Μέχρι πριν από μερικά χρόνια η Σώτη Τριανταφύλλου ήταν κυρίως γνωστή για τα μυθιστορήματά της, έχοντας μάλιστα καταφέρει κάτι δύσκολο, να πετύχει την αποδοχή και από τους κριτικούς αλλά και από το κοινό. Όλα της τα μυθιστορήματα έχουν γίνει μπεστ σέλερ. Λίγοι Έλληνες συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με τόσο διαφορετικές περιόδους ή έχουν κάνει τόσο ενδελεχή ιστορική έρευνα. Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει καταφέρει να περιγράψει εξίσου καλά τη ροκ μελαγχολία της Νέας Υόρκης, την ιστορία μιας αστικής οικογένειας Αιγυπτιωτών τον 20ό αιώνα, ακόμα και το Λονδίνο της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα. Η ίδια περνάει τον χρόνο της μεταξύ Αθήνας, Παρισιού και Νέας Υόρκης. Τα τελευταία χρόνια η ιδιότητά της ως αρθρογράφου άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονη, η ανταπόκριση ίσως πιο αρνητική, όταν άρχισε να γράφει όλο και περισσότερο για την πολιτική. Οι απόψεις της -κατά της Εκκλησίας, κατά της ελληνικής Αριστεράς, ακόμα και κατά της τεκνοποίησης-ξένισαν πολύ κόσμο και προκάλεσαν έναν οχετό αρνητικών σχολίων στο διαδίκτυο.
Πριν από δύο χρόνια, μάλιστα, έπεσε ακόμα και θύμα προπηλακισμού. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει αδιάφορη απέναντι στην κριτική ή την εχθρότητα των άλλων και συνεχίζει να γράφει. Το ένατο μυθιστόρημά της που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Για την αγάπη της γεωμετρίας έχει ως ηρωίδα την Ανατολή Μπότσαρη, ένα κορίτσι με φοβερή αδυναμία στη γεωμετρία, που μεγαλώνει σε μια μεσοαστική, πλην αριστερή οικογένεια τη δεκαετία του ‘70.
Τι κάνεις τώρα στη Νέα Υόρκη; Τι είναι αυτό που σε κάνει να φεύγεις τόσο συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα;
Αυτήν τη στιγμή κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου: ένα ηλιόλουστο, χειμωνιάτικο απόγευμα. Εργάζομαι σ’ ένα δημόσιο λύκειο, όπου διδάσκω αμερικανική ιστορία. Στη Νέα Υόρκη έρχομαι σχεδόν κάθε χρόνο. Άλλοτε μένω για μήνες, άλλοτε λιγότερο. Ζω ανάμεσα σε τρεις πόλεις στις οποίες έχω σπουδάσει και από τις οποίες έχω αποκομίσει πάρα πολλές εμπειρίες. Η Νέα Υόρκη, το Παρίσι και η Αθήνα είναι το σπίτι μου. Ωστόσο, οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι παραμένουν στην Αθήνα. Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την παιδική μας ηλικία.
Και σε αυτό το βιβλίο, όπως και σε πολλά ακόμα βιβλία σου, η ηρωίδα έχει εμμονή με το ροκ εν ρολ, κάτι που είναι και προσωπική σου μανία. Πιστεύεις ότι κάθε συγγραφέας περνάει ενδόμυχα τις εμμονές του στα βιβλία του;
Μάλλον έτσι είναι. Αλλά, παρότι μανία, όπως λες, το ροκ εν ρολ λείπει εντελώς από πολλά βιβλία μου. Στην περίπτωση του Για την αγάπη της γεωμετρίας ήταν απαραίτητο, διότι αποτελούσε κομμάτι της ζωής της Ανατολής Μπότσαρη και της δεκαετίας του ’70. Ισοδυναμούσε με μια επαναστατική πράξη.
Πιστεύεις ότι η μουσική μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή μας ;Υπάρχει κάποιο μουσικό κομμάτι που να σου άλλαξε τη ζωή;
Τίποτα δεν με κάνει ευτυχέστερη από το ροκ εν ρολ. Τίποτα! Όταν πρωτοάκουσα Έλβις Πρίσλεϊ, κατάλαβα το μυστήριο της σεξουαλικότητας. Αυτό κι αν ήταν «αλλαγή»!
Γιατί διάλεξες να γράψεις ένα βιβλίο για μια ηρωίδα που αγαπά τόσο τη γεωμετρία; Σε προσωπικό επίπεδο, ποια η σχέση σου με τα μαθηματικά; Σημειώνεις στον επίλογο ότι «η ζωή είναι μια μορφή γεωμετρικής δομής». Θεωρείς ότι σχετίζεται η μαθηματική σκέψη με τη συγγραφή;
Αγαπούσα πολύ τη φυσική και τη χημεία, γι’ αυτό σπούδασα Φαρμακευτική. Εκείνη την εποχή, για να μπούμε στη Φαρμακευτική, δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις στη φυσική, τη χημεία και την έκθεση, δηλαδή στα μαθήματα στα οποία έσκιζα. Είχα κάτι θριαμβικό σχετικά μ’ αυτά τα μαθήματα, μια αίσθηση παντοδυναμίας... «Όλα τα λύνω! Βάλτε μου το δυσκολότερο πρόβλημα!», κάτι τέτοιο. Πιστεύω στη θετική σκέψη και τη λογική: η συγγραφή πρέπει να βασίζεται σε μια δομή, αλλιώς πελαγοδρομούμε, γράφουμε ό,τι μας κατέβει, κάτι που αποτελεί γνώρισμα της ελληνικής προχειρογραφίας.
