Δεν έχεις μείνει ποτέ στο Μόντρεαλ, σωστά;
Όχι, όχι.
Πώς προέκυψε το όνομά σας;
Η πρώτη μου αγάπη, το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα στη ζωή μου, ζούσε στο Μόντρεαλ. Είχαμε μια σχέση κατά την οποία γράφαμε γράμματα ο ένας στον άλλον, δημιουργήθηκε δηλαδή έρωτας μέσω αλληλογραφίας. Εγώ τότε ζούσα στη Μινεάπολη και πήγα σε κάποια φάση να την επισκεφθώ στο Μόντρεαλ. Συνειδητοποιήσαμε από τη φυσική επαφή ότι η πραγματικότητα δεν ήταν αυτή που είχαμε δημιουργήσει μέσω των γραμμάτων. Είχε επινοηθεί.
Έχεις ξαναπάει από τότε;
Ναι. Μάλιστα, ήμασταν εκεί πριν από 4-5 μέρες και παίξαμε σε ένα φεστιβάλ! Είναι αρκετά κοσμοπολίτικη πόλη. Έχει έναν τεράστιο γαλλόφωνο πληθυσμό, οπότε η ατμόσφαιρα δεν μοιάζει με αυτή μιας τυπικής πόλης του Καναδά – είναι πιο κοντά σε μια ευρωπαϊκή πόλη.
Μουσικά, όμως, «ανδρώθηκες» στην Αθήνα της Τζόρτζια. Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια;
Πριν μετακομίσω στην Αθήνα, ζούσα στη Νότια Φλόριδα, όπου, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κάποια μουσική σκηνή. Όλοι άκουγαν τραγούδια από το ραδιόφωνο – σίγουρα δεν ήταν πολύ των '60s ή της ψυχεδελικής ποπ. Οπότε, μετακόμισα στην Αθήνα γιατί άκουσα ότι υπήρχαν εκεί πολλοί άνθρωποι που έφτιαχναν μουσική, ακόμα και μέσα από την κρεβατοκάμαρά τους, και άκουγαν Beach Boys, Beatles κ.ά. Βρήκα, λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους και συνδέθηκα μαζί τους. Πολλές μπάντες έκαναν παρόμοια μουσική με τη δική μας. Κάναμε παρέα, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, ηχογραφούσαμε μαζί, πηγαίναμε σε περιοδείες μαζί κ.λπ.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η κολεκτίβα των Elephant six;
Ναι. Nιώθαμε ότι ήμασταν έξω στον κόσμο και ταυτόχρονα προστατευμένοι από αυτόν. Φτιάχναμε ό,τι θέλαμε να φτιάξουμε και ξέραμε ότι θα υπάρχει ένα υποβοηθητικό δίκτυο που θα αναλάμβανε μετά. Δεν χρειαζόταν να ανησυχούμε αν αυτό που κάναμε ήταν trendy ή εμπορικό. Ή, όταν πηγαίναμε σε περιοδεία και δεν μαζεύαμε καθόλου κόσμο, δεν αισθανόμασταν αποτυχημένοι, γιατί γυρνούσαμε μετά στην Αθήνα και βρισκόμασταν με όλες τις άλλες μπάντες που περνούσαν και αυτές τα ίδια.
Μουσικά πού κινείσαι; Σχεδόν κάθε άλμπουμ σου είναι διαφορετικού ύφους.
Μουσικά, σίγουρα πήρα πολλούς διαφορετικούς δρόμους, εξερεύνησα νέα μουσικά τοπία και χρησιμοποίησα διαφορετικά στυλ παραγωγής. Τα βασικά, όμως, παρέμειναν τα ίδια: η συνέπεια στις ίδιες αρχές, η έμπνευση. Το πνεύμα της μπάντας δεν έχει αλλοιωθεί, προέρχεται από ένα πολύ αγνό σημείο. Αποτελώ τη μοναδική σταθερά του συγκροτήματος τόσα χρόνια. Στα παλιότερα άλμπουμ έκανα την περισσότερη δουλειά μόνος μου και στην ουσία ήταν πιο πολύ προσωπικά πρότζεκτ. Όμως, ο καινούργιος δίσκος, «Lousy with Sylvianbriar», είναι ο πρώτος εδώ και πολύ καιρό που είναι πιο συνεργατικός, που περιέχει ιδέες και συμμετοχές από άλλους ανθρώπους.
Τι σχέδια έχεις για το επόμενο;
Θα ξεκινήσουμε να το δουλεύουμε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο και θα βγει μάλλον του χρόνου, κάπου τον Φεβρουάριο. Νομίζω ότι θα είναι και αυτό όπως το προηγούμενο, από την άποψη των συνεργασιών. Οι μουσικοί που παίζουν μαζί μου είναι πολύ καλοί και θα ήθελα να ξαναδοκιμάσω αυτήν τη συνεργατική αντίληψη, αλλά από άλλη οπτική, χρησιμοποιώντας διαφορετικές επιρροές.
