Από τη συνεργασία σας προκύπτει ο συνδυασμός του κουβανέζικου πάθους με την ελληνική μουσική. Διαπιστώνετε κοινά σημεία και ρίζες στις μουσικές παραδόσεις των δύο χωρών;
Σπύρος Εξάρας: Θα έλεγα πως είναι μάλλον ο συνδυασμός του κουβανέζικου ρυθμού με το ελληνικό πάθος. Και όχι επειδή η κουβανέζικη μουσική δεν έχει πάθος -κάθε άλλο-, αλλά επειδή η μουσική της Κούβας είναι περισσότερο βασισμένη στον ρυθμό, σε αντίθεση με την ελληνική, που βασίζεται στη μελωδία. Το κοινό σημείο των δυο παραδόσεων είναι το παράπονο. Η μουσική της Κούβας είναι βασισμένη στο λεγόμενο «Afro-Cuban beat», που δεν είναι τίποτε άλλο από την επιρροή που δέχτηκε από τους σκλάβους της Αφρικής, όταν τους έφεραν οι Εγγλέζοι και οι Ισπανοί στην Κούβα, γύρω στον 17ο αιώνα. Η ελληνική μουσική, από την άλλη, εκφράζεται κι αυτή μέσα από το παράπονο, γι’ αυτό κι έχει απλές μεν, αλλά πολύ ισχυρές μελωδίες. Κουβαλάνε μέσα τους τη θλίψη από την υποδούλωση του λαού στους Τούρκους, την κατοχή τους από τους Φράγκους, τους παγκόσμιους και εμφύλιους πολέμους κ.λπ.
Elio Villafranca: Nαι. Η κουβανέζικη κουλτούρα είναι αποτέλεσμα προσμείξεων πολλών διαφορετικών πολιτισμών, και όχι μόνο του αφρικάνικου, όπως πιστεύεται συχνά. Έχουμε κληρονομήσει ρυθμό, μουσικά όργανα, κλίμακες και μελωδίες που υπάρχουν στην παλέτα της ελληνικής μουσικής. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι ένα στυλ φολκ μουσικής από περιοχές όπως το Pinar del Rio, η Santa Clara, το Isla de la Juventud και το Ρunto Cubano στο Τρινιδάδ. Το πιο σημαντικό μουσικό όργανο και αυτό που καθόρισε τη φιλοσοφία της μουσικής του Punto Cubano είναι ένα έγχορδο που ονομάζεται laud guitar. Το laud, που είναι επίσης γνωστό και ως ud, ήρθε στην κουβανέζικη παράδοση μέσα από την επιρροή της ισπανικής μουσικής, που είχε ήδη καταφέρει να επηρεαστεί από μαυριτανικές, περσικές και βυζαντινές μελωδίες. Το laud guitar μοιάζει αρκετά με το λαούτο, ένα αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο και μέλος της ευρύτερης οικογένειας των εγχόρδων.
Ποια είναι η άποψή σας για τον Elio Villafranca; Tι προσδοκάτε να επιτύχετε και να κερδίσετε μέσα από τη συνεργασία σας;
Σ.Εξ.: Ο Elio είναι ένας προικισμένος μουσικός με γερές βάσεις και πάρα πολύ εργατικός. Έχουμε κοινές καταβολές, μια και προερχόμαστε και οι δύο από τον χώρο της κλασικής μουσικής, αλλά εκφραζόμαστε μέσω της τζαζ. Επίσης, υπάρχει αλληλοσεβασμός αλλά και μια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ μας. Νομίζω πως αυτό που βγαίνει απ’ τη συνεργασία μας είναι κάτι ξεχωριστό.
Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αλλά και για τους Κουβανούς η τζαζ;
E.V.: Η Κούβα αποτελεί μέρος της τζαζ από το ξεκίνημά της. Έχουμε κοινά στοιχεία στην κουλτούρα μας, στα ήθη, στα έθιμα, στην ιστορία και στη μουσική. Παλαιοτέρα ήταν συνηθισμένο οι ελεύθεροι σκλάβοι από την Κούβα να ταξιδεύουν στη Νέα Ορλεάνη, προκειμένου να εξελίξουν τις μουσικές τους ικανότητες, να εδραιωθούν ως μουσικοί ή απλώς για να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή. Η τζαζ, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει την ελευθερία της έκφρασης. Σπούδασα κλασική σύνθεση στο Ωδείο της Αβάνας. Η κλασική σύνθεση είναι πολύ απαιτητική. Χρειάζεται πολλή μελέτη, προετοιμασία και γνώση, αλλά η τζαζ είναι η πιο προκλητική μορφή σύνθεσης. Εκεί πρέπει να συνθέτεις σε πραγματικό χρόνο, χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να διορθώσεις τις σκέψεις σου. Αυτή η ελευθερία έκφρασης που βρίσκεις μόνο στην τζαζ μουσική είναι πολύ ισχυρή και μοναδική.
Έχετε εγκατασταθεί εδώ και αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Κοιτώντας τα πράγματα από μια διαφορετική σκοπιά, διαπιστώνετε κάποια εξέλιξη στην ελληνική μουσική σκηνή; Ξεχωρίζετε κάποια προσπάθεια;
Σ.Εξ.: Δέκα περίπου χρόνια πριν, όταν είχε κυκλοφορήσει το CD μου «Phrygianics» από την Blue Note, σε μια παρόμοια ερώτηση ήμουν τελείως αρνητικός σε ότι αφορούσε την εξέλιξη, ιδιαιτέρα την ελληνική τζαζ. Σήμερα δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο. Έχει αλλάξει κατά πολύ η νοοτροπία των νεότερων μουσικών, δυστυχώς όμως όχι της ελληνικής μουσικής σκηνής, όχι ακόμη τουλάχιστον. Έχω ακούσει κάποιες πολύ όμορφες δουλειές τελευταία, ίσως όχι πολύ πρωτότυπες σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά πάρα πολύ «ψαγμένες» για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό δείχνει πως υπάρχει ένα νέο κύμα αντίληψης που συνδυάζεται με πιο βαθιές γνώσεις κι εμπειρία, η οποία αποκτιέται μέσα από ανταλλαγές με διεθνείς μουσικούς.
Θέλω να πιστεύω πως με όλα τα προβλήματα που έχει αυτήν τη στιγμή ο τόπος μας ο κόσμος δεν έχει καιρό και όρεξη για «φτηνή» διασκέδαση και «καψουροτράγουδα», αλλά έχει ανάγκη από μουσική και τραγούδια απ’ όπου θα μπορέσει ν’ αντλήσει δύναμη κι αισιοδοξία.
Μια πρόσφατη δουλειά που μου έκανε εντύπωση είναι οι πολύ κομψές διασκευές που έκανε στον Μάνο Χατζιδάκι ο Δημήτρης Καλαντζής, που αποδεικνύει πως η ελληνική μουσική εξελίσσεται.
σχόλια