Στο ερώτημα «πόσο καιρό μετά τον εμβολιασμό θα είμαστε προστατευμένοι από τον κορωνοϊό», απαντά ο Ηλίας Μόσιαλος, με ανάρτησή του στο Facebook.
Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE αναφέρει πως τα εμβόλια των Moderna και AstraZeneca έχουν μεσοδιάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης του εμβολίου 4 εβδομάδες, ενώ της Pfizer 3 εβδομάδες. Κάποιοι αναρωτιούνται για τις διαφορές στο μεσοδιάστημα και την προστασία μετά την πρώτη δόση.
Για το εμβόλιο της Pfizer, σύμφωνα με τον κ. Μόσιαλο, ενώ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμης προστασίας από την πρώτη δόση του εμβολίου, αυτό που έχει εγκριθεί από τις Bρετανικές αρχές και αναμένεται επίσης να ισχύει στην Ευρώπη είναι το πρόγραμμα των δύο δόσεων.
«Και οι δύο θα εγχυθούν στον δελτοειδή μυ (στο μπράτσο) και η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγηθεί τουλάχιστον 21 ημέρες μετά την πρώτη. Για το εμβόλιο της Pfizer, το ανακοινωμένο ποσοστό αποτελεσματικότητας υπολογίστηκε επτά ημέρες μετά τη δεύτερη δόση», αναφέρει και αποσαφηνίζει πως μετά από 7 ημέρες φαίνεται ότι αναπτύσσονται αντισώματα, αλλά ίσως χρειαστεί να περιμένουμε για περισσότερο από 7 ημέρες, καλύτερα για δύο εβδομάδες, για να είμαστε σίγουροι.
«Άρα, συνεχίζουμε να προσέχουμε από την έναρξη της πρώτης δόσης για 4-5 εβδομάδες για το εμβόλιο της Pfizer, και για 5-6 εβδομάδες για τα εμβόλια των Moderna και ΑstraΖeneca» αναφέρει προσθέτοντας πως είναι πιθανό να υπάρχει κάποια προστασία και πριν από αυτό το διάστημα, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που θεωρείται πως ενδείκνυται για να ξεκινήσει η πλήρης προστασία.
«Θα μάθουμε περισσότερα σχετικά με την έκταση της προστασίας και πόσο διαρκεί καθώς εισέρχονται δεδομένα από τρέχουσες κλινικές δοκιμές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Με βάση τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων ανέρχεται στο το 94% και το 95% για Moderna and Pfizer αντίστοιχα» αναφέρει ο κ. Μόσιαλος εξηγώντας πως αυτά είναι τα αναμενόμενα ποσοστά προστασίας. «Αλλά, είναι πιθανό τα ποσοστά αποτελεσματικότητας να είναι λίγο μικρότερα όταν γίνουν μαζικοί εμβολιασμοί, ίσως για τους πολύ μεγάλους σε ηλικία ή τους ανοσοκατεσταλμένους. Όμως, δεν περιμένουνε να είναι πολύ μικρότερα αυτά τα ποσοστά» υποστηρίζει προσθέτοντας πως για να πιστοποιήσουμε εάν έχει πετύχει ο εμβολιασμός, θα πρέπει να γίνει εξέταση αντισωμάτων 2-3 εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση.
«Θα πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες προμήθειες και η πολιτεία να προετοιμαστεί ώστε να υπάρχει επάρκεια σε τεστ αντισωμάτων πριν και μετά το τέλος του εμβολιασμού ώστε i. να τεθούν οι προτεραιότητες για τις ομάδες που θα εμβολιαστούν στο γενικό πληθυσμό και ii. να επιβεβαιωθούν τόσο η αποτελεσματικότητα αλλά και τα ποσοστά της ειδικής ανοσοαπόκρισης ανά ηλικιακή ομάδα ή ομάδα ασθενών», αναφέρει.
«Το τελικό στάδιο της διαχείρισης της πανδημίας θα χρειαστεί εξαιρετικό και ακριβή συντονισμό. Θα είναι μια πρόκληση για τις υγειονομικές αρχές αλλά και μια ευκαιρία να κρατήσουν το πρώτο εθνικό ηλεκτρονικό αρχείο της νόσου, όπως θα κάνουν εξάλλου και όλες οι άλλες χώρες», καταλήγει.