Εσείς μεγαλώσατε μέσα στην Εστία;
Μεγάλωσα μέσα στην ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου που υπάρχει από το 1885. Ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ υπόψη του ότι θα κάνω εγώ αυτήν τη δουλειά, τον γιο μου προετοίμαζε. Πέθανε, όμως, νωρίτερα απ’ ό,τι περιμέναμε, όταν ο γιος μου ήταν ακόμα στο στρατό, οπότε ανέλαβα εγώ. Πριν, εργαζόμουν σε μια βιβλιοθήκη, πράγμα άκρως καταστροφικό. Μας είχε πει τότε ο Παπανούτσος «να μη σας πειράζει που κλέβουν τα βιβλία. Πρέπει να τα κλέβουν οι άνθρωποι που θέλουν να διαβάζουν». Όταν ήρθα, λοιπόν, εγώ, τους είπα ότι το βιβλίο δεν είναι εμπορικό προϊόν αλλά μορφωτικό. Μετά, βέβαια, κατάλαβα ότι δεν τα έκλεβαν για να τα διαβάσουν αλλά για να τα πουλήσουν στους πάγκους. Ξύπνησα όλως αιφνιδίως από τον ύπνο μου.
Πώς και δουλεύατε σε δημοτική βιβλιοθήκη;
Δούλευα στον Ερυθρό Σταυρό. Ο άντρας μου ήταν γιατρός και μου είπε «δυο ιατρικά επαγγέλματα στο ίδιο σπίτι, ξέχνα το». Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και πήγαν σχολείο, δεν μπορούσα να κάθομαι σπίτι και πήγα στη βιβλιοθήκη της ΧΕΝ. Όλοι στο σπίτι μου συζητούσαν περί βιβλίων. Ο παππούς μου πέθαινε 80 τόσο χρόνων και κάθε μέρα κατέβαινε κάτω, στο βιβλιοπωλείο, και παρακολουθούσε. Ο υπάλληλος που είχαμε, ο κ. Παντελάκης, ήταν στην εστία 70 χρόνια, ο αρχαιότερος βιβλιοπώλης της Ελλάδας.
Διάβασα ότι ο κ. Παντελάκης ήταν σαν κινητό αρχείο για το βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Έλεγε ο πατέρας μου ότι δεν υπήρχε ανάγκη να έχει κανείς κομπιούτερ όταν είχε τον κ. Νίκο. Του λέγατε, ας πούμε, «κ. Νίκο, μου είπαν για ένα βιβλίο που είχε βγει το 1922 για τα καναρίνια». «Α, ναι», έλεγε, «έχει κίτρινο εξώφυλλο, το έγραψε ο κ. Καναρινίδης κι έκανε 5 ευρώ». Ήξερε τα πάντα, κουβαλούσε από μικρός τα βιβλία στον Παλαμά.
Ο παππούς σας, ο Κολλάρος, ήταν, μου είπατε, κάθε μέρα στο βιβλιοπωλείο.
Μ’ αυτόν μιλούσαμε πολύ για βιβλία. Την Εστία την ξεκίνησε ο θείος του, ο Γεώργιος Κασδόνης, που ήταν δημοσιογράφος και δάσκαλος στο Βουκουρέστι. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ήμασταν μόλις 50 χρόνια ελεύθερο κράτος. Είπε θα κάνω έναν εκδοτικό οίκο - τα διαφημιστικά της εποχής, μάλιστα, τα είχε γράψει ο Γεώργιος Σουρής. Παρήγγειλε διηγήματα στον Ραγκαβή και τα ήθελε να είναι στη γλώσσα που καταλάβαινε ο κόσμος. Ήθελε να είναι προσιτά, αλλά να προσφέρουν παιδεία. Ο παππούς μου δούλευε εδώ σαν το σκυλί, κι έτσι ο Κασδόνης, αντί ν’ αφήσει τον οίκο στους γιους του, τον πούλησε πολύ φτηνά στον παππού μου. Μετά, ανέλαβε ο πατέρας μου, που παντρεύτηκε την κόρη του παππού μου, τη μάνα μου. Ήταν στρατιωτικός από το ’12 ως το ’22, είχε κάνει σ’ ό,τι πόλεμο μπορείτε να φανταστείτε. Συνδιοικούσαν ο παππούς μου κι ο πατέρας μου, αλλά ο παππούς μου ερχόταν κάθε μέρα στο βιβλιοπωλείο κι ήξερε τα πάντα. Περάσαμε και την Κατοχή: έχω ακόμα βιβλίο που το εξώφυλλο είναι σκισμένο και ραμμένο από ένα άλλο χαρτί. Κι όμως, βγάζαμε βιβλία. Είχαμε ένα υπόγειο στη Σταδίου και πολλές φορές τα ράβαμε με το χέρι. Έπρεπε να βγάλουμε βιβλία - o κόσμος διάβαζε στην Κατοχή. Στην επταετία το ίδιο, ο κόσμος δεν είχε τόσες διεξόδους. Τώρα υπάρχει η τηλεόραση, που είναι αισχρή, κι όσο πιο αισχρή γίνεται, τόσο πιο πολλά βιβλία πουλάμε εμείς.
