Φέτος θα ξεκινήσετε παίζοντας στην Εμίλια Γκαλότι στο Εθνικό Θέατρο. Πώς είναι η επιστροφή στο Εθνικό μετά από δυο χρόνια;
Κοίτα, εγώ είχα ελάχιστη σχέση με το Εθνικό Θέατρο, πριν πάει εκεί ο Χουβαρδάς. Μου αρέσει ο Γιάννης, μου αρέσουν οι ρόλοι που μου δίνει, μου αρέσουν τα έργα του, μου αρέσει ο τρόπος που σκηνοθετεί. Βέβαια, το Εθνικό έχει ένα μεγάλο ελάττωμα - έχει πάρα πολύ λίγα χρήματα για πολλή δουλειά. Και τώρα είναι ακόμα λιγότερα, γιατί μας αντιμετωπίζουν πλέον ως δημόσιους υπαλλήλους και μας τα έκοψαν. Είναι ρεπερτόριο, έχουμε πρόβες συνέχεια και το βράδυ παράσταση - είναι μια πλήρης απασχόληση. Εξακόσια ευρώ έχουν φτάσει να πληρώνονται τα νέα παιδιά, χωρίς επιδόματα, χωρίς τίποτα. Πώς να ζήσεις με αυτά τα λεφτα;
Η μεγάλη είδηση, βέβαια, είναι ότι θα παίξετε στη Μητέρα του σκύλου. Η Ραραού του Μάτεσι είναι εμβληματικη φιγούρα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Είμαι πολύ χαρούμενη γι' αυτόν το ρόλο, γιατί μου ήρθε η πρόταση πολύ ξαφνικά. Το έργο θα σκηνοθετήσει ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, που είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης. Δεν είχα ονειρευτεί ποτέ ότι θα παίξω αυτό το έργο. Είναι σαν μονόλογος - ευτυχώς έχω ακόμα χρόνο. Είναι ένα σκληρό βιβλίο που το έχουν διαβάσει όλοι και έχει μεταφραστεί σε 13 γλώσσες. Μου αρέσει πολύ γιατί έχει ατμόσφαιρα, τρέλα, σκληρότητα. Στην παρασταση θα παίξουμε πολύ με τη μνήμη, θα είναι σαν η ζωή της Ραραούς να ξαναστήνεται μπροστά της.
Πρέπει να είναι μεγάλη πρόκληση όλο αυτό.
Η ζωή με έχει ξαφνιάσει πάρα πολύ. Όσο λιγοστεύουν οι ρόλοι στο σινεμά, τόσο πληθαίνουν οι ρόλοι στο θέατρο. Βλέπω πως είμαι για την ηλικία που δεν υπάρχουν πια τόσοι ρόλοι. Δυσκολεύεσαι εκεί στα 50. Αρχίζεις να παίζεις πολλές μάνες. Κάποτε είχαν ρωτήσει τη Σούζαν Σαράντον: «Πώς νιώθετε που παίζετε πια μάνες» και η απάντηση ήταν «Μάνες, αλλά τι μάνες».Οι ρόλοι εξαφανίζονται γύρω στα 40.
Εσείς ήσασταν πάντα και πολύ κοντά στο ελληνικό σινεμά.
Ναι, το ελληνικό σινεμά είναι η νιότη μου. Εγώ έτσι ξεκίνησα, σαν νομάς, σαν ένας άνθρωπος που έκανε κάτι που είχε μεγάλη ιστορία. Τέλειωσα πρώτη το Κρατικό Θέατρο Βραβείου Ελλάδος. Το βραβείο μου ήταν η πρόσληψη στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Κι εγώ τους είπα «όχι» και κατέβηκα στην Αθήνα, χωρίς να ξέρω κανέναν για να κάνω σινεμά. Ήθελα να κάνω σινεμά, αγαπούσα αυτό το παραμυθι που μπαίνεις σε μια αίθουσα και ξεχνάς τη ζωή σου. Στο θέατρο πολύ πιο δύσκολα κρατάς τον θεατή σε μια καρέκλα, πρέπει να 'ναι πάρα πολύ ωραία η παράσταση, ενώ μια μέτρια ταινία τον κρατάει. Μια μέτρια παράσταση κουράζει, ενώ μια μέτρια ταινία... Είμαι συνδεδεμένη με αυτό το πραμα. Μου λένε για ταινία κι η καρδιά μου σπαρταράει, μου λένε για ένα σενάριο και το περιμένω πώς και πώς.
Τι ελπίζετε κάθε φορά που διαβάζετε ένα σενάριο;
Να είναι σούπερ! Να είναι το καλύτερο σενάριο που έχω διαβάσει.
Και πόσο συχνά γίνεται αυτό;
Όχι πολύ συχνά. Μετά αρχίζουν τα πάρε δώσε, το «θα κόψω αυτό, θα ράψω το άλλο». Εγώ πιστεύω πολύ σε αυτό που λέει ο Κεν Λόουτς, ότι δεν είναι δύσκολο να κάνεις σινεμά, φτάνει να έχεις ένα πολύ καλό σενάριο.
