητικών» ζητημάτων που αφορούν στη διαφορετικότητα της ερωτικής επιθυμίας.
— Μια και αναφερθήκατε στα γυναικεία και τα λοατκι+ δικαιώματα, πόσο σημαντική είναι η έμφυλη διάσταση στην ιστορική καταγραφή;
Είναι ευνόητο ότι χωρίς την έμφυλη διάσταση, η ιστορία μπορεί να είναι μια λειψή αντρική ιστορία, με αναφορές μόνο σε όσες γυναίκες ξεπέρασαν το face control της εισόδου στο δημόσιο χώρο και αποσιωπήσεις ή διαστρεβλώσεις «ενοχλητικών» ζητημάτων που αφορούν στη διαφορετικότητα της ερωτικής επιθυμίας. Οι μεγάλες αλλαγές είναι αυτές που δεν διακρίνονται αλλά που νομίζουμε ότι από πάντα ήταν έτσι. Η έμφυλη διάσταση της ιστορίας, οι μεταβολές της στο χρόνο, είναι μια από αυτές. Αν βάλει κανείς δίπλα-δίπλα μια εικόνα από τις αρχές του 20ού αιώνα και μια από το τέλος του, αντιλαμβάνεται αυτές τις μεγάλες σιωπηρές διαφορές. Ο ιστορικός οφείλει να τις αναδείξει και να τις εξηγήσει.
— Εκφράζετε συχνά και ανοιχτά τις πολιτικές σας απόψεις. Γιατί να σας εμπιστευτούμε και να διαβάσουμε την ιστορία σας; Πόσο επηρεάζουν την ερμηνεία των γεγονότων οι πολιτικοκοινωνικές πεποιθήσεις του κάθε ιστορικού;
Δεν θα βρείτε ιστορικούς χωρίς ισχυρές πολιτικές απόψεις. Και όχι μόνο στην εποχή μας. Ο Παπαρρηγόπουλος εξελέγη επανειλημμένα βουλευτής, ο Λάμπρος πρωθυπουργός και μάλιστα εξορίστηκε, ο Σβορώνος αποστερήθηκε της ελληνικής ιθαγένειας, ο Σακελλαρίου διώχτηκε από τη δικτατορία για τις δημοκρατικές του απόψεις. Το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Σαν να ζητούσατε από έναν ιστορικό του ποδοσφαίρου, για να γράψει καλή ιστορία να μην πηγαίνει στο γήπεδο, ή να πηγαίνει ως ουδέτερος παρατηρητής! Δεν εξαρτάται από αυτό η ποιότητα του έργου του. Άλλο ζήτημα οι προσωπικές πολιτικές απόψεις των ιστορικών, άλλο το να γράφουν στρατευμένη ιστορία προκειμένου να αποδείξουν και να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα. Η τελευταία δεν αφορά μόνο πολιτικές ιδεολογίες, μπορεί επίσης να αναφέρεται στις τράπεζες, τα ΜΜΕ, την εθνική ιστορία κ.ο.κ. Ανάμεσα στην πολιτική και στην ιστορία υπάρχει μια διελκυστίνδα. Προφανώς η πολιτική βοηθάει έναν ιστορικό να αντιληφθεί το ουσιώδες από το επουσιώδες, να καταλάβει τάσεις, τι διακυβεύεται σε κάθε εποχή που μελετά. Αρκεί να μπορεί να πάει πέρα από τα προφανή...
— Όπως, για παράδειγμα;
Να μην εγκλωβιστεί στην αντίληψη μιας παντοδύναμης πολιτικής ή στα διλήμματα της τρέχουσας πολιτικής, να μην εξηγεί την πολιτική δια της πολιτικής αλλά να την τοποθετεί στη μεγάλη εικόνα της κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, στο βαθμό που το πολιτικό ενδιαφέρον μάς προσανατολίζει στην ιστορία, στον ίδιο βαθμό το ιστορικό ενδιαφέρον προσανατολίζει το πολιτικό. Η προσωπικότητα των ιστορικών σμιλεύεται όχι μόνο από τις περιπέτειες της ζωής τους αλλά επίσης από τις ιστορικές τους έρευνες. Κι αυτές περιπέτειες είναι. Τέλος οι ιστορικοί γράφουν στο πλαίσιο μιας επιστημονικής κοινότητας, επομένως παρά τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς τους, υπάρχει ένα πλαίσιο λογοδοσίας. Το αίτημα της αντικειμενικότητας έχει νόημα στη διαπραγμάτευση διλημματικών πολιτικών ζητημάτων. Η ιστορία της Ελλάδας είναι όμως κάτι πολύ ευρύτερο από την ιστορία των πολιτικών της διχασμών. Επομένως θα έλεγα ότι η αναδρομική οξυδέρκεια, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ανήκει στις ζητούμενες ικανότητες του ιστορικού. Να μπορεί να διακρίνει πράγματα που δεν έχουν γίνει έως τώρα αντιληπτά αλλά είχαν αποφασιστική σημασία. Από αυτή την άποψη, η ιστορία μπορεί να εμπλουτίσει και να κάνει πιο σύνθετη τη ματιά της πολιτικής.