Έχεις σημειώσει ότι το νέο σου βιβλίο είναι ένα «προσωπικό χρονικό». Αλλά και το «Ο χρόνος πάλι» ήταν αυτοβιογραφικό. Τι είναι αυτό που σε έχει ωθήσει σε βιβλία πιο αυτοβιογραφικά; Το πέρασμα του χρόνου; Η ανάγκη επανεξέτασης της ελληνικής πραγματικότητας;
Τα βιβλία όλων μας εμπνέονται από τον εαυτό μας. Το στοίχημα είναι να μετουσιώνονται σε κάτι ευρύτερο απ’ το προσωπικό βίωμα. Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, το Αύριο, μια άλλη χώρα, όλα, χωρίς εξαίρεση -να μην τα απαριθμώ τώρα, είναι και πολλά-, σχετίζονται με προσωπικές εμπειρίες. Και συχνά έχουν εκληφθεί ως εκδοχές αυτοβιογραφίας, αλλά βεβαίως δεν είναι. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία γίνονται μυθιστορηματικό υλικό. Και στο φόντο
υπάρχει ένας κοινωνικός ιστός, κάτι που εκτυλίσσεται σε ευρύτερη κλίμακα και δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον άνθρωπο.
Διαβάζοντας το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση πως η Ανατολή συνεχίζει να αναπαράγει το οικογενειακό μοτίβο, ψάχνει ουσιαστικά τον άντρα-δυνάστη που θα την καταπιέσει και θα την ταλαιπωρήσει. Γιατί;
Διότι αυτό συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Οι άνθρωποι, για να απελευθερωθούν από τραυματικά μοτίβα, πρέπει να υποβληθούν σε ψυχανάλυση ή κάτι τέτοιο. Σπάνια απαλλάσσονται από αυτά μόνο με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή είναι η «τραγωδία» της Ανατολής: συναντά το ίδιο πρότυπο, τον ίδιο μηχανισμό. Ακόμα και η εμπειρία της στο Χάρβαρντ είναι η αποτυχημένη αψηφισιά μιας «αρχής», μιας εξουσίας πολύ ισχυρότερης από την ίδια.
Αναφέρεις στον επίλογο ότι αποφάσισες να γράψεις μια ερωτική ιστορία σαν αθλητικό ρεπορτάζ, αλλά άλλαξες γνώμη. Γιατί;
Δεν είναι παρά μια παιγνιώδης φράση, απ’ αυτές που γράφουν οι συγγραφείς. Το Για την αγάπη της γεωμετρίας δεν είναι βέβαια μια ερωτική ιστορία. Είναι η αφήγηση μιας μεγάλης, συντριπτικής αποτυχίας. Όπως σ’ ένα ντέρμπι, όπου ηττάται το φαβορί.
Γιατί όμως να διαλέξεις μια αποτυχημένη ερωτική ιστορία; Διάβασα κάπου ότι θεωρείς τον έρωτα υπερτιμημένο, ότι για σένα είναι μια πλάνη. Ισχύει;
Οι «επιτυχημένες» ερωτικές ιστορίες δεν αποτελούν υλικό μυθοπλασίας. Για να υπάρξει μυθοπλασία χρειάζεται σύγκρουση, αντιξοότητα. Πράγματι, θεωρώ τον έρωτα υπερτιμημένο, αλλά όχι «πλάνη». Δεν είχα ποτέ ρομαντικά όνειρα, ούτε μεγάλες προσδοκίες. Έτσι, δεν έχω απογοητευτεί καθόλου από τη ζωή κι από τους ανθρώπους. Τα αισθήματα είναι ατελή, οι άνθρωποι είμαστε ατελείς. Δεν πειράζει.
«Θα χάσεις αυτούς που αγαπάς –όλους στο τέλος, θα χάσεις τον εαυτό σου και τη γη». Υπάρχει μια ματαιότητα στην τελευταία πρόταση του βιβλίου, σε όλο το βιβλίο γενικότερα, και στη στάση της ηρωίδας, που σχεδόν «μυρίζει» παραίτηση.
Η μοναδική βεβαιότητα είναι ο θάνατος. Ούτε αυτό πειράζει.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι ότι με τον τρόπο που είναι κατασκευασμένοι οι ήρωες του βιβλίου είναι σαν να χτυπάς κατά κάποιο τρόπο την Αριστερά. Οι αριστεροί χαρακτήρες (Λευτέρης Μπότσαρης, Μιχάλης) είναι από οπισθοδρομικοί και βίαιοι έως μικροαστοί και μικροπρεπείς. Γιατί;
Γιατί όχι; Οι Αριστεροί μπορούν να είναι εξίσου οπισθοδρομικοί και βίαιοι με τους Δεξιούς.
