Ο αριθμός ανθρώπων που πεθαίνουν μετά την διάγνωση με καρκίνο του μαστού μειώθηκε κατά δύο τρίτα από τη δεκαετία του 1990, όπως έδειξε μελέτη σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο γυναίκες στην Αγγλία.
Η έρευνα χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί, λέει η Carolyn Taylor, επικεφαλής συγγραφέας και ογκολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η ανάλυση περιλαμβάνει τις 512.447 γυναίκες στην Αγγλία που διαγνώστηκαν με πρώιμο διηθητικό καρκίνο του μαστού μεταξύ Ιανουαρίου 1993 και Δεκεμβρίου 2015. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τις γυναίκες μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 χρησιμοποιώντας στοιχεία από την Εθνική Υπηρεσία Καταγραφής και Ανάλυσης Καρκίνου.
Οι γυναίκες που διαγνώστηκαν το χρονικό διάστημα 1993-99 είχαν 14,4% κίνδυνο να πεθάνουν εντός πενταετίας. Αυτό μειώθηκε σε 4,9% για τις γυναίκες που διαγνώστηκαν την περίοδο 2010-15. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMJ.
«Γνωρίζαμε ότι η θνησιμότητα είχε μειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά δεν γνωρίζαμε πόσο», λέει Carolyn Taylor. «Πρόκειται για μείωση κατά δύο τρίτα».
Μακροπρόθεσμα αποτελέσματα
Η μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε σε όλες σχεδόν τις ηλικιακές ομάδες τόσο για τις γυναίκες που διαγνώστηκαν έπειτα από προληπτικό έλεγχο, όσο και για εκείνες που δεν είχαν διαγνωστεί μέχρι να εμφανίσουν συμπτώματα.
Ωστόσο, οι λόγοι της μείωσης δεν είναι σαφείς. Από τη δεκαετία του 1990, η ευαισθητοποίηση για τον καρκίνο του μαστού έχει αυξηθεί και, στην Αγγλία, ο συνήθης έλεγχος προσφέρεται σε περισσότερες γυναίκες. Τυχαιοποιημένες δοκιμές έχουν διερευνήσει πώς συγκεκριμένες θεραπείες επηρεάζουν την επιβίωση μετά τη διάγνωση. «Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να πούμε πόση από τη βελτίωση οφείλεται στη θεραπεία ή στον προληπτικό έλεγχο ή στην ευαισθητοποίηση για τον καρκίνο του μαστού», λέει η Carolyn Taylor.
Η μείωση του ποσοστού θνησιμότητας δεν αποτέλεσε έκπληξη, λέει ο Naser Turabi, διευθυντής του Cancer Research UK (CRUK) στο Λονδίνο. Το CRUK χρηματοδότησε την έρευνα, αλλά ο Turabi δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Η έρευνα είναι απίστευτα σημαντική για τον προσδιορισμό της επιτυχίας των θεραπειών», λέει, και αυτή η μελέτη θα βοηθήσει ασθενείς να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με τη θεραπεία τους.
Η συμμετοχή των ασθενών ήταν σημαντική για τη μελέτη, προσθέτει η Carolyn Taylor. Οι επιστήμονες όρισαν δύο εκπροσώπους των ασθενών για να καθοδηγήσουν την έρευνά τους. «Μας βοήθησαν στα ερωτήματα που έπρεπε να εξεταστούν. Είδαν τις αναλύσεις και έδωσαν σχόλια και προτάσεις καθ' όλη τη διάρκεια της μελέτης. Και μας βοήθησαν να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα με τρόπο που να μπορούν να κατανοήσουν οι ασθενείς».
Μελέτες μεγάλης κλίμακας, όπως αυτή, που παρακολουθούν αποτελέσματα για πολλά χρόνια, είναι σημαντικές για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων έρευνας και χρηματοδότησης, εξηγεί ο Naser Turabi. «Αν δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε την επιτυχία των παρεμβάσεων που εφαρμόζουμε, η υπόθεση των παρεμβάσεων αυτών αποδυναμώνεται».
Με πληροφορίες από Nature