Ο Κυριάκος Αθανασιάδης έχει πρεμιέρα την ημέρα που τον συναντώ στο κλασικό μπαράκι «Το νερό που καίει» στην Προξένου Κορομηλά της Θεσσαλονίκης. Ο ιντερνετικός ραδιοφωνικός σταθμός που εμπνεύστηκε και συνδημιούργησε πριν από δύο χρόνια με τη Μαρία Τσάκος εγκαινιάζει σήμερα το θεσσαλονικιώτικο στούντιό του. Κάθε Δευτέρα διάφοροι Θεσσαλονικείς θα κάνουν ζωντανές εκπομπές στον Amagi και ένας απ' αυτούς είμαι κι εγώ – και μ' αυτή την ιδιότητα τον χαιρέτησα αρχικά. Δεν ήξερα ακόμα πως η συνάντησή μας θα εξελισσόταν σε συνέντευξη.
Μου έδειξε το στούντιο πάνω απ' το θρυλικό μπαρ Berlin, πώς δουλεύουν οι κονσόλες, πώς βάζουμε τραγούδια, κι έμεινε μαζί μου –η αγωνία του καλά κρυμμένη πίσω απ' το χαμόγελό του– μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήμουν ok. Τελειώνοντας, τον συνάντησα ξανά στο «Νερό που καίει», με κόσμο να περνά και να σταματά και να του μιλά, κι αυτός, χαλαρός κι ανακουφισμένος που η θεσσαλονικιώτικη αρχή έγινε με το δεξί, μου μίλησε για τα βιβλία, το ραδιόφωνο και τους «φιλελέδες». Δεν μοιάζει και πολύ συνηθισμένος στην προβολή. Μου μιλά για το πώς, πρώτη φορά τώρα, ο εκδοτικός οίκος που θα βγάλει το επόμενο βιβλίο του (Η Κόκκινη Μαρία, εκδ. Διόπτρα) του ζήτησε να στείλει μια προωθητική φωτογραφία του. «Τώρα, όταν τελειώσω και γυρίσουμε σπίτι, θα βγάλουμε μία να τους στείλω» λέει.
Μου μιλά για την υπόθεση του βιβλίου του. «Είναι για ενήλικες, αλλά ήρωες είναι μια ομάδα παιδιών – ταλαιπωρημένων. Ζουν στον υπόγειο, σε παλιές στοές, σε υπονόμους. Βγαίνουν έξω μόνο για να βρουν να φάνε. Έχουν ένα είδος κοινωνίας, απειλούμενης από τους κακούς που τους ψάχνουν. Η Κόκκινη Μαρία...», κάνει παύση για να παραγγείλει ένα κονιάκ, «... είναι μια μητρική φιγούρα, που στα μάτια των παιδιών έχει θεϊκές ικανότητες, που τα προστατεύει».
«Δεν γεννώ καινούργιες εικόνες όταν γράφω» λέει. «Όλο μέσα στα ίδια τσαλαβουτάω. Αυτό το μέρος απ' το οποίο ψαρεύουμε όλοι ιδέες δεν το φαντάζομαι ως ωκεανό αλλά ως μια μικρή πισίνα – μια γούρνα. Πόσα ψάρια να έχει εκεί μέσα; Οι ιδέες, οι λέξεις, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, όλα είναι ανακυκλώσιμα υλικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς, με ανακυκλώσιμα υλικά, να φτιάξεις κάτι αριστουργηματικό ή κάτι πανάκριβο».
Γύρω στα 20 βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει, και ο ίδιος δεν τα έχει καν όλα («Ο μπαμπάς μου τα συλλέγει»). Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να τα διαβάζει εκ των υστέρων, νιώθει μια ντροπή ανάλογη μ' αυτήν που έχεις όταν ακούς ηχογραφημένη τη φωνή σου.