Πάντως, γράφεις συχνά κατά της Αριστεράς, καταλογίζοντάς της ότι είναι οπισθοδρομική και συντηρητική. Μοιάζει να σε απασχολεί ιδιαίτερα.
Είμαι ιστορικός και ως ιστορικός έχω ασχοληθεί με ορισμένα πεδία περισσότερο από ό,τι με άλλα. Ένα από αυτά είναι η ευρωπαϊκή Αριστερά και οι ιδεολογικές της περιπλανήσεις και πλάνες.
Πού αποδίδεις, λοιπόν, το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα θέλουν τα κόμματα της Αριστεράς να κερδίζουν πάνω από 40% στις επόμενες εκλογές;
Δεν θεωρώ τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ «αριστερά» κόμματα. Τα θεωρώ παλαιοκομμουνιστικά ή σοσιαλφασιστικά. Δεν είναι το ίδιο. Η Αριστερά σέβεται τη δημοκρατία, ενώ αυτά τα κόμματα ερωτοτροπούν με ολοκληρωτικές ιδέες και πρακτικές. Πράγματι, σε καταστάσεις κλυδωνισμών οι ψηφοφόροι κινούνται προς τα άκρα. Έτσι κι αλλιώς, η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση. Ζει ακόμα σε μετεμφυλιακό περιβάλλον, πιστεύει ότι η ήττα των κομμουνιστών το 1949 αποτελεί εθνική τραγωδία. Στην πραγματικότητα, εθνική τραγωδία είναι ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Γιατί πιστεύεις ότι δεν έχει τελειώσει;
Διότι δεν έχει αναλυθεί, δεν έχει τοποθετηθεί με δικαιοσύνη στην ιστορία και στη συλλογική μας μνήμη. Τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν κατασκευάσει έναν μύθο στον οποίον προσκολλώνται και τον οποίο χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν βλακώδεις πράξεις.
Μιλάς πολύ συχνά για την Αριστερά, αλλά λιγότερο για τη Δεξιά. Ποια πιστεύεις ότι είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής Δεξιάς;
Η ελληνική Δεξιά δεν είναι ένα συμπαγές σώμα. Υπάρχουν φιλελεύθεροι Δεξιοί «αστικής» προέλευσης, υπάρχουν λαϊκιστές επαρχιώτες, υπάρχουν παλαιοδεξιοί εθνικιστές, υπάρχουν παιδιά και εγγόνια δωσίλογων και δημίων. Υπάρχουν Δεξιοί που μοιάζουν με Αριστερούς και Αριστεροί που μοιάζουν με Δεξιούς. Τα όρια είναι ασαφή και οι ιδέες αλληλοεπικαλυπτόμενες.
Για πολλούς οι απόψεις σου είναι «κόκκινο πανί». Γράφεις, μεταξύ άλλων, κατά της Αριστεράς, κατά της Εκκλησίας, κατά της τεκνοποίησης. Τα τελευταία χρόνια έχεις δεχτεί ανελέητη κριτική, σε έχουν απειλήσει, έχεις πέσει ακόμα και θύμα επίθεσης. Γιατί συμβαίνει αυτό τώρα; Τι έχει αλλάξει;
Πράγματι, γράφω περισσότερο για την πολιτική απ’ όσο παλιότερα, διότι αυτό μου ζητείται και μου επιτρέπεται σήμερα. Παλιότερα, οι εφημερίδες και τα περιοδικά μού ζητούσαν διαφορετική θεματολογία. Για χρόνια οι άνθρωποι δεν ήθελαν να διαβάζουν για την πολιτική. Συχνά, όταν έγραφα πολιτικά κομμάτια, επενέβαινε ένα είδος λογοκριτή: «Τα παραλές!». Και ιδού τα αποτελέσματα της χώρας μας! Ωστόσο, όλα αυτά τα πολλά χρόνια έγραφα για τα αμερικανικά θέματα, μια κι έχω ειδίκευση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τον παθολογικό και τυφλό αντιαμερικανισμό που επικρατεί στην Ελλάδα και εκείνη η αρθρογραφία ήταν «κόκκινο πανί». Απλώς, δεν είχαν αναπτυχθεί τόσο το ίντερνετ και η ανωνυμία, η οποία επιτρέπει τις αντιδράσεις που επιτρέπει. Σε ανώριμες χώρες, όπως η δική μας, όποιος δεν συμφωνεί με το mainstream (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, κόμμα) θεωρείται αιρετικός. Το λέει η λέξη: καλούμαστε ν’ ανήκουμε σε μια θρησκεία. Δεν ανήκω πουθενά. Ήμουν πάντα ένας ελεύθερος άνθρωπος και σέβομαι όλες, μα όλες, τις απόψεις. Όποιος με γνωρίζει προσωπικά το γνωρίζει κι αυτό. Όσο για την «ανελέητη κριτική», ειλικρινά δεν δίνω δεκάρα. Ζω τη ζωή μου με απόλυτη αταραξία.
σχόλια