Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Stan Smith είναι ένας πολύ μεγάλος τενίστας. Νο 1 παίκτης στον κόσμο στα ’70s, την εποχή που μεσουράνησε. Εκτός, όμως, από τενίστας, είναι και ο άνθρωπος που δάνεισε τον ονοματεπώνυμό του στο πιο διαχρονικό sneaker όλων των εποχών, στα Stan Smith της adidas που φέτος λανσάρονται εκ νέου, με ελάχιστες βελτιώσεις στο θρυλικό μοντέλο που θα κλείσει σύντομα τα πενήντα χρόνια ζωή.
O Stan Smith βρέθηκε στην Αθήνα την περασμένη Πέμπτη για την παρουσίαση του νέου μοντέλου των διάσημων sneakers. Πέρασα ένα ολόκληρο πρωινό –και λίγο από το μεσημέρι– μαζί του ξεναγώντας τον στο κέντρο της πόλης μας και εντυπωσιάστηκα από την απλότητα που τον διακρίνει. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό είναι και το μυστικό πίσω από την επιτυχία του παπουτσιού. «Νομίζω ότι το παπούτσι, όπως και πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, είναι πολύ απλό. Είναι, πιστεύω, όπως η προσωπικότητά μου. Απλό. Είναι καθαρό, δεν έχει πολλά πράγματα πάνω του, ελάχιστο χρώμα. Είναι κλασικό λουκ».
Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια, ο μικρότερος από τρία αδέρφια. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του τον οδήγησαν σε διαφορετικά πράγματα και δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων πολλά αθλήματα και πολλή μουσική. «Ο ένας αδελφός έπαιζε πιάνο, ο άλλος τρομπόνι, οπότε συμμετείχα σε πολλά και διαφορετικά πράγματα από μικρή ηλικία. Έδινα το παρών σε πολλές σχολικές δραστηριότητες, τραγουδούσα στη σχολική χορωδία... Ξεκίνησα αρχικά με το μπάσκετ – αυτή ήταν η πρώτη μου αγάπη. Μετά έπαιξα και αμερικανικό ποδόσφαιρο, μπέιζμπολ, έκανα στίβο». Το τένις ήρθε απλά στη ζωή του. «Ξεκίνησα να παίζω και τένις και σε κάποια φάση άρχισα απλώς να γίνομαι πολύ καλός, καλύτερος απ’ ό,τι στα άλλα αθλήματα, οπότε συνέχισα μόνο με αυτό».
Τι τον κέρδισε, όμως, στο τένις; «Το σπουδαίο πράγμα με το τένις είναι ότι είστε μόνο εσύ και ο αντίπαλός σου. Mantoman. Πρέπει να σκεφθείς πώς θα κερδίσεις τον εκάστοτε αντίπαλο. Μπορεί να εφαρμόσεις μια συγκεκριμένη τεχνική ή μια τακτική. Φυσικά πρέπει να έχεις άψογη φυσική κατάσταση. Και βασικά πρέπει να καταλάβεις τι χρειάζεται να αλλάξεις, όταν δεν παίζεις καλά σε ένα παιχνίδι. Γιατί πρέπει να πολεμήσεις ως το τέλος. Και πρέπει να πάρεις τις αποφάσεις αμέσως, εκείνη τη στιγμή, με τους παλμούς στο κόκκινο».
Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η καριέρα του, η οποία κατέληξε να είναι πολύ επιτυχημένη: διακρίσεις, πρωταθλήματα, GrandSlam. Ποια ήταν η μεγαλύτερη στιγμή σας ως αθλητή; «Θα έλεγα η κατάκτηση του Wimbledon. Όταν ήμουν 16 χρονών έβαλα τέσσερις στόχους. Ο ένας ήταν να γίνω μέλος της εθνικής ομάδας και να αντιπροσωπεύσω τη χώρα μου στο Davis Cup. Ο δεύτερος ήταν να γίνω ο καλύτερος παίκτης στις ΗΠΑ. Ο τρίτος να κερδίσω το Wimbledon και ο τέταρτος να γίνω ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Έχασα στον τελικό του Wimbledon το 1971 σε ένα οριακό ματς με πέντε σετ. Κέρδισα, όμως, την επόμενη χρονιά, το 1972, πάλι σε πέντε σετ. Νομίζω, λοιπόν, πως το γεγονός ότι τη μια χρονιά έχασα και την επόμενη τα κατάφερα ήταν κάτι μοναδικό για μένα».
Σήμερα κάθε διάσημος αθλητής, κάθε ράπερ ή μοντέλο έχει τη δική του σειρά ρούχων και παπουτσιών. Όμως, το 1972 δεν ήταν ακριβώς έτσι. «Η συνεργασία μου με την Adidas δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο τότε. Υπήρχαν μόνο λίγοι παίκτες που είχαν σχέσεις με αθλητικές εταιρείες και είχαν το δικό τους παπούτσι ή τη δική τους ρακέτα, για παράδειγμα. Η Adidas ήθελε να εισέλθει στην αμερικανική αγορά. Το παπούτσι το είχε φτιάξει ο Χορς Ντάσλερ, ο γιος του ιδρυτή της εταιρείας, σε συνεργασία με έναν διάσημο Γάλλο παίκτη του τένις. Μαζί, λοιπόν, σχεδίασαν το πρώτο δερμάτινο παπούτσι για τένις. Μετά από πέντε χρόνια ήθελαν να μπουν στην αμερικανική αγορά και εγώ ήμουν ο Νο 1 παίκτης τότε, οπότε είπαμε να το δοκιμάσουμε. Σκεφτόμασταν μια συνεργασία για πέντε χρόνια ή κάτι τέτοιο, αλλά, όπως βλέπεις, 42 χρόνια μετά το παπούτσι είναι ακόμα εδώ».
