Τόσαχρόνια δουλεύει αυτή η φάμπρικα με τιςμεταφορές παλιών ελληνικών ταινιών στηθεατρική σκηνή, υπό τη μορφή θεματικώνπάρκων ηθογραφίας και «παλιάς καλήςλαϊκής θυμοσοφίας» (με το ανάλογονοσταλγικό playlist στοσάουντρακ) κι αναρωτιόμουν πώς και δεναποφάσισε ν' ανεβάσει κανένας ξύπνιοςηθοποιός- θιασάρχης-σκηνοθέτης το έργοΤης Κακομοίρας. Τον Ζήκο τον μπακαλόγατοδηλαδή, του οποίου η καλτ (ή μάλλον τοΤαό) όσο θυμάμαι τον εαυτό μου δεν έχεισταματήσει να μεγαλώνει και να εξαπλώνεταισε όλες τις κατηγορίες κοινού, από τους«λαϊκούς» μέχρι τους «ψαγμένους».Δημοτικότητα που δεν έχει να κάνει τόσομε τη γενικότερη παραλυτική νοσταλγίαγια μια φαντασιακή πτωχή πλην τίμια,αγνή και ντόμπρα προδικτατορική Ελλάδα,αλλά με τις ελεύθερης σκόπευσης,αυτοσχεδιαστικές, μοντέρνες σχεδόνατάκες του Χατζηχρήστου, που μοιάζουννα υπερβαίνουν το χρονικό και κοινωνικόπλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται ηταινία του Ντίνου Κατσουρίδη πουβασίστηκε στο θεατρικό κείμενο τουΓιαννακόπουλου:
«Εμέναπάρε με με το καλό, να γίνω μούσι να μεξουρίσεις»... «ένα και μοναχικόέχει μείνει»... «Εσένα που σ' έχωδει αλλού; Εσύ πριν πάρεις ταυτότηταανθρώπου, πού ήσουνα;»... Και φυσικάτον ξέφρενο μονόλογο που εξαπολύει οΖήκος απνευστί προς τον «πεθερό»του: «Εγώ, κυρ Σωτήρη μου, βεβαίωςευρίσκομαι σε μια ηλικία όπου πάσα έναςτις άνδρας πρέπει να φροντίζει για τομέλλον του. Γιατί όπως ξέρουμε απόαρχαιοτάτων χρόνων, ο άνδρας είναι τοισχυρό φύλο: ο άνδρας είναι ο ανήρ καιη γυναίκα το θήλυ - διότι και η ΚαινήΔιαθήκη και η Βίβλος μας εδίδαξε ότι οάντρας κατά τους πολέμους, τους ιστορικούςπολέμους, τους βαλκανικούς αγώνες, όλααυτά δηλαδή τα τελωνειακά ζητήματαεκλογικών καταλόγων, βιβλιαρίων, το μηχείρον βέλτιστον, διερχομένων αυτών,βοήθειά μας, δι' ευχών των αγίων πατέρωνημών, κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησονκαι σώσον ημάς αμήν. Κατάλαβες, κυρΣωτήρη μου; Ευτυχώς, γιατί δεν κατάλαβαεγώ, κυρ Σωτήρη μου».
Αυτήη ταινία ήταν και η μοναδική στιγμή τηςκινηματογραφικής καριέρας του Χατζηχρήστουπου επέτρεψε στον εαυτό του να υπερβείτα περιοριστικά κλισέ του στερότυπουτου «Θύμιου» που τον έκαναν διάσημο,και να αμοληθεί σε μια απολαυστικήδιεγερτική εκτόνωση. Δεν ήταν άλλωστεκι ο πιο αφοσιωμένος υπηρέτης του Θέσπηο αείμνηστος κωμικός. Θυμάμαι, λίγο πρινπεθάνει, τον είχαν ρωτήσει γιατί δενέπαιξε ποτέ Αριστοφάνη στην Επίδαυρο,όπως άλλοι κωμικοί του τότε και (κυρίως)του σήμερα, κι αυτός απάντησε: «Έλαμωρέ τώρα, κελεμπίες και μάσκες.Καραγκιοζιλίκια πράγματα. Δεν είναιγια όλους αυτά...».
Ήτανθέμα χρόνου φυσικά να επιχειρήσεικάποιος από τους συνήθεις υπόπτους τηςπιάτσας να λουστράρει το «κλασικό»έργο για το σανίδι με τα μέσα τηςτηλεοπτικής αισθητικής σε μια παράστασησύγχρονου βαριετέ για όλη την οικογένεια.Ο Πέτρος Φιλιππίδης (σκηνοθέτης επίσηςκαι της Θείας από το Σικάγο που συνεχίζεταικαι φέτος σε άλλο θέατρο) είναι οσκηνοθέτης του Μπακαλόγατου, ο οποίοςθα επωμιστεί φυσικά και το βάρος τουκεντρικού ρόλου που θα διακομιστείβίαια από την εποχή της μαζικής αστυφιλίαςτου 1963 στην Αθήνα των οικονομικώνμεταναστών του 2007. «Ούτε ένας δεν μερώτησε "μα γιατί το κάνεις αυτό;"»δήλωσε ο γνωστός ηθοποιός σε μιασυνέντευξή του.
Ερωτώ εγώ λοιπόν, αν καιη απάντηση είναι προφανής. Στόχος είναιτο τηλεοπτικής εκπαίδευσης κοινό του«μεσαίου χώρου» που νυστάζει στο«κανονικό» θέατρο, αλλά δενκαταδέχεται και να τραβηχτεί στηνμπασκλασαρία της επιθεώρησης. Κοινόεθισμένο στην παραμύθα της «παλιάςκαλής Αθήνας» με τις αυλές, ταπαλικάρια και τις κοπελιές, τα καλόβολακαλαμπούρια, το αγιόκλημα και γιασεμίκαι όλα τα κλασικά τοτέμ και ταμπού πουβρικολακιάζουν στην εποχή μας με τοφετιχισμό της αναπαράστασης εποχής -που δεν είναι ελληνικό φαινόμενο φυσικά,απλά εδώ αυτό το κόλλημα τονίζει ακόμαπερισσότερο την παντελή έλλειψη σύγχρονηςθεατρικής, κινηματογραφικής, τηλεοπτικήςαντίληψης. Και όσο «φροντισμένη»και «καλοπαιγμένη» μπορεί να είναιμια παραγωγή «εποχής» όπως τοτηλεοπτικό Δέκα, ας πούμε, είναι αδύνατοννα ξεχάσεις ούτε για μια στιγμή ότιπαρακολουθείς μια κατασκευή, ένα σκηνικό,ένα μαυσωλείο που δεν μπορεί φυσικά ναεκσυγχρονίσει το παρωχήμενο καιμισογυνικό σύμπαν του βιβλίου τουΚαραγάτση.
σχόλια