Από αυτό πάσχει το ελληνικό σινεμά νομίζετε;
Ναι, στο σενάριο. Επίσης, είμαστε μια χώρα που, εκτός από τον Φίνο, που είχε ένα όραμα ως παραγωγός, δεν έχουμε παραγωγούς. Από τη στιγμή που βγήκε το Κέντρο Κινηματογράφου, για μένα δεν υπάρχουν παραγωγοί - αυτοί είναι λογιστές. Δεν επενδύουν οι ίδιοι, δεν έχουνε όραμα. Πάει κάποιος στο Κέντρο Κινηματογράφου, παίρνει, ας πούμε 300.000 ευρώ, και μετά πάει στον παραγωγό, του δίνει τα χρήματα κι αυτός αποφασίζει πως θα βγάλει μια ταινία με 300.000 ευρώ. Εκεί παίζουν τρελά παιχνίδια, τι ποσό καταλήγει να διοχετεύεται στην ταινία.
Πόσες ταινίες έχετε κάνει; Κάπου διάβασα 24.
Πάνω από 24, αν και δεν τις μετράω. Έχω κάνει από ένα πέρασμα μέχρι να πάρω όλη την ταινία πάνω μου. Δεν κολλάω σε τέτοια πράγματα προκειμένου να συμμετέχω. Το καλοκαίρι που μας πέρασε έκανα δυο ταινίες. Η μια είναι του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, λέγεται Wasted Youth και παίζω μόνο σε μια σκηνή. Γυρίστηκε όλη σε μια βδομάδα, χωρίς λεφτά. Και μετά πήγα στην Κύπρο κι έκανα μια ταινία κουνγκ-φου.
Συγγνώμη, αλλά εγώ νόμιζα ότι κάνατε πλάκα οταν μου είπατε πως γυρίσατε ταινία κουνγκ-φου.
Όχι, καθόλου πλάκα! Πρόκειται για μια κανονική ταινία κουνγκ-φου, που λέγεται China Town: Tα τρία καταφύγια, με κασκαντέρ και action directors από τη Γερμανία, με κρεμασμένους σε σκοινιά, τα πάντα. Είναι ένα παραμύθι για ένα κορίτσι που είναι από πατέρα Κινέζο και μητέρα Κύπρια, που καθώς ενηλικιώνεται μαθαίνει ότι ο πατέρας της δεν πέθανε, όπως της είπανε, αλλά τον σκότωσε η κινέζικη μαφία, και μπαίνει στην περιπέτεια για να τους εκδικηθεί. Και, καθοδόν, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δίδυμη αδερφή, της οποίας την ύπαρξη δεν γνώριζε.
Σας έχει μείνει κάποιο απωθημένο;
Αυτήν τη λέξη την απαγορεύω στον εαυτό μου. I go with the flow. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να κυνηγήσω τον πρώτο ρόλο. Έκανα αυτό που μου άρεσε, το οποίο πολλές φορες δεν άρεσε στους άλλους, αλλά εγώ πήγαινα εκεί γιατί κάτι έβρισκα. Έχω κάνει παράξενα πράγματα στο θέατρο, σχεδόν για να καταστρέψω το κοινό που με ακολουθεί. Από κάτι τρύπες υπόγεια μέχρι μεγάλες σκηνές, από το να παίζω άντρες μέχρι ένας Θεός ξέρει τι. Δεν ήθελα τη μανιέρα και την τυποποίηση. Ξερνούσα! Άμα κάνεις το Ρεμπέτικο, τα Πέτρινα Χρόνια και τις Απουσίες, μετά σου ζητάνε μόνο τέτοια.
Δεν είχατε ποτέ και το προφίλ της ενζενί. Θυμάμαι που είχατε πει ότι πήγατε να κάνετε οντισιόν στον Βούλγαρη για τα «Πέτρινα Χρόνια» κι αυτός αναρωτιότανε πώς θα κάνετε τη μικρούλα.
Ήμουνα 24 χρόνων και μου είπε «Τη μεγάλη ηλικία μπορείς να την κάνεις, για τη μικρή δεν ξέρω». Καλά, τότε είχα μόλις γυρίσει από την Ινδία, είχα κάνει backpacking όλη την Ασία, είχα χάσει εφτά κιλά, ήμουν τελείως αφυδατωμένη, με είδε και τρόμαξε. Νομίζω πως τώρα πια είμαι στην ηλικία μου. Ήμουν πάντα καρατερίστα, δεν ήμουν ποτέ ένα από αυτά τα νόστιμα κοριτσάκια.
Λειτούργησε τέλεια, απ' ό,τι φαίνεται, όλο αυτό, έτσι δεν είναι;
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Μπορεί κάποιος αυτό να το πει επιπολαιότητα. Εγώ θέλω να είμαι σε δουλειές που κάτι γίνεται. Πέρσι έκανα στην αρχή μια μάνα σε ένα κλασικό αγγλικό δράμα .Μετά πήγα στο θέατρο Χώρα, στην ταράτσα, σε ένα θεατράκι 50 θέσεων, με έναν σκηνοθέτη 22 χρόνων, σε μια παράσταση τελείως κουφή, που πήγε πάρα πολύ καλά. Μια μέρα, αφού τέλειωσε η παράσταση, ήρθαν στο καμαρίνι μου τρεις κυρίες: «Αχ, κυρία Μπαζάκα, τρία πατώματα με τα πόδια; Χάθηκε να πάτε σε ένα θέατρο με ασανσέρ;».
σχόλια