ΤΗ ΣΥΣΤΗΝΟΥΝ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ, υποθέτω και στον εαυτό τους, όποτε βλέπουν τραυματισμένο τον καθρέφτη της αυτοπεποίθησής τους. Ούτε ως φάρμακο κυκλοφορεί όμως η «θετική σκέψη» ούτε ως εμβόλιο. Πρέπει να βάλεις το μισό μυαλό να πολεμήσει το άλλο μισό, να ματώσουν και τα δύο, και ύστερα φιλιωμένα να σου δώσουν μια ευκαιρία.
Είναι φορές που σε αποτσακίζει το στρατήγημα, κι άλλοτε πάλι πετυχαίνει, καταφέρνεις να ξαναβρείς ανάσα. Μα σαν την τωρινή φορά λίγες θα συναντήσει στον βίο του ένας άνθρωπος ή μια κοινότητα ανθρώπων: να βρεις ζωτικό νόημα στα θανάσιμα γράμματα που αφήνουν πίσω τους άλλοι, ξένοι· να βρεις γερή λαβή στον ξένο θάνατο για να κρατηθείς, να εμπιστευτείς και πάλι τη ζωή.
Όσα συνέβησαν ανάμεσα στο πρώτο κύμα της πανδημικής τραγωδίας, το αιφνιδιαστικό, και το δεύτερο, το αναμενόμενο, δεν άφησαν κυβέρνηση στον πλανήτη που να μην την εξέθεσαν στη φονική απρονοησία της. Κάπως έτσι οι πολιτικοί, και από κοντά τα χάρτινα, γυάλινα και ψηφιακά κιτρινόφυλλα, έγιναν οι πλέον γενναιόδωροι τροφοδότες κάθε είδους αρνητών: της μάσκας, του εμβολίου, της ίδιας της ύπαρξης του κορωνοϊού.
Η ανάρτηση της Ευαγγελίας στον λογαριασμό της στο Facebook, τέλη Αυγούστου, θα 'πρεπε να μοιράζεται σε εκκλησίες, λεωφορεία, πλατείες, δρόμους.
Όσο κρατάει το δεύτερο κύμα δεν φτάνουν στην οθόνη μας εικόνες με ανθρώπους στα μπαλκόνια να χειροκροτούν τους γιατρούς, να τραγουδούν, να παίζουν μουσική. Έτσι όπως πλήθυνε ο θάνατος, καταπόνησε την ψυχή μας, την κλείδωσε στο μαράζι. Πώς την ξεκλειδώνουμε, για να μάθει από την αρχή να βηματίζει; Πάλι με θάνατο.
Τον θάνατο του Δημήτρη Καμπανάρου, ετών 41, και το νόημα της ανένδοτης υπευθυνότητας με το οποίο τον εμπλούτισε η ρητή εξήγηση της αυτοχειρίας του. Αυτοπεριορίστηκε δύο μήνες μέσα σε γηροκομείο του Αγίου Στεφάνου, για να προστατέψει από τον κορωνοϊό τους εκατό τροφίμους, πλην νόσησε. Τα μόλις τρία κρούσματα στον οίκο ευγηρίας, και μάλιστα ασυμπτωματικά, τον έπεισαν ότι «απέτυχε σαν καπετάνιος». Και αυτοκτόνησε. Ο θάνατός του θα καταντρόπιαζε αμέτρητους πολιτικούς και επιχειρηματίες όπου γης, που κατάντησαν νεκροταφεία τα γηροκομεία. Αν ήταν, βέβαια, τρωτοί στον ιό της ντροπής.
Ο θάνατος από κορωνοϊό της νοσηλεύτριας Ευαγγελίας Γαζέπη, ετών 37, θα καταντρόπιαζε όσους αποφάσισαν, συσκεφθέντες με τον θρησκευτικό φανατισμό, τη συνωμοσιολογούσα ανοησία ή το τζάμπα επαναστατιλίκι τους, πως η μάσκα είναι φίμωτρο, προσβολή του Θεού, πονηριά των εμπόρων, επιβολή και σύμβολο της Νέας Τάξης. Η ανάρτηση της Ευαγγελίας στον λογαριασμό της στο Facebook, τέλη Αυγούστου, θα 'πρεπε να μοιράζεται σε εκκλησίες, λεωφορεία, πλατείες, δρόμους:
«Η θερμοκρασία σε κάποια φάση ανέβηκε, ίδρωνα πολύ, αλλά δεν την έβγαλα τη μάσκα. Ξέρεις γιατί; Γιατί κουράστηκα και θέλω να τελειώνω με τον ιό. Και ξέρω ότι θα νικήσουμε. Αλλά και γιατί σέβομαι τα βρέφη και τις εγκύους που αγωνιούν να μην κολλήσουν κάτι. Σέβομαι και τον 75χρονο, που αψηφά τον κίνδυνο και το παίζει παλικάρι. Σέβομαι ακόμα και σένα, τον νέο, που είσαι άτρωτος και ας φοβάσαι βαθιά μέσα σου. Αν πιστεύεις σε συνωμοσίες και σε Ροκφέλερ, μην ξαναπάρεις iPhone και μην ξανακάνεις check-in. Αν πιστεύεις πως τα ΜΜΕ είναι διεφθαρμένα, όπως κι εγώ, δες στην τηλεόραση «Πενήντα-Πενήντα» ή μπάσκετ ή κλείσ' την! Αν κατηγορείς την κυβέρνηση, δικαίωμά σου και καλά κάνεις, μην τους ξαναψηφίσεις. Κάνε το για τον εαυτό σου, όσο χρειαστεί μπαίνε με μάσκα όπου πρέπει. Και όταν φύγει ο ιός, βγες από τη μάζα, ξεχώρισε, επαναστάτησε, γίνε λιώμα, κάνε πάρτι. Aλλά όχι τώρα».
Ας υποκλιθούμε στην ευγένεια της ψυχής της. Κι ας αλλάξουμε μυαλό. Προλαβαίνουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.