ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ: η αρρώστια ή η μοναξιά; Θύματα αυτής της επιδημίας είναι οι άνθρωποι που νοσούν, αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι και οι άνθρωποι που ζουν μόνοι τους, κάθε ηλικίας, μόνο που όταν είσαι νέος είναι πιο εύκολο να διαχειριστείς την απομόνωση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως και να την αποζητάς. Έχεις τους ψηφιακούς φίλους σου, έχεις την τεχνολογία, το Netflix, τις online παραγγελίες, τα βίντεο στο YouTube και το TikTok, τη σαχλαμάρα που έλαμψε μέσα στην καραντίνα γιατί οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να εκτονωθούν.
Όταν, όμως, είσαι ηλικιωμένος, όλα είναι πιο δύσκολα. Και η Αθήνα δεν είναι μια καλή πόλη για να είσαι ηλικιωμένος. Για την ακρίβεια, είναι μια απάνθρωπη πόλη για την τρίτη ηλικία, παρότι το 22% των κατοίκων της είναι πάνω από 65 ετών – και το 3,5% πάνω από 85. Και είναι πολύ δύσκολη η ζωή στην καραντίνα για κάποιον που είναι πάνω από 85.
Οι ηλικιωμένοι δεν είναι μόνο ευάλωτοι, με αυξημένο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους αν κολλήσουν τον ιό, είναι και εκείνοι που έχουν πληγεί περισσότερο απ' όλους σε συναισθηματικό επίπεδο, γιατί ακόμα κι αν έχουν συγγενείς, δεν μπορούν να τους δουν, να τους αγγίξουν, να παίξουν με τα εγγόνια τους, να κάνουν πράγματα που τους δίνουν χαρά.
Άρχισα να καταλαβαίνω γιατί έβλεπα τόσο πολλούς ηλικιωμένους να κάνουν βόλτες μόνοι τους στην Ιπποκράτους και την Αλεξάνδρας. Αρκετοί χωρίς μάσκα. Επειδή η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή είναι μεγαλύτερη από τον φόβο της αρρώστιας.
Οι στιγμές που μου έχουν μείνει πιο έντονα από την κατάσταση που βιώσαμε φέτος είναι ο παππούς που είχε πέσει μπροστά από το σούπερ μάρκετ τη Μεγάλη Τετάρτη και δεν τον σήκωνε κανείς. Φοβούνταν να τον αγγίξουν ή αδιαφορούσαν για κάποιον που φορούσε φθαρμένα ρούχα και ήταν βρόμικος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σπαρακτικό του κλάμα όταν κάθισε δίπλα μου στο παγκάκι και μου είπε πόσο ανυπόφορη ήταν η ζωή του, ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο, μέσα στην καραντίνα.
Είναι η κυρία Λέλα, που έμενε στο απέναντι ισόγειο και δεν είχα προσέξει ποτέ ότι ζει μόνη. Το μοναδικό σημείο ζωής στο διαμέρισμά της ήταν οι γαλάζιες τρεμάμενες λάμψεις της τηλεόρασης και μια καρό κουρτίνα που ανοιγόκλεινε. Από τότε που ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα έβγαινε κάθε πρωί στο παράθυρο, έλεγε στους περαστικούς «καλημέρα» και προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα μαζί τους. Κανείς δεν στεκόταν να της μιλήσει.
Έπρεπε να ανταλλάξουμε πολλές «καλημέρες» για να καταλάβω ότι χρειαζόταν βοήθεια για να κάνει ακόμα και τα πιο απλά πράγματα: να ψωνίσει φαγώσιμα, να πληρώσει τους λογαριασμούς, να βρει τα φάρμακά της. Αν δεν έχεις καλή σχέση με την τεχνολογία, το lockdown μπορεί να γίνει ανυπόφορο, ειδικά αν δεν έχεις κανέναν να σε φροντίσει.
Άρχισα να καταλαβαίνω γιατί έβλεπα τόσο πολλούς ηλικιωμένους να κάνουν βόλτες μόνοι τους στην Ιπποκράτους και την Αλεξάνδρας. Αρκετοί χωρίς μάσκα. Επειδή η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή είναι μεγαλύτερη από τον φόβο της αρρώστιας.
Γυρίζοντας τον Αύγουστο από τις διακοπές, βρήκα το παράθυρο της κυρίας Λέλας κλειστό. Είχα την ελπίδα ότι κάποιος συγγενής της την πήρε στο σπίτι του για να την προσέχει. Πριν από μερικές μέρες έμαθα ότι πέθανε τον Οκτώβριο, μόνη, μετά από δύο μηνών μάχη με τον Covid.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια