Νωρίς το πρωί της 22ης Φεβρουαρίου του 2012, καθώς το πυροβολικό του στρατού της Συρίας σφυροκοπούσε με μανία την πόλη Χoμς που βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας, οι ελάχιστοι ανταποκριτές και ακτιβιστές που είχαν απομείνει σ' ένα κτίριο που λειτουργούσε ως αυτοσχέδιο κέντρο τύπου, αποφάσισαν ότι είχε έρθει η στιγμή να πανικοβληθούν βλέποντας τα διπλανά κτίσματα να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα.
Η Μαρί Κόλβιν, η Αμερικανίδα ανταποκρίτρια των Κυριακάτικων Τάιμς του Λονδίνου, δίστασε για λίγο αλλά τελικά ακολούθησε τους υπόλοιπους στην ηρωική έξοδο από το κτίριο. Μόλις βγήκε έξω όμως, χτυπήθηκε από ρουκέτα και πέθανε ακαριαία. Ένα μήνα πριν, είχε κλείσει τα 56. Την ίδια τύχη είχε και ο Γάλλος φωτορεπόρτερ Ρεμί Οσλίκ που έτρεχε δίπλα της.
Οι θάνατοί τους δεν ήταν ατύχημα ούτε «παράπλευρη απώλεια», σύμφωνα με τη νέα βιογραφία της θρυλικής πλέον δημοσιογράφου που έγραψε ο συνάδελφός της Lindsey Hilsum και μόλις κυκλοφόρησε με τον χαρακτηριστικό για τον τρόπο ζωής της τίτλο "In Extremis".
Το ρεπορτάζ του Hilsum καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Συριακό καθεστώς είχε θέσει ως στόχο τους ξένους ανταποκριτές εν γένει, και ειδικότερα την Κόλβιν που λίγες μέρες πριν είχε εμφανιστεί στο CNN καταγγέλοντας τη μαζική σφαγή αμάχων στη Χoμς. Σύμφωνα με την έρευνα του βιβλίου, αμέσως μετά την καταγγελία της Κόλβιν, ανώνυμος πληροφοριοδότης υπέδειξε στις αρχές της Δαμασκού την ακριβή τοποθεσία του κτιρίου όπου βρίσκονταν οι δημοσιογράφοι.
Το Συριακό καθεστώς είχε θέσει ως στόχο τους ξένους ανταποκριτές εν γένει, και ειδικότερα την Κόλβιν που λίγες μέρες πριν είχε εμφανιστεί στο CNN καταγγέλοντας τη μαζική σφαγή αμάχων στη Χoμς.
Σύμφωνα με το γενικό πνεύμα της βιογραφίας πάντως, ο θάνατος της διάσημης «πολεμικής ανταποκρίτριας» (η ίδια απεχθανόταν τον όρο) με το εμβληματικό μαύρο κάλυμμα στο μάτι που είχε χάσει από θραύσμα στη Σρι Λάνκα το 2001, καταγράφεται ως η τραγική κλιμάκωση μιας πορείας που βρισκόταν από καιρό σε τροχιά επιταχυνόμενης αποσύνθεσης.
Η ζωή της Κόλβιν παρουσιάζεται ως ακολουθία μιας οσιομάρτυρος σε αργή κίνηση, ρημαγμένη ψυχή τε και σώματι από τους πολέμους που κάλυπτε και παρά τη συσσώρευση βραβείων, φήμης και θαυμαστών. Συγχρόνως, η «εξω - επαγγελματική» ζωή της καιγόταν από αποτυχημένους γάμους και βραχύβιες ερωτικές σχέσεις αλλά και από μετα - τραυματικές διαταραχές και όλο και πιο έντονη εξάρτηση από το αλκοόλ.
«Οι κρίσεις πανικού της επιτίθονταν χωρίς προειδοποίηση ενώ σταδιακά βίωνε μια όλο και πιο έντονη αίσθηση του μη πραγματικού» γράφει ο Hilsum. «Η Μαρί ήταν σαν πληγωμένο ζώο που είχε συρθεί σε μια σκοτεινή τρύπα όπου ακόμα και οι πιο στενοί φίλοι της δεν μπορούσαν να την βρουν».
Πάντα επέστρεφε πίσω στην πρώτη γραμμή όμως. Περιγράφοντας η ίδια το έργο ζωής της, ανακάτευε αμερικανικό ιδεαλισμό παλαιάς κοπής με ψυχρό πραγματισμό. «Σε κάθε περίπτωση» είχε πει στον συγγραφέα της βιογραφίας λίγο πριν τον θάνατό της, απορρίπτοντας τις έντονες ανησυχίες του για την υψηλότατου ρίσκου απόφασή της να τρυπώσει ξανά κρυφά στην πολιορκημένη Χαμς, «αυτή είναι η δουλειά μας και αυτό κάνουμε».
Συχνά πάντως κυριευόταν από έντονες τάσεις μοιρολατρικού μηδενισμού. «Όσο γίνεται δυσκολότερο να περιγράψω με λέξεις αυτό που μοιάζει να μην έχει νόημα, τόσο θέλω να τα παρατήσω όλα και να αφεθώ μόνο σ' αυτά που με έλκουν, σ΄ αυτά που κάνουν να μοιάζει ασήμαντο ό,τι αφήσω πίσω» έγραφε στο ημερολόγιο της από τον καιρό που ήταν ανταποκρίτρια στη Βαγδάτη. «Δεν είναι ότι θέλω να αποδράσω από αυτά που τόσο πολύ επιθυμώ να αφήσω πίσω, θέλω μόνο να απλώσω μια σκιά στο παρελθόν».
Και σε κάποιο άλλο σημείο: «Όποτε προσπαθήσω να πέσω για ύπνο πριν από τις τρεις το πρωί, καταλήγω να μένω ξύπνια για ώρες με το μυαλό μου να καλπάζει. Το ποτό βοηθάει, αλλά μετά χάνεται όλο το επόμενο πρωί»...
Εκτός από τη συγκεκριμένη βιογραφία, η μνήμη της τιμάται πανηγυρικά στο τέλος αυτού του χρόνου και με δύο ταινίες: το ντοκιμαντέρ «Under the Wire» που εστιάζει στις τελευταίες μέρες της Μαρί Κόλβιν στη Χαμς και η βιογραφική ταινία «A Private War» με την Ρόζαμουντ Πάικ στον κεντρικό ρόλο της αδικοχαμένης δημοσιογράφου.
Με στοιχεία από το Bookforum