Μεγαλώσατε ανάμεσα σε συγγραφείς;
Όχι. Οι φίλοι του πατέρα μου δεν ήταν συγγραφείς. Οι συγγραφείς είναι δύσκολοι άνθρωποι - εγώ έχω φίλους και δικούς μας συγγραφείς, αλλά και από άλλους εκδοτικούς οίκους. Έχω πολύ καλές σχέσεις, αλλά ξέρω τώρα πια πώς πρέπει να τους φερθείς: πρέπει να είσαι σ’ επιφυλακή, είναι ευαίσθητοι άνθρωποι. Ήρθε ο Μάτεσις κάποτε και μου είπε «μα, μου βάζει ο Καστανιώτης το βιβλίο μου με της τάδε;», κι εγώ υπερασπίστηκα τον Καστανιώτη: «Για να βγάλει το δικό σου βιβλίο ο Καστανιώτης, πρέπει να βγάλει και το βιβλίο της τάδε».
Όταν αναλάβατε εσείς, τι πουλούσε περισσότερο στην Εστία;
Η γενιά του ’30. Πέρασαν μια άδικη τοποθέτηση, που τώρα έχει ανατραπεί. Ήταν η πρώτη γενιά που έφερε το βιβλίο κοντά στην Ευρώπη και την Ευρώπη κοντά στο βιβλίο - κατηγορήθηκαν γι’ αυτό και για το χιούμορ τους.
Ποιους από αυτούς γνωρίσατε από κοντά;
Πρώτα γνώρισα τον Βενέζη. Όταν πήγαινα στο οκτατάξιο γυμνάσιο, συμφωνήσαμε να βγάλουμε μια εφημεριδούλα και να κάνουμε τις δημοσιογράφους. Εγώ σκέφτηκα να κάνουμε τον Βενέζη, που τον ήξερε κι ο πατέρας μου. Έμενε τότε Ασκληπιού ή Ιπποκράτους, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μας δέχτηκε με μεγάλη χαρά ο άνθρωπος. Πήγαμε κι οι τρεις, σεινάμενες-κουνάμενες , ήρθε κι η κ. Βενέζη κι έπλεκε και μας κοίταζε καλά καλά. Στο τέλος καταλήξαμε να χορεύουμε καλαματιανό - πώς, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Επίσης τον Τερζάκη, που είχα ακούσει και πολλές φορές ομιλίες του στη ΧΕΝ για θέατρο. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ συμπαθής, αλλά πολύ συγκρατημένος, είχε μια μελαγχολία πάνω του. Ο Καραγάτσης ήταν ένας καλλονός, σε τέτοιο βαθμό, που τον έβλεπε κανείς και χάζευε.
Φαίνεται όμορφος στις φωτογραφίες, αλλά όχι τόσο πολύ πια.
Δεν ήταν ωραίος με την έννοια της ομορφιάς, ήταν πολύ γοητευτικός. Είχε σταρένιο δέρμα, πράσινα μάτια, όταν τον έβλεπες ήταν σαν αγριόγατα, σαν τίγρη. Ήταν τρομερά ελκυστικός άνθρωπος. Τον γνώρισα λίγο πριν πεθάνει: ήταν 52 χρόνων κι είχε τη γοητεία ενός αιλουροειδούς.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις όταν αναλάβάτε το 1972;
Τότε ήταν πολύ περίεργο να κάνει μια γυναίκα αυτήν τη δουλειά - ήμασταν η κ. Ελευθερουδάκη κι εγώ. Φοβερές οι αντιδράσεις από το προσωπικό - δεν μου το ’παν και στα μούτρα, αλλά το κατάλαβα, άπειρη ήμουν, όχι ηλίθια. Σιγά σιγά με κατάλαβαν, ότι αυτή είναι, πρέπει να τα πάμε καλά, γιατί, αν δεν τα πάμε καλά, είναι και λιγάκι τζόρας. Στη αρχή δεν έκανα τίποτα, γιατί έπρεπε να μετακομίσουμε από την οδό Σταδίου - από κει περνούσαν όλοι, δίπλα ακριβώς ήταν ο Λουμίδης. Ήταν πέρασμα. Ήταν φοβερό πρόβλημα το πού θα πάμε, μέχρι που ήρθε ένας και μου μίλησε γι’ αυτό εδώ το κατάστημα, στη Σόλωνος. Κάποιος μου είπε «η Εστία θα πάει να ταφεί στη Σόλωνος». Ο κ. Νίκος μόνο μου σύστησε να το «πιάσω». Τότε δεν υπήρχε άλλο βιβλιοπωλείο εδώ - εμείς κάναμε την πιάτσα.
