Σήμερα δεν βγήκα βόλτα γιατί κοιμήθηκα πολύ αργά χθες το βράδυ. Έβλεπα την παράσταση της Schaubühne στο Διαδίκτυο. Είχε τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν. Μεγαλειώδης παράσταση των αρχών του '80. Ήταν βέβαια στα γερμανικά, αλλά, εντάξει, επειδή γνωρίζω το έργο, παρακολουθούσα την υπόθεση.
Δεν κοιμήθηκα λοιπόν στην ώρα μου χθες το βράδυ και επειδή σήμερα ήμουν κάπως, έκανα μόνο λίγη άσκηση στο σπίτι. Δεν φοβάμαι αν αρρωστήσω, αλλά ας μη λέω μεγάλα λόγια: φοβάμαι μην τυχόν κι αρρωστήσω. Τέλος πάντων, για να ηρεμώ απ' όλα αυτά, κάνω κάτι που πιθανόν κάνουν κι άλλοι ηθοποιοί και που παλιά εγώ δεν έκανα. Ή, τουλάχιστον, παλιά δεν συνειδητοποιούσα αν το έκανα ή όχι. Τώρα πια, όμως, το κάνω πάρα πολύ συνειδητά. Δηλαδή, μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα κάνω ό,τι κάνω και όταν ετοιμάζω έναν ρόλο.
Δεν διατείνομαι ότι πετυχαίνω πλήρη ταύτιση με αυτό που συμβαίνει, αλλά... «έρχομαι στο γεγονός». Συναντώ το γεγονός. Συναντώ εμένα «έγκλειστη». Είναι κάτι που ξεκινάει αυθόρμητα και που μετά το σκέφτομαι, το αναλογίζομαι, το συνεκτιμώ και το καλλιεργώ. Είναι, άραγε, η επαγγελματική διαστροφή που με ωθεί εκεί; Δεν ξέρω πώς να το ερμηνεύσω. Αλλά είναι κάτι που «επέρχεται» αυθόρμητα και μετά «πάει κι έρχεται». Δεν μου μένει, δηλαδή, όλη την ημέρα. Και αυτό συνιστά τον δικό μου τρόπο να ξορκίζω το εκάστοτε σοβαρό θέμα που μου συμβαίνει. Και ως εκ τούτου και την τρέχουσα κατάσταση, στην οποία έχουμε περιέλθει όλοι.
Τη μοναξιά την ξέρω πολύ καλά και δεν τη φοβάμαι, γιατί από μόνη μου την επιλέγω. Όμως τώρα αυτή είναι η διαφορά: η μοναξιά μού έχει επιβληθεί. Και γι' αυτό με πλακώνει το μένω στο σπίτι και το «μένουμε σπίτι» γενικότερα.
Το ίδιο μου είχε συμβεί και το 2017, που ξαφνικά μπήκα στο νοσοκομείο λόγω λοίμωξης του αναπνευστικού και έμεινα εκεί έναν μήνα. Είχα ετοιμάσει τη βαλιτσούλα μου για να πάω στην Άνδρο, αλλά τη χρησιμοποίησα για το νοσοκομείο, εξαιτίας του ότι είχα φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να ανασάνω. Γενικά, δεν ανήκω στον τύπο των ανθρώπων που «ανησυχούν» κι αυτό είναι καλό και κακό μαζί. Δεν βλέπω κατά προτίμηση τον κίνδυνο και γι' αυτό έφτασα τότε στο σημείο μηδέν και τη νοσηλεία, κατά τη διάρκεια της οποίας ανέπτυξα σαφώς πιο συνειδητά και οικειοθελώς αυτή την «τεχνική» αντιμετώπισης του πραγματικού δράματος ‒ εκείνο το «και τώρα σκέψου πως όλο αυτό δεν είναι παρά ένας ρόλος» που λέω και σήμερα για όσα ζούμε. Και προέκυψε τελικά ότι μπορώ με αυτόν τον τρόπο να τα βγάλω πέρα.
