Ο θάνατος του Βασίλη Μποτίνου (19 Οκτ. 1944 – 16 Φεβ. 2022) στα 77 χρόνια του, του κορυφαίου για πολλούς αριστερού εξτρέμ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ανακαλεί μια ολόκληρη εποχή, εκεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 και στα πρώτα χρόνια του ’70, όταν οι ποδοσφαιριστές των λεγόμενων «μεγάλων ομάδων» ήταν έρμαια στις διαθέσεις των παραγόντων της χούντας (στρατιωτικών ή όχι), που έκαναν κουμάντο στα διοικητικά.
Ποδοσφαιριστής με τεράστια τεχνική κατάρτιση και με απεριόριστα αθλητικά προσόντα (το άλμα του, όταν πηδούσε για κεφαλιά, έχει γράψει ιστορία), ο Βασίλης Μποτίνος, «η Μποτίνα η τρελή, η ερωτιάρα» όπως τον αποκαλούσαν οι Πειραιώτες, ήταν ένα λαϊκό παιδί από το Βόλο, που ευτύχησε σε νεαρή ηλικία, λίγο πάνω από τα 20 χρόνια του, το 1965, να βρεθεί στον Ολυμπιακό Πειραιώς, αποτελώντας επίλεκτο στέλεχος της περίφημης ομάδας του ούγγρου προπονητή Μάρτον Μπούκοβι (1903-1985).
Λέμε για τον προπονητή, που μέσα σε δυο χρόνια (καλοκαίρι ’65-τέλη ’67) κατόρθωσε να αναμορφώσει τον Ολυμπιακό, φέρνοντάς τον ξανά, μετά από μια εξαετία (τελευταίο έως τότε πρωτάθλημα του ΟΣΦΠ ήταν από την περίοδο 1958-59) μπροστά στις κατακτήσεις νέων τίτλων, καθώς με τον Μπούκοβι, η ομάδα θα ανακηρυσσόταν πρωταθλήτρια στις περιόδους 1965-66 και 1966-67.
Ο Μποτίνος μπορεί να μην ήταν κομμουνιστής, αλλά ήταν ατίθασος, δεν χαμήλωνε το κεφάλι, δεν υπέκυπτε σε εκβιασμούς και δεν ανεχόταν να τον κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη του.
Ο Μπούκοβι, που εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 1967, επειδή η χούντα δεν τον γούσταρε, σκάβοντάς του τον λάκκο (χοντρικά, το καθεστώς, δεν ανεχόταν ένας ούγγρος κομμουνιστής να κατακτά τίτλους και να σηκώνει κύπελλα στην Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών»), δεν ήταν, φυσικά, το μόνο «θύμα» του ποδοσφαίρου, την περίοδο της «επταετίας». Θύματα υπήρξαν και άλλοι... παράγοντες, προπονητές, και φυσικά ποδοσφαιριστές.
Ένας από αυτούς που υπέφεραν από τους συνταγματάρχες ήταν και ο Βασίλης Μποτίνος.
Ο Μποτίνος μπορεί να μην ήταν κομμουνιστής, αλλά ήταν ατίθασος, δεν χαμήλωνε το κεφάλι, δεν υπέκυπτε σε εκβιασμούς και δεν ανεχόταν να τον κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη του. Είχε το δικό του αξιακό και ηθικό ανάστημα, το οποίο δεν υπέστειλε, με αποτέλεσμα να έρθει σε διαδοχικές ρήξεις με παράγοντες των διορισμένων, χουντικών διοικήσεων του Ολυμπιακού, αλλά και με τον παντοδύναμο τότε Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού Κωνσταντίνο Ασλανίδη.
Η πιο σοβαρή αφορμή για να ξεσπάσουν οι καβγάδες του Μποτίνου με τους παράγοντες του Ολυμπιακού ήταν, βασικά, οι απανωτοί τραυματισμοί του, στο τέλος του 1970 και στις αρχές του 1971. Θυμόταν ο ίδιος από μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Φως» (16 Φεβ. 2006), που είναι αναδημοσιευμένη στο red-dna.com.