Πώς άλλαξαν τα πράγματα τότε;
Με το που αλλάξαμε πιάτσα, άλλαξε ο κόσμος που ερχόταν - ήρθαν οι φοιτητές από το πανεπιστήμιο απέναντι. Και τότε μας ήρθαν οι νέοι συγγραφείς - ο Τατσόπουλος, ο Χωμενίδης, η Θεοφανώ Καλογιάννη, που έγραψε τον Θάνατο του Ιππότη Τσελάνο. Έφυγε, επιτέλους, από πάνω μας η ρετσινιά του δεξιού βιβλιοπωλείου. Το 1985 για τα 100 χρόνια της Εστίας αρχίσαμε τη σειρά της ξένης λογοτεχνίας - βγάζαμε κάποια ξένα βιβλία. Ξεκινήσαμε με τη Madame de La Fayette, το πρώτο γαλλικό μυθιστόρημα που έχει γραφτεί, κι από κει και πέρα ξεκινήσαμε τακτικά να βγάζουμε μια μεγάλη σειρά ξένης λογοτεχνίας.
Πιστεύετε ότι ο κόσμος διαβάζει λιγότερο;
Διαβάζει περισσότερο απ’ ό,τι άλλοτε, αλλά διαβάζει με άλλον τρόπο. Θέλω να πω, μη νομίζετε, κι ο Παλαμάς δυο αντίτυπα πουλούσε από το βιβλίο του. Δεν είχαμε ποτέ παιδεία που να μας σπρώχνει στο βιβλίο. Τα σχολικά βιβλία ήταν κι εξακολουθούν να είναι φριχτά και ηλίθια. Το βιβλίο της Λογοτεχνίας πριν από τον Μεταξά ήταν ελεύθερο σε όλη την υφήλιο και μετά σε κάθε μάθημα αντιστοιχούσε ένα βιβλίο ενός οργανισμού κρατικού. Αυτός ο οργανισμός πάντοτε το μεταχειριζόταν για να περάσει την πολιτική του -κι εκεί λαμογιές- με αναθέσεις και πληρωμές, μια ζωή τα ίδια. Όλες οι κυβερνήσεις το ’χουν κρατήσει αυτό, το ένα βιβλίο για κάθε μάθημα. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν συμβαίνει αυτό.
Τώρα, πια, τι πουλάει περισσότερο;
Πολλές φορές οι ξένοι που έρχονται με ύμνους απ’ έξω. Ας πούμε, ο Κούντερα. Αξίζει ο άνθρωπος και καλά κάνει και πουλάει. Ο Ουελμπέκ επίσης πουλάει, κι οι Έλληνες όμως πουλάνε, πάνε καλά τα βιβλία τους.
Με τι σκεπτικό επιλέγετε τι θα εκδώσετε;
Θέλουμε καλή λογοτεχνία, όχι την ευκολία. Δεν έχω να πω κάτι εναντίον της κ. Λένας Μαντά που πουλάει, αν και δεν έχω διαβάσει κανένα από τα βιβλία της. Μόνο που φέτος δεν θυμάται κανείς το περσινό της βιβλίο και πρέπει να γράψει άλλο ένα βιβλίο για να ξαναπουλήσει. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι συγγραφείς - άλλοτε, όμως, υπήρχαν τα βίπερ Νόρα και τα Άρλεκιν δεν είχαν μπει στον χώρο της λογοτεχνίας. Δεν θεωρούνταν κανονική λογοτεχνία.
Μα, πιστεύω ότι εδώ συγκρίνουμε δυο διαφορετικά πράγματα. Άλλο ο Κούντερα, άλλο η Λένα Μαντά.