Μια μέρα μού είχαν δώσει το αναισθητικό που σου προκαλεί τη λεγόμενη μέθη. Και επί του φορείου προς το εξεταστήριο με έπιασαν τα γέλια. Σκεφτόμουν το παράλογο της συνθήκης και είπα στον εαυτό μου: «Όλο αυτό είναι σαν να βρίσκομαι σε μια σκηνή και να παίζω αυτόν τον ρόλο» κι έτσι, τη στιγμή του «μεγάλου κινδύνου», εγώ ήμουν μες στην καλή χαρά. Το παιδί που είχε έρθει να τσουλήσει το φορείο έτυχε να είναι κι αυτό ηθοποιός, που δούλευε ως τραυματιοφορέας για την επιβίωση. Και ντυμένος καθώς ήταν με την πράσινη ιατρική στολή του χειρουργείου έσπρωχνε και γέλαγε κι εκείνος. Μετά μου έδειξε φωτογραφίες από εκείνη τη φάση και ήταν σαν να έβλεπα φωτογραφίες ταινίας. Επαληθευόταν αυτή η λειτουργία του δικού μου μυαλού, λοιπόν, για να μου φαίνεται η πραγματικότητα πιο υποφερτή και ιδού που αξιοποιείται και τώρα.
Τον πρώτο καιρό του εγκλεισμού δεν είχα συλλάβει πόσο θα μπορούσε να κρατήσει όλη αυτή η κατάσταση. Μάλιστα, το ότι έκλεισαν τα θέατρα μου είχε φανεί κάπως βολικό, γιατί έπαιζα σε δύο παραστάσεις, στο «Χελιδόνι» και στη «Βασίλισσα της ομορφιάς», και ήμουν πολύ κουρασμένη. Το ότι δεν δούλευα πια μου επέτρεψε να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ και να συνέλθω. «Μια χαρά είναι ο εγκλεισμός» έλεγα μέσα μου. Η Κίνα μου φαινόταν μακριά, αλλά άρχισαν οι ανταποκρίσεις θανάτων από Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία και όλα τα υπόλοιπα φρικτά και ο φόβος ήταν πάλι εδώ και έπρεπε να τον ξορκίσω.
Τον ρόλο της «έγκλειστης απομονωμένης» δεν τον «ετοιμάζω» όταν κάνω τις κανονικές μου καθημερινές δουλειές, αλλά όταν δεν υπάρχει άλλη απασχόληση και οι στιγμές της μοναξιάς γίνονται σαφώς πιο αισθητές. Τη μοναξιά την ξέρω πολύ καλά και δεν τη φοβάμαι, γιατί από μόνη μου την επιλέγω. Όμως τώρα αυτή είναι η διαφορά: η μοναξιά μού έχει επιβληθεί. Και γι' αυτό με πλακώνει το μένω στο σπίτι και το «μένουμε σπίτι» γενικότερα. Εκτός όλων των παραπάνω δεινών, εμφανίζονται και οι στιγμές βαρεμάρας. Τυχαίνει, λοιπόν, να βαριέμαι να βγω για το περπάτημά μου, επειδή βαριέμαι το ότι πρέπει να βγάλω το παπούτσι στη βεράντα μετά, να αφήσω στη βεράντα τα ψώνια, να καθαρίσω τα χρειώδη που αγόρασα κ.λπ. Βαριέμαι όλο αυτό το μενού με τα προπαρασκευαστικά και απολυμαντικά πρωτόκολλα της τρέλας, παρότι γενικά είμαι πειθαρχημένη, όπως θεωρώ ότι είμαι πειθαρχημένη και στο θέατρο. Πιάνω, όμως, τον εαυτό μου, βουτηγμένο στα καθαριστικά, να αναρωτιέται: «Τι κάνεις τώρα;». Και απαντώ: «Βαριέμαι, δεν αντέχω άλλο να τα κάνω όλα αυτά! Βαριέμαι!».