Το κονιάκ του έρχεται («Είναι πεντάρι; Να το μετρήσω;» πειράζει τη σερβιτόρα) και η κουβέντα πάει στα βιβλία που μετέφρασε κι επιμελήθηκε. Τριάντα χρόνια κάνει αυτήν τη δουλειά, στις εκδόσεις, σε Αθήνα και, εδώ και 5 περίπου χρόνια, Θεσσαλονίκη. Κομπλάρει όταν του ζητώ να μου πει τα μυστικά ενός καλού επιμελητή. «Το σημαντικότερο είναι το κείμενο, μετά τη μετάφραση και την επιμέλεια, να είναι κατανοητό. Είναι πολύ απλό, αλλά αυτό πρέπει να έχουμε μόνο στο μυαλό μας. Ο Κάφκα δεν έγραφε ακαταλαβίστικα, ούτε καν ο Τζόις. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με στρωτά ελληνικά».
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης γράφει όλη μέρα και στο Facebook. Τσιτάτα, παρωδίες κλασικών φεϊσμπουκικών τύπων και συνωμοσιολογικών απόψεων. Αναρωτιέμαι αν αυτή η διακωμώδηση γίνεται επειδή δεν αντέχει να διαβάζει όλη μέρα τα ψεκασμένα status updates διαφόρων, τις ανορθογραφίες και τα ακαταλαβίστικα πράγματα. Αν, δηλαδή, ξυπνά μέσα του κάποιου είδους σατιρικός επιμελητής του f/b. «Μπορεί» απαντά. «Πάντως, δεν διαβάζω πια στο timeline μου τέτοια, φιλτράρω πολύ αυτά που μου έρχονται και διαβάζω κυρίως αυτούς με τους οποίους συμφωνώ. Έτσι είμαι εγώ, μονόχνοτος, και ακούω μόνο ό,τι μου αρέσει, ζω στον κόσμο της Πολυάννας. Ξέρω, όμως, ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος θα γράφει απιθανότητες προσθέτοντας "ΔΙΕΔΟΣΤΕ" – δεν χρειάζεται πια να το δω για να το παρωδήσω».
Δεν επιτίθεται, πάντως, στα τυφλά σε όποιον θεωρεί «φτηνό». Είναι απ' τους ελάχιστους υποστηρικτές της Χρυσηίδας Δημουλίδου, όχι γιατί έχει διαβάσει τα βιβλία της αλλά επειδή θεωρεί πως την κοροϊδεύουν με τρόπο υπερβολικό. «Μου λένε ότι είναι κακότροπη και πολύ επιθετική, δεν ξέρω, όμως εμένα δεν με πειράζει αυτό – πάρα πολλοί επιθετικοί άνθρωποι υπάρχουν στο Facebook και βρίσκουν και τα κάνουν. Αναρωτιέμαι όμως τι το τόσο κακό έχει κάνει, τι τους έχει πειράξει και της επιτίθενται όλοι. Είμαι μαζί της και μόνο γι' αυτό. Και μόνο επειδή η ίδια είναι χαριτωμένη (ή θέλει να περνιέται σαν χαριτωμένη), είναι σέξι, κι εγώ δεν δέχομαι επιθέσεις σε όμορφες ή σέξι γυναίκες. Το θεωρώ απολύτως σεξιστικό. Όπως αν κορόιδευαν κάποια που είναι άσχημη και παχουλή, έτσι βρίσκω και άσχημο να επιτίθενται σε μία όμορφη. Είναι δείγμα σεξισμού, και με το που γίνεται, ανάβουν τα λαμπάκια μου και επιτίθεμαι κι εγώ στους ανθρώπους που τη χτυπούν, ακόμα και χωρίς να ξέρω καν το διακύβευμα».
Μια και μιλάμε για τη Δημουλίδου, ο Κυριάκος, με όλη αυτή την εμπειρία δεκαετιών στον εκδοτικό χώρο, υποστηρίζει κάτι ενδιαφέρον. Ότι χωρίς τα βιβλία της Δημουλίδου (και των διαφόρων Δημουλίδων), δεν θα υπήρχαν οι εκδόσεις Στιγμή, οι εκδόσεις Πόλις, Άγρα, όλα δηλαδή τα μαγαζιά που βγάζουν καλή λογοτεχνία και καλό δοκίμιο. Οι τύπου Δημουλίδου είναι αυτές που κρατούν την αγορά του βιβλίου ζωντανή με τη λαϊκή λογοτεχνία τους, όπως παλιά το έκαναν οι παπάδες με τα εκκλησιαστικά βιβλία που γινόντουσαν ανάρπαστα και στήριξαν την τυπογραφία και την άνθησή της, μετά τα ιπποτικά ρομάντσα κ.λπ.