Ποια μπάντα σού αρέσει περισσότερο αυτές τις ημέρες;
Μου αρέσουν αρκετά οι Talking Heads. Πάντα μου άρεσε η μουσική τους, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πλήρως τι καταπληκτική μπάντα είναι, πόσο φοβερά είναι τουλάχιστον τα πέντε πρώτα άλμπουμ τους.
Ποια είναι η πιο πρόσφατη επιρροή σου;
Το τελευταίο διάστημα έχω μια εμμονή με τη Nina Simone. Αυτό που αγαπώ σε εκείνη είναι η δυνατότητά της να μεταμορφώνει ένα τραγούδι. Δεν έγραφε τραγούδια, αλλά έπαιρνε το τραγούδι κάποιου άλλου και το έκανε εκατομμύρια φορές πιο δυνατό και πιο όμορφο. Ως τραγουδιστής είναι αρκετά «τρομακτικός» ένας άνθρωπος με τέτοιες δυνατότητες, αλλά την ίδια στιγμή σου δίνει μεγάλη έμπνευση και ώθηση να δουλέψεις. Γιατί αυτό που έκανε εκείνη με τα τραγούδια άλλων εγώ προσπαθώ να το κάνω με τα δικά μου.
Υπάρχει ακόμα εκμετάλλευση από τις δισκογραφικές;
Γενικά, είναι λίγο διαφορετικά στην indie σκηνή. Δεν υπάρχουν πολλά λεφτά, οπότε, αν συμμετέχεις, είναι επειδή αγαπάς τη μουσική. Και αφού αγαπάς τη μουσική, η καρδιά σου «θα είναι στη σωστή θέση». Οι μεγάλες δισκογραφικές είναι σαν τις μεγάλες εταιρείες. Επενδύουν σε ένα προϊόν και περιμένουν την απόδοση. Δεν μιλάμε για τέχνη αλλά για κέρδη. Γι' αυτό δεν ήθελα να εμπλακώ ποτέ με τις μεγάλες εταιρείες, ακριβώς επειδή οι περισσότερες από αυτές δεν αφήνουν τον καλλιτέχνη να αναπτυχθεί και δεν νοιάζονται πολύ για την τέχνη και τη μουσική.
Πώς βλέπεις τις τελευταίες εξελίξεις στη μουσική βιομηχανία, με το ψηφιακό κατέβασμα και το online streaming;
Νομίζω ότι ειδικά για την indie μουσική είναι καλύτερα τώρα. Ο κόσμος μπορεί να σε μάθει και να σε ακούσει πολύ πιο εύκολα. Δεν είναι τόσο απίθανο, όσο ήταν πριν από 10-15 χρόνια, κάποιος στη Σιγκαπούρη να ακούσει ένα κομμάτι από τους Of Montreal – η φυσική διανομή δίσκων δεν δουλεύει τόσο καλά. Η μεγαλύτερη προσβασιμότητα είναι σίγουρα θετική εξέλιξη. Ίσως για τους καλλιτέχνες στις μεγάλες εταιρείες να είναι χειρότερα τα πράγματα, λόγω της ευκολίας με την οποία κάποιος μπορεί να διοχετεύσει έναν δίσκο στο Διαδίκτυο. Και σίγουρα τα λεφτά που συνήθιζαν να κερδίζουν έχουν μειωθεί. Δεν θα κλάψω, όμως, για έναν σούπερ εμπορικό καλλιτέχνη που δεν βγάζει πια τόσα λεφτά για τους μετόχους της τάδε ή δείνα εταιρείας.
Αυτό το μοντέλο σημαίνει όμως και περισσότερο touring, σωστά;
Οι συναυλίες είναι πια ο πιο προσοδοφόρος τομέας. Δεν κάνεις εύκολα λεφτά από τις πωλήσεις δίσκων και αν θες να ζήσεις από τη μουσική, θα πρέπει να ταξιδεύεις διαρκώς. Αυτό είναι άσχημο, από την άποψη ότι πρέπει να λείπεις από την οικογένειά σου ή την κοπέλα σου, αλλά ταυτόχρονα είναι υπέροχο, γιατί μπορείς να αγγίξεις τόσο κόσμο και να επικοινωνήσεις με ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Γενικά, είναι πολύ ωραίο να το κάνεις πιο συλλογικό το όλο εγχείρημα. Είναι συγκινητικό το πώς από την κρεβατοκάμαρά σου φτάνεις να ταξιδεύεις σε όλο τον κόσμο. Είναι πολύ κουλ να μπορείς να το κάνεις αυτό.
Γιατί δεν παίζετε συχνά το «Τhe past is a grotesque animal»;
Το παίζουμε αρκετά τελευταία. Υπήρξε μια περίοδος που δεν το παίζαμε πολύ συχνά, αλλά σκοπεύουμε να το παίξουμε στην Αθήνα!
σχόλια