Φοβάμαι ότι θα έρθεις κάποια στιγμή που θα 'χω κουραστεί πολύ. Κάποια στιγμή που θα το 'χω πάρει απόφαση ότι ο Γκαγκάριν πέθανε κι ο Μάικλ Χάτσενς κρεμάστηκε. Κάποια στιγμή που η βαθύτερη κοινωνική μου επιθυμία θα είναι να κοιμηθώ τετρακόσια χρόνια και να δω στον ύπνο μου Μίκυ Μάους.
Δεν θα χτυπήσεις κουδούνι, δεν θα πάρεις τηλέφωνο πιο μπροστά. Θα εμφανιστείς από το πουθενά που είναι το χωριό σου και θα μου πιάσεις το χέρι. Μόνο το χέρι. Φτάνει και παραφτάνει λίγο χέρι. Δεν είναι για χόρταση τα χέρια μετά που τσακίστηκε ο Γιούρι – άδικα των αδικών τσακίστηκε, νέος άνθρωπος στα τριαντατόσα του, ούτε να γνωριστούμε δεν προλάβαμε να του πω ότι αυτός μου έμαθε να πετάω μέσα στο δωμάτιο.
Γενικώς θα είναι μια άβολη στιγμή. Μια χρονοτρύπα που πρέπει να τα πεις όλα γρήγορα γιατί έχεις μόνον εφτά λεπτά πριν την τελική έκρηξη. Εσύ θα μου κρατάς το χέρι λοιπόν, εγώ θα τα 'χω χάσει από την κούραση κι από τη νύστα κι από την έξαψη και τίποτε άλλο δεν θα προλαβαίνω στα εφτά λεπτά που μας χαρίστηκαν παρά να σου φιλήσω το χέρι και να σου απαγγείλω το ποίημα που έκρυβα πενηνταένα χρόνια κάτω από το μαξιλάρι μου.
Αν δεν είχαμε χαθεί τότε
Θα'χαμε γεννήσει τον Κωστή Παλαμά
Θα μας διάβαζε τα πρώτα του ποιήματα
Σ'ένα παγκάκι στου Γκύζη
Τα αδέσποτα θα του γάβγιζαν ωσαννά
Ο περιπτεράς θα μοίραζε σοκολάτες
Γιατί η αγάπη συγκινεί
Και τους σκύλους ακόμα
Γιατί η αγάπη κάνει απόψυξη στην καρδιά
Κι άνθρωποι ζώα φυτά κτίρια αυτοκίνητα
Γίνονται ένα
Κι αν είχα σκοτώσει τον λύκο
Κι αν με καθόριζε ένα όπλο
Αντί μια κάρτα ανεργίας
Τώρα ο γιος μας ο Κωστής Παλαμάς
Θα έγραφε για τα πρώτα του χρόνια τ'αξέχαστα
κοντά στ'ακρογιάλι