«(Ο σοβαρός τραυματισμός μου συνέβη) όταν ήμουν 26,5 χρονών. Από εκεί ξεκίνησαν όλα... Δεν βρήκα στήριξη.(...) Είχα κοντράρει τότε τους συνταγματάρχες. Και ένας από αυτούς με τον οποίο κοντραρίστηκα, είναι ακόμα εν ζωή. Και μου αρέσει που είναι εν ζωή για να του τα χώνω! Ο Παπαποστόλου.(...) Είχανε γίνει φασαρίες, μάλιστα μια φορά μου είχε τραβήξει και το περίστροφο... Αυτός ήταν κυβερνητικός εκπρόσωπος και έφορος στον Ολυμπιακό. Πίστευε ότι οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ήταν κάτι ανάλογο με τους στρατιώτες. Που τους επιβάλλονται, τους στέλνουν για αγγαρείες. Εγώ δεν τα κατάπινα αυτά. Η πρώτη μου γνωριμία λοιπόν με αυτόν ήταν σε κάποιο ματς με τον Απόλλωνα, όπου δεν ήξερα ακόμα καν ποιος ήταν. Ήρθε με τα πολιτικά, μ’ έπιασε απ’ τη φανέλα και μου είπε “εμένα θα μου συμπεριφέρεσαι καλά” και έκανε μια χειρονομία εις βάρος μου. Εγώ δεν ήξερα ποιος είναι και του έριξα μια φάπα! Ε, από εκεί άρχισε η κόντρα. Τους μπήκα στο ρουθούνι, και στον Ασλανίδη, και ήθελαν να με τελειώσουν. Ξέρεις ότι όταν είχα το πρόβλημα, επί 6 μήνες, δεν μπορούσα καν να περπατήσω; Ούτε το πετάλι του αυτοκινήτου δεν μπορούσα να πατήσω. Είχε κοπεί ο μυς».
Σε μια άλλη συνέντευξή του, εποχής αυτή τη φορά, στο περιοδικό «Ψυχαγωγία» (τεύχος #5, 24 Δεκ. 1969) στην Μαργαρίτα Μανασίδου, ο Βασίλης Μποτίνος εξιστορεί μια άλλη περιπέτειά του, στο μεσοδιάστημα των δύο τραυματισμών του.
Η διοίκηση του Ολυμπιακού είχε βάλει στο μάτι τον Μποτίνο, επειδή ο ποδοσφαιριστής ήταν τραυματίας και ζητούσε να μην παίξει στον επόμενο επίσημο αγώνα της ομάδας. Μάλιστα, είχε αναζητηθεί από παράγοντες στο σπίτι του, νύχτα, με τον ίδιο να απουσιάζει. Τότε, ουσιαστικά, καταδικάζεται ο Μποτίνος με τη φράση: «Και το μεσονύκτιον αναζητηθείς εις την οικίαν του δεν ανευρέθη»! Λίγο αργότερα, δε, θα «συλλαμβανόταν» σε νυχτερινό κέντρο...
Η δημοσιογράφος της «Ψυχαγωγίας» τον ρωτάει αν θα ήθελε να ζητήσει συγγνώμη, για την συμπεριφορά του απέναντι στη διοίκηση του ΟΣΦΠ, αλλά ο Μποτίνος δεν μασάει:
«Για ποιο πράγμα να ζητήσω συγγνώμη; Επειδή είμαι άρρωστος; Επειδή το ήξεραν, τους το έλεγα επί μία βδομάδα και δεν μου έδιναν σημασία ή επειδή με κατεδίκασαν, χωρίς να με δικάσουν;».
— Επειδή ίσως σε είδαν τα ξημερώματα σ’ εκείνο το κοσμικό κέντρο... Τι το ’θελες και πήγες; Τους φάνηκε σαν πρόκληση…
Πήγα γιατί είχα δουλειά, γιατί έπρεπε να πάω. Και έμεινα για 20 λεπτά μόνον. Δεν γλέντησα, όπως θέλουν να πιστεύουν μερικοί-μερικοί... Κι έπειτα, γιατί να μην πάω; Είχα μήπως παιχνίδι την άλλη μέρα;
— Ναι, μα όποιος είναι άρρωστος κάθεται στο σπίτι του...
Είχα θλάση, δεν είχα πνευμονία να κάθομαι μέσα. Δεν τους εγκατέλειψα ξαφνικά, φέρθηκα τίμια. Άλλο, όμως, είναι το βάθος της ιστορίας...
Στην συνέχεια ο Βασίλης Μποτίνος, θα αναγκαστεί να μεταβεί για εγχείρηση στο εξωτερικό, ενώ θα προσεγγιστεί από τον Παναθηναϊκό, που επιθυμούσε διακαώς να τον εντάξει στην ομάδα. Πάλι από την συνέντευξη στο «Φως» (2006):
«Ένα μήνα πριν κάνω την επέμβαση στην Ισπανία, δέχομαι την επίσκεψη του Φέρεντς Πούσκας (σ.σ. προπονητής τότε του Παναθηναϊκού) μαζί με άλλους παράγοντες του ΠΑΟ! Καταλαβαίνεις; Δεν είχα βοήθεια από τον Ολυμπιακό και ήρθανε απ’ τον αιώνιο αντίπαλο να βοηθήσουν. Για να με πάρουνε μετά βέβαια, αφού αποθεραπευτώ. Τελικά δεν πήγα στον Παναθηναϊκό, αφού μέσω του Ασλανίδη δόθηκε απαγορευτικό. Έκανα και δεύτερη εγχείρηση στη Γερμανία, είχα πρόβλημα μέχρι και στην κυκλοφορία του αίματος. Ταλαιπωρήθηκα πολύ. Δεν μου έστειλαν χρήματα στην Ισπανία από την ομάδα μου να πληρώσω τότε 100.000 δρχ. για την εγχείρηση και μου έστειλαν από τη Γερμανία ο αδερφός μου και οι φίλοι του, που μάζεψαν 10.000 μάρκα».
