Έφυγε από την Ελλάδα την πιο ακατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος του, ο Larry Gus μετακόμισε στη Βαρκελώνη για το μεταπτυχιακό του, σε μια από τις πιο σημαντικές μουσικές σχολές του κόσμου. Το «Stitches» μπορεί να τον βρίσκει απόντα από τα αθηναϊκά live, αλλά είναι από τους λίγους δίσκους που έχουν άμεση σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα εκτός Ελλάδας. Κατά βάση χιπ χοπ, με ένα σωρό στοιχεία και ήχους που δανείζεται από παντού και μπλέκει σε ένα συναρπαστικό χαρμάνι, με πολλά κομμάτια μικρής διάρκειας που ως δομή θυμίζουν τα άλμπουμ του Dilla. Η μουσική των '50s και των '60s περνάει μέσα από δεκάδες samples με εκρηκτικούς ρυθμούς, στολίζεται με τις φωνές του, σε ξεσηκώνει και μετά σε προσγειώνει απότομα σε έναν κεφάτο συνδυασμό του Panda Bear με τους Avalanches. Ένας δίσκος που «ζυμωνόταν» χρόνια και πήρε την τελική του μορφή φέτος το καλοκαίρι. Την περιπέτειά του από τις μέρες προετοιμασίας μέχρι να τον κυκλοφορήσει τη διηγείται με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο:
«Το περιβάλλον του σπιτιού μου στη Βέροια ήταν πιο σημαντικό για τη διαμόρφωση του υλικού από το ίδιο το υλικό, ή και από μένα ακόμα. Δεν το περίμενα ότι θα το έλεγα ποτέ αυτό. Σιχαινόμουν τόσο πολύ την πόλη μου όταν ήμουν μικρότερος, οπότε είναι τουλάχιστον αστείο που ήρθαν έτσι τα πράγματα».
«Ο φίλος μου ο Στράτος ευθύνεται κατά ένα μεγάλο μέρος για την ατμόσφαιρα του δίσκου. Κι ας μην είχε ακούσει ούτε ένα τραγούδι, δεν είχαμε μπει καν στη διαδικασία να συζητάμε γι' αυτό. Είχαμε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε τα καλοκαίρια μας στη Βέροια: ταΐζαμε τα σκυλιά του, πηγαίναμε βόλτες στη Νάουσα και στην Έδεσσα, περνούσαμε ώρες ατελείωτες μέσα σε σούπερ μάρκετ ψάχνοντας γατοτροφές, κατεβαίναμε κοντά στον Αλιάκμονα και πετούσαμε πέτρες στη θάλασσα, καθόμασταν έξω από το ΚΕΠ, απέναντι από το δημαρχείο στην Βέροια, και πίναμε πορτοκαλάδες (αυτός έπινε μπίρα, εγώ δεν μπορώ καν να τη βάλω στο στόμα μου) μέχρι τα ξημερώματα, τρώγαμε φιστίκια Αιγίνης στο σπίτι του μιλώντας με τον αδερφό του, μετακομίζαμε πράγματα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, μετακομίζαμε πράγματα στο σπίτι μου στον Βόλο, κάναμε ποδήλατο και τρώγαμε μπιφτέκια για βραδινό. Εγώ στα κρυφά, γιατί νιώθω πολλές τύψεις όταν είμαι Βέροια και δεν τρώω στο σπίτι με τη μάνα μου». «Πάντοτε αγαπούσα το χιπ χοπ, αλλά όσο κουραστικό και αν είναι όταν το επαναλαμβάνω, πάντα πίστευα (και ακόμα το πιστεύω) ότι είμαι πολύ φλώρος για να το λέω. Ποτέ κανένας δεν με πίστευε. Ποτέ. Κανένας. Αλλά αλήθεια, τα τελευταία 8 χρόνια τη μεγάλη τη χαρά την έχω πάρει από χιπ χοπ δίσκους. Ο πρώτος δίσκος των N*E*R*D ήταν τεράστιο σοκ, όπως και η ψύχωσή μου με τους Roots, που κράτησε για δύο γεμάτα χρόνια».