Δεν είμαι εναντίον αυτής της λογοτεχνίας. Ο καθένας ό,τι ήθελε διάβαζε κι ό,τι θέλει διαβάζει. Μπράβο στους εκδότες που τα βγάζουν αυτά τα βιβλία, γιατί έτσι συντηρούν τα άλλα τους βιβλία. Εμείς έχουμε αυτή την ανωμαλία: δεν μπορούμε. Εγώ δεν μπορώ, βαριέμαι. Δεν κρίνω καν αν είναι καλό ή κακό, δεν μπορώ ούτε να τα διαβάσω. Έχω διαβάσει χιλιάδες βιβλία. Όταν βαριέμαι, ξέρω ότι είναι κακό το βιβλίο. Δεν είμαι σνομπ - δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε κριτικός. Δεν κρίνω ποτέ έτσι.
Πάντα με τη δική σας άποψη κρίνετε;
Ναι, δεν είμαι και ο Πάπας. Έχω απορρίψει και μπεστ σέλερ για λόγους άσχετους με το βιβλίο. Έρχονταν, μου τα πέταγαν στα μούτρα και θύμωνα. Μετά τα κατάπια. Δεν πειράζει αν έχει ύφος, δεν πειράζει αν μιλάει άσχημα, φέρε να διαβάσω αυτό που έγραψε.
Ήταν μέχρι να μάθετε τα χούγια των συγγραφέων, μάλλον.
Ναι, και τώρα έχω πάθει και την εξής ανωμαλία. Βαριέμαι με άλλους ανθρώπους εκτός από τους συγγραφείς - έχουν ένα ενδιαφέρον, κάτι να πούνε. Μου λείπει ο Μάτεσις. Ερχόταν κι εκτόξευε χιλιάδες κακίες, αλλά μπορούσες να μιλήσεις για το θέατρο, για τον κινηματογράφο, για τα βιβλία. Το μυαλό του δούλευε πολύ. Μπορείς να κουβεντιάσεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους - δεν είναι μόνο τι θα φάμε, τι θα πιούμε, σε ποια ταβέρνα πήγαμε.
Η Νέα Εστία;
Εάν λείψει η Νέα Εστία, πιστεύω ότι θα λείψει ένας πυλώνας της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Βγάζετε λιγότερα βιβλία με την κρίση;
Εγώ πανικοβλήθηκα μ’ αυτό που άκουσα ότι είπε σήμερα ο Θεοδωρόπουλος στις γαλλικές εφημερίδες, πως έχουν πέσει κατά 60% οι πωλήσεις. Κι ο Καρατζάς του Ιανού καλά τα είπε ότι «εμείς πάμε καλά, γιατί κάνουμε κι άλλα πράγματα». Νοικιάζει την αίθουσά του σε συγκροτήματα, δεν πάει να πει ότι πάει καλά το βιβλιοπωλείο. Εμείς ανακαλύψαμε θησαυρούς που είχαμε στο υπόγειο – βιβλία που δεν είχαν πουληθεί φεύγουν πιο πολύ απ’ όλα, με 5 ευρώ, 10. Όταν δω κάποιον που έχει μια τσάντα με πέντε δέκα βιβλία, ξέρω ότι έχει πάρει πολλά τέτοια.
Εξάλλου, το ελληνικό βιβλίο είναι πολύ πιο ακριβό από το ξένο.
Μα, φυσικά και είναι! Ο Άγγλος θα το βγάλει σε 600.000 αντίτυπα, ο Γάλλος σε 100.000. Εμείς θα το βγάλουμε σε 5.000 αντίτυπα και θα είμαστε ευγνώμονες αν φύγουν. Δεν έχουμε ανεβάσει καν τις τιμές και καταφέραμε, με μια ρύθμιση, να μην απολύσουμε κανέναν.
Τα νέα δεδομένα στον χώρο του βιβλίου ποια είναι;
Το καινούργιο δεδομένο είναι το ηλεκτρονικό βιβλίο. Μέχρι τώρα δεν έχει πιάσει πολύ - γίνεται μια μεγάλη συζήτηση έξω. Δεν ξέρω αν θα είναι το βιβλίο του μέλλοντος, πάντως θα είναι το μέλλον σε reference βιβλία σίγουρα. Είμαι και πολύ μεγάλη για να καταλάβω απολύτως τι γίνεται.
Υπάρχει κάποια οικογενειακή συμβουλή που σας έδωσαν σχετικά με τη δουλειά σας και την έχετε κρατήσει;
Ναι. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα «να χαίρεσαι που ανοίγουν βιβλιοπωλεία. Όσο πιο πολλά βιβλιοπωλεία υπάρχουν, τόσο καλύτερα πάει η δουλειά μας. Πάει να πει ότι πάει καλά το βιβλίο».
σχόλια