— Κλείνετε το βιβλίο σας με το κεφάλαιο «Η ιστορία χορεύει γυμνή στις πλατείες». Στη Χιλή λένε ότι η εξέγερση που συμβαίνει τώρα είναι «ο χορός όσων έμειναν πίσω», η Έμμα Γκόλντμαν πάλι φρονούσε ότι μια επανάσταση δεν αξίζει αν δεν μπορείς να χορέψεις σ' αυτή. Μαθαίνουμε άραγε οι άνθρωποι «χορό» από την ιστορία μας, μπορεί άραγε ένας ιστορικός αφρουγκαζόμενος το ρυθμό της να προβλέψει, τρόπον τινά, το μέλλον;
Ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου είναι «δανεισμένος» από μια παλιότερη ομιλία μου. Αναφερόταν στην αμηχανία των ιστορικών βλέποντας την αγαπημένη τους ενασχόληση να ενσωματώνεται σε άρθρα εφημερίδων, δικτυακούς κόμβους, τηλεοπτικές εκπομπές, συγκεντρώσεις και λαοσυνάξεις που διεκδικούν την ιστορική ταυτότητα, να γίνεται αντικείμενο δημοσκοπήσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται, βλέπετε, πολύς λόγος και από πολλούς περί ιστορίας. Απέναντι στον ίλιγγο των αλλαγών, στην απειλή τεχνοεπιστημονικών εξελίξεων που θα μας εισαγάγουν σε ένα νέο, τεχνητό περιβάλλον, η εντρύφηση στην ιστορία φαντάζει ως αντίδοτο ταυτότητας και αναζήτησης αυθεντικότητας, αναγνώρισης και αυτοπεποίθησης. Είναι κι αυτή μια καινούργια ιστορική εξέλιξη και, στο βαθμό που πρόκειται για αλλαγή της ιστορικής κουλτούρας, όπου επιλέγουμε οι ίδιοι το παρελθόν που σκοπεύουμε να ξαναζήσουμε (όπως στο φιλμ La Belle Époque του Nicolas Bedos), ο ρόλος της ιστορίας αλλάζει και η κατανάλωσή της μαζικοποιείται. Η αντίληψη ότι η ιστορία διδάσκει είναι πολύ δεδομένη και πολύ παλιά. Ο Κικέρων π.χ. ονόμαζε την ιστορία maestra vitae, δασκάλα της ζωής. Υπάρχουν τόσα επιχειρήματα ότι η ιστορία διδάσκει, όσα και για το αντίθετο. Ότι πρέπει να μαθαίνουμε από την ιστορία αλλά και ότι δεν πρέπει να «κολλάμε» σε αυτή. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι οικονομολόγοι και τραπεζίτες των τελευταίων δεκαετιών έκαναν διατριβές στην οικονομική κρίση του 1929-1932 και πράγματι έβγαλαν συμπεράσματα τα οποία εφάρμοσαν. Εντούτοις, οι κρίσεις του 2008 και του 2010 κατέδειξαν τους περιορισμούς εκείνων των διδαγμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην αντιμετώπιση των Γερμανών από τους Γάλλους στον Β' Παγκόσμιο, τα διδάγματα του προηγούμενου πολέμου (όπως η κατασκευή της «γραμμής Μαζινό») αποδείχθηκαν καταστροφικά.
— Δεν είναι, εντούτοις, η ιστορική γνώση ένα εφόδιο χρήσιμο τόσο στους πολιτικούς, όσο και στους απλούς πολίτες;
Προφανώς χρειάζονται οι πολιτικοί την ιστορία ώστε ο ορίζοντάς τους να μην περιορίζεται στον βραχύ χρόνο αλλά να δύνανται να δουν εξελίξεις σε ιστορική προοπτική. Φυσικά τη χρειάζονται επίσης οι πολίτες. Ο κόσμος δεν ήταν πάντοτε όπως είναι σήμερα και ούτε θα είναι στο μέλλον. Υπάρχει μια φράση στα αγγλικά "History is past politics and politics present history" (η ιστορία είναι η πολιτική του παρελθόντος και η πολιτική, τρέχουσα ιστορία). Εγώ θα έλεγα ότι πρέπει να διακρίνουμε τη διαφορά ιστορίας και πολιτικής είτε στο παρελθόν, είτε στο παρόν. Υπάρχει βέβαια επικάλυψη και το επίκοινο είναι πολύ σημαντικό. Από την ιστορία καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική δεν είναι παντοδύναμη, παρότι χειρίζεται πολύ σπουδαία ζητήματα. Η επίγνωση των περιορισμών της ανθρώπινης βούλησης, η αναγνώριση ότι οι πράξεις μας μπορεί να έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τις προθέσεις μας, είναι σημαντικό μάθημα της ιστορίας. Η ιστορία εκπαιδεύει τη ματιά μας στο παρόν. Πώς να βλέπουμε τα πράγματα έτσι ώστε να μας ανοίγουν παράθυρα που να μας αποκαλύπτουν καινούργιες εικόνες.
σχόλια