«Όταν ήμουν 15, είχα διαβάσει στο "ΠΟΠ+ΡΟΚ" ότι ο DJ Shadow είναι για τα σάμπλερς ό,τι ήταν ο Χέντριξ για τις κιθάρες. Αγόρασα το "Endtroducing" ένα καλοκαίρι ενώ γυρνούσαμε από τη Χαλκιδική με τους γονείς μου. Είχαμε φάει στα Μακντόναλντς (ακόμα και τώρα πεθαίνω για Μακντόναλντς, τόσο που προσπαθώ να το καταπιέσω, αλλιώς θα πεθάνω στα 33) και μετά πήγα στον Πάτση και αγόρασα τρεις δίσκους. "Endroducing", "Dummy", "Garbage". Το "Dummy" υπάρχουν στιγμές που το εκτιμώ ακόμα. Αλλά με τον Shadow ήταν που κουβαλούσα τα σαγόνια μου για μέρες, μήνες, χρόνια. Για πολύ καιρό δεν καταλάβαινα πώς ήταν φτιαγμένος ο δίσκος. Πίστευα ότι το σάμπλερ ήταν ένα μαγικό εργαλείο που ξεχώριζε τις κιθάρες από τα ντραμς και τις φωνές σε ένα τραγούδι, τόσο βλάκας. Από τότε ξεκίνησα να έχω μια αγάπη για τις αυτιστικές επαναλήψεις, αλλά άργησα πάρα πολύ να αγοράσω σάμπλερ. Για κάποια χρόνια στον Βόλο έκοβα μικρά κομμάτια από τραγούδια και τα άκουγα να παίζουν στο repeat για μέρες. Tρία δευτερόλεπτα sample».
«Σημεία αναφοράς στη διάθεσή μου για digging και χιπ χοπ samples χαράς: "Odelay", "Paul's Boutique", "3 Feet High and Rising", "It Takes a Nation of Millions", "My Life in The Bush of Ghosts"».
«Έχω μονίμως την αίσθηση ότι όλοι γύρω μου είναι πιο έξυπνοι από μένα. Και το κακό είναι ότι όσο περνάει ο καιρός έχει πάψει να με ενοχλεί».
«Το 2006, μετά από ένα κολασμένο εξάμηνο με το Madvillainy και το Donuts, αποφάσισα να αγοράσω το σάμπλερ μου. Προσπαθώντας να το κάνω να ακουστεί όσο λιγότερο κλισέ γίνεται, εκείνη ακριβώς την ημέρα κατάλαβα ότι μπορώ να παίξω μουσική μόνος μου. Όποτε πήγαινα στη Βέροια, άκουγα έναν-έναν όλους τους παλιούς δίσκους που ήταν στο σπίτι. Η αρχική μορφή του δίσκου δεν είχε τίποτα άλλο παρά μόνο αυτά τα μικρά σημεία από τους '70s δίσκους, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς φωνές, χωρίς άλλα ντραμς, τίποτα. Τίποτα απολύτως. Μια λούπα για 30 δευτερόλεπτα και μετά να αλλάζει και να σκάει η άλλη».
«Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο μεγαλύτερος ενθουσιασμός που παίρνω πια από τη μουσική είναι αυτά τα δύο λουπαρισμένα δευτερόλεπτα, όταν είμαι τυχερός και πέφτω πάνω τους. Υπάρχουν βέβαια στιγμές που αναρωτιέμαι αν είμαι μουσικός όταν το κάνω αυτό, αλλά μετά σκέφτομαι το εξής: το να μπορέσεις να ορίσεις έναν ήχο σε ένα περιβάλλον διαφορετικό από το αρχικό του context είναι πιο δύσκολο από το να πάρεις μία κιθάρα και να παίξεις δύο νότες. Ίσως βέβαια να με έχει ωθήσει εκεί το γεγονός ότι έχω βαρεθεί τις κιθάρες. Αλλά και πάλι, είναι πολύ κακό να βάζεις σε καλούπια το πώς εκφράζεται κάποιος που δεν ξέρει μουσική με τον παραδοσιακό τρόπο».
«Μουσικά, ο Brian Eno είναι ό,τι σημαντικότερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Mου έχει μάθει να μην απογοητεύομαι όταν νιώθω ότι δεν έχω ικανότητες, δείχνοντάς μου ότι η δημιουργικότητα μπορεί να είναι κάτι πολύ πιo ασαφές, και κάτι που δεν χρειάζεται να το κουβαλάς μαζί σου κομπάζοντας γι' αυτό».
σχόλια