Πάντως, ακόμα κι έτσι «πετάει» η κάθε μέρα εγκλεισμού. Δεν έχω ανακαλύψει ακόμα για πότε και με ποιον τρόπο ο χρόνος περνά και φτάνει η στιγμή που τα παρατάω όλα σύξυλα και αρχίζω να βλέπω ταινίες, σειρές και τα λοιπά σχετικά – που είναι και η καλύτερη ώρα της ημέρας. Δεν θέλω να βλέπω και συνέχεια για θανάτους. Φυσικό δεν είναι;
Κατά τα άλλα, σχηματίζω και κάποιες αισιόδοξες σκέψεις. Για παράδειγμα, σκέφτομαι ότι θα ξαναδώ τη θάλασσα. Επίσης, ότι θα μπω στη θάλασσα. Σκέφτομαι ακόμα ότι θα δω τους φίλους μου, που δεν μπορώ να τους δω τώρα, παρά μόνο μιλάμε. Θα ξαναβρεθούμε όμως και θα γελάσουμε και θα φάμε μαζί κάπου ωραία, που μου έχει λείψει αυτόν τον καιρό. Βέβαια, παρατηρώ ταυτόχρονα και με ποιους θέλω και με ποιους δεν θέλω και τόσο πολύ να μιλήσω. Διαισθάνομαι ότι κι εκείνοι βρίσκονται σε τέτοια φάση συναισθηματικών ξεσκαρταρισμάτων, μεταξύ σχέσεων του καθήκοντος, της επιθυμίας και της αγάπης.
Κι όλο αυτό συμπαρασύρει κάποιες πιο μαύρες σκέψεις σχετικά με το πώς θα είμαι σε μερικά χρόνια, όταν θα είμαι ακόμα μεγαλύτερη σε ηλικία, όταν θα έχει φτάσει η ώρα που δεν θα μπορώ πια να δουλεύω και θα είμαι αναγκασμένη να κάθομαι συνέχεια στο σπίτι. Είναι κάτι από το οποίο έχω πάρει ήδη μια γερή πρώτη γεύση, μια και στην ηλικία που ήδη βρίσκομαι έχει συμβεί αρκετές φορές να αποδεχτώ ότι μερικά πράγματα που έκανα δεν θα μπορώ να τα κάνω πια. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αφού τώρα μου φαίνεται τόσο βαρύ το να είμαι κλεισμένη μέσα λόγω πανδημίας, πώς θα αντέξω όταν θα τα έχει φέρει έτσι η ζωή που να πρέπει να είμαι συνέχεια μέσα.
Προς το παρόν, πάντως, ανακάλυψα το μαγείρεμα. Η αλήθεια είναι πως πάντα μαγείρευα. Αλλά πριν μαγείρευα μόνο για να φάω. Τώρα μαγειρεύω για τη χαρά τού να φτιάξω κάτι ωραίο. Για να κάνω κάτι νόστιμο. Και η γεύση μου έχει οξυνθεί, όπως έχει ακονιστεί και η γαστρονομική φαντασία μου. Το αποτέλεσμα είναι ότι τρώω άλλο φαγητό το μεσημέρι και άλλο το βράδυ. Μαγειρεύω δύο φορές την ημέρα! Δεν κάνω τίποτα το μπελαλίδικο, μόνο απλά και ωραία πραγματάκια, που όμως προσέχω να είναι ευφάνταστα και επιτηδευμένα.
Επίσης, όπως δεν θέλω να τρώω το ίδιο φαΐ δύο φορές μέσα στην ημέρα, δεν θέλω και να φοράω τα ίδια ρούχα. Οπότε αλλάζω ανσάμπλ για το βράδυ και δεν παραμελώ την art de la table! Δηλαδή, ναι, υπάρχει μια τρέλα για να μπορέσω με τρέλα να αντέξω.
σχόλια