«Ναι, αλλά πώς στηρίζει η Δημουλίδου τις εκδόσεις Πόλις, ας πούμε, ενώ η ίδια είναι στον Ψυχογιό;» ρωτώ. «Μα, είναι απλό, Άρη: δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν καν βιβλιοπωλεία σήμερα, ούτε χώροι που θα έδιναν βήμα και στις εκδόσεις Πόλις. Τα βιβλιοπωλεία σήμερα ζούνε απ' αυτές τις γυναίκες που τροφοδοτούν την αγορά. Διαχρονικά, η καλή λογοτεχνία υπάρχει χάρη στο οικονομικό σουξέ της εμπορικής λογοτεχνίας – και έτσι μπορούν τα βιβλιοπωλεία όχι μόνο να υπάρχουν αλλά και να έχουν στα ράφια τους και ένα σωρό άλλα βιβλία».
Ως φιλελεύθερος –και όχι νεοφιλελεύθερος, κάτι που θεωρεί ότι δεν υπάρχει καν!– δημιούργησε την αυτοσαρκαστική λέξη «φιλελές» με τρυφερότητα αλλά και αυστηρότητα, γιατί έβλεπε τα εγγενή προβλήματα του χώρου των «φιλελέδων»: «Έχουμε πάρα πολύ καλά παιδιά, έχουμε όμως και πολλή αυταρέσκεια, σιγουριά, ελιτισμό. Είμαστε λίγο στον κόσμο μας. Και υπάρχουν και διάφοροι σαν τον Τζήμερο, που είναι ακροδεξιός που λυμαίνεται και προσπαθεί να ψαρέψει απ' τον φιλελεύθερο χώρο. Χρησιμοποιεί και κάποια φιλελεύθερα τσιτάτα περί ανοχής (όταν δεν χαρακτηρίζει τους gay "τρίτο φύλο") – ποιος, ο Τζήμερος, που ούτε τον εαυτό του δεν μπορεί να ανεχτεί. Τον φαντάζομαι ντυμένο Ράμπο μπροστά στον καθρέφτη του στο μπάνιο, να κάνει μούτες, και σκέφτομαι ότι αν δαγκώσει τη γλώσσα του, θα δηλητηριαστεί».
Ξεκίνησε από αναρχικές ομάδες, μαθαίνω λίγο πριν αποχωριστούμε. Τον ρωτώ τι έμαθε απ' την προϋπηρεσία του στον χώρο και μου λέει πως το Νο1 είναι το ότι έμαθε να μισεί την πολιτική βία. Ήταν μέσα ακόμα, και προσπάθησε να πείσει τους συναγωνιστές και τα μέλη του γκρουπούσκουλου στο οποίο ανήκε να συγκρατηθούν και να απορρίψουν την πολιτική βία ως μέσο δράσης. Δεν τα κατάφερε (όχι ότι προσπάθησε και πολύ) κι έφυγε οριστικά.
Τι έχει, όμως, να απαντήσει στην κλισέ παρατήρησή μου πως όταν ήταν νέος, πολεμούσε να αλλάξει τον κόσμο και τώρα που μεγάλωσε, συμβιβάστηκε; «Ναι, συμβιβάστηκα» απαντά απλώς, χωρίς καθόλου απολογητική διάθεση. Περιμένω να πει κάτι παραπάνω. «Μου αρέσει αυτή η λέξη: συμβιβασμός. Σχετίζεται με τη σοφία που αποκτάς, με το ζεν που κερδίζεις για τη ζωή σου, με ώριμες πρακτικές και ουσιαστικές –αντί για ουτοπικές– αλλαγές. Συμβιβάστηκα, λοιπόν. Ελπίζω να μη συντηρητικοποιήθηκα κιόλας. Μισώ τον συντηρητισμό, και νομίζω πολύ καλά έκανα. Αλλά ποιος είμαι γω να το ξέρω;».
Το βιβλίο του Κυριάκου Αθανασιάδη «Η Κόκκινη Μαρία» θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Διόπτρα.
σχόλια