Το παπούτσι, όσο και να μην του φαίνεται σήμερα, ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του. Ήταν το πρώτο δερμάτινο παπούτσι για τένις, ένα πραγματικά high-tech αθλητικό παπούτσι που έφερε επανάσταση στο άθλημα και το προτιμούσαν όλοι οι μεγάλοι παίκτες. Δεν άργησε, όμως, να κάνει το άλμα και από τα γήπεδα του τένις να ταξιδέψει στις γειτονιές των πόλεων, να μπει σε μπαρ, σε εστιατόρια, ακόμα και σε πασαρέλες.
Τα Stan Smith ενσωματώθηκαν στην ποπ και urban κουλτούρα. Γενιές και γενιές παιδιών, ανεξαρτήτως ηλικίας, το φοράνε παντού και με τα πάντα. «Πολλά χρόνια πριν ήμουν σε ένα γκαλά και είδα επτά άνδρες να φορούν μαύρα tuxedo με Stan Smith. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Από τότε έχω δει κόσμο να τα φοράει πραγματικά με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς».
Τα Stan Smith απέκτησαν δική τους ζωή, ξεπερνώντας σταδιακά σε φήμη τον άνδρα που τους έδωσε το όνομά του, ειδικά από τη στιγμή που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Μου είπε ότι ο ίδιος του ο γιος, σε ηλικία περίπου 8 ετών, τον ρώτησε αν πήρε το όνομά του από τα παπούτσια. Τον ενοχλούσε αυτό; Να μην ξέρει ο κόσμος ποιος είναι, να νομίζει ότι είναι απλώς ένα παπούτσι; «Όχι, πραγματικά. Είναι φυσιολογικό για τα νέα παιδιά να μην ξέρουν την ιστορία του τένις. Δεν με πειράζει καθόλου. Θυμάμαι, μια μέρα, στην αρχή της καριέρας μου, ρώτησα κάποια παιδιά που θεωρούσα ότι δεν με ξέρουν, αν θέλουν να γίνουν σαν τον Μπιορν Μποργκ, έναν φοβερό και πασίγνωστο τενίστα. Δεν ήξεραν καν ποιος είναι. Είναι το ίδιο όσο περνάνε τα χρόνια. Σε 20 χρόνια μπορεί τα παιδιά να μην ξέρουν ποιος είναι ο Φέντερερ ή ο Τζόκοβιτς».
Κατεβαίνοντας προς την πλατεία Αγίας Ειρήνης, σταματήσαμε στο Tailor Made. Του έκανε εντύπωση η μεγάλη προσωπογραφία του Τσίλερ στο εσωτερικό. Του εξήγησα ότι απεικονίζει έναν Γερμανό αρχιτέκτονα που ήρθε μαζί με τον επίσης Γερμανό πρώτο μας βασιλιά για να βοηθήσει να μετατρέψουν την Αθήνα από χωριό σε πρωτεύουσα ενός νέου κράτους. Η ιδιοκτήτρια του café τού εξήγησε ότι το κτίριο χτίστηκε τον 19ο αιώνα σε σχέδια του Τσίλερ και γι’ αυτό σκέφθηκαν να βάλουν και τη φωτογραφία του μέσα στο μαγαζί. Κάπως σαν τη φωτογραφία του ίδιου του Stan Smith που κοσμεί τη γλώσσα του παπουτσιού.
Επόμενη στάση ήταν στη γειτονιά του Κεραμεικού, όπου συναντήσαμε τον b, έναν πολυσχιδή καλλιτέχνη-αρχιτέκτονα που ξεκίνησε από το γκραφίτι. Μπροστά από ένα κλασικό του έργο, μια κιτρινόμαυρη, αέρινη φιγούρα επί της Κεραμεικού, μας μίλησε για την τέχνη του, τη φόρμα των έργων και την έμπνευση που του δίνει η ίδια η πόλη, από τι εμπνέεται ο ίδιος. «Η δική μου σκέψη είναι να κάνω πάντοτε το καλύτερο που μπορώ. Να γίνω ο καλύτερος που θα μπορούσα. Το έκανα αυτό στο τένις και με ό,τι ασχολήθηκα μετά. Μου αρέσει να βλέπω πράγματα να γίνονται καλά. Αν κάτι γίνεται σωστά, θα πάει καλά. Μπορεί να μη γίνει επιτυχία, αλλά αν γίνει καλά, με τον σωστό τρόπο, εγώ θα είμαι ευχαριστημένος».
Όπως περπατάγαμε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μου είπε ότι επισκέφθηκε νωρίς το πρωί το Μουσείο της Ακρόπολης. Η ερώτηση για τα Μάρμαρα ήταν επιβεβλημένη. «Ίσως να γνωρίζετε το ζήτημα με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Ένας συμπατριώτης σας, ο Τζορτζ Κλούνεϊ, πρόσφατα ανακίνησε το θέμα, τασσόμενος υπέρ της επιστροφής τους στην Αθήνα. Εσείς τι πιστεύετε;». «Ναι, συμφωνώ, ό,τι ήταν εδώ πρέπει να επιστρέψει εδώ».
σχόλια