Βασικά ο Βασίλης Μποτίνος είχε εξαναγκαστεί να παίζει με θλάση και αυτό ήταν η αιτία να επιδεινωθεί η κατάσταση τού δεξιού ποδιού του, καθώς θα κοβόταν ένας μυς από τον τετρακέφαλο. Θυμόταν ο ίδιος από μια άλλη συνέντευξη στον Κώστα Αναστασόπουλο, στην «Κυριακάτικη» (14 Νοε. 1993):
«Έπαιζα με θλάση σε πέντε ματς του Ολυμπιακού. Με κορτιζόνη. Μου έβγαλαν σάπιο κρέας από το πόδι. Το θέμα πήγε στον Ασλανίδη. Του είπαν ότι ήθελα χρήματα, ότι έκανα εκφοβισμό. Με υποχρέωσαν να παίξω. Οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές ήταν τότε περιουσία του Ασλανίδη. Ατομικό διαβατήριο δεν μου δίνανε και ας ήμουν της Εθνικής. Μου έδωσε τελικά ο Λαδάς. Βγήκα έξω, παζάρεψα, αλλά δεν με έδιναν από δω...».
Και από την ίδια συνέντευξη:
— Σε χαρακτήρισαν Έλληνα Τζωρτζ Μπεστ...
Θα σου πω κάτι. Μια φορά στην Ιταλία είχαν πει του συχωρεμένου του Μπούκοβι ότι στην Ελλάδα βρίσκεται ένας Έλληνας Σίβορι (σ.σ. Ομάρ Σίβορι, τεράστιος αργεντινός ποδοσφαιριστής, που αγωνίστηκε και στην Ιταλία). Ήμουν μπροστά και με έδειξε λέγοντάς τους: Λάθος, εσείς έχετε έναν Ιταλό Μποτίνο...
— Πώς και δεν πήρες μεταγραφή στο εξωτερικό;
Είχα προτάσεις από τη Γερμανία, τη Σάλκε, την Άντβερπ, που έπαιζε ο Γιώργος Σιδέρης. Αλλά βλέπεις μας είχαν δεμένους τότε με αναγκαστικούς νόμους. Πού είναι οι τωρινές πενταετίες και τα συμβόλαια; Και όταν μαθεύτηκε ότι θα πάρω 7 εκατομμύρια δραχμές αν πάω στη Γερμανία –αγόραζες το μισό Πειραιά με αυτά τα λεφτά τότε– ο Νίκος Χρυσοχόου από τη διοίκηση του Ολυμπιακού μου είπε: Ποιος είσαι εσύ ρε Μποτίνο, που θα πάρεις 7 εκατομμύρια, όταν εγώ, ολόκληρος ταγματάρχης, παίρνω 7 χιλιάδες το μήνα; Ήμουν εξαρτημένος από το οκέι ενός κάποιου στρατιωτικού!
— Τι δουλειά κάνεις τώρα;
Είμαι τροφοδότης λαχανικών στη λαχαναγορά.
— Βγαίνει (το μεροκάματο);
Αλλιώς θα ήταν αν είχα πάει στο εξωτερικό.
— Σε απασχολεί;
Το σκέφτομαι και κλαίω ακόμα.
Και κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό. Ο Βασίλης Μποτίνος είχε καλές επιδόσεις και στο τραγούδι, ήταν θαμώνας των λαϊκών κέντρων (γνώριζε τον Γιώργο Ζαμπέτα και άλλους), έχοντας ηχογραφήσει μάλιστα κι ένα 45άρι στην μικρή εταιρεία Simonetta, με τα τραγούδια «Αθηναία / Αγαπώ τον Ολυμπιακό»!!
Το καλύτερο τραγούδι, όμως, για να κλείσουμε αυτή την αναφορά στον σπουδαίο ποδοσφαιριστή είναι τούτο...
Βίκυ Μοσχολιού - Έτσι κι αλλιώς