Κάθε χρόνο, χιλιάδες πουλιά πλησιάζουν πολύ κοντά σε αεροπλάνα και μην μπορώντας να απομακρυνθούν από τους κινητήρες ή την άτρακτο χάνουν την ζωή τους από τα χτυπήματα.
Το 2019, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας (FAA) ανέφερε πάνω από 17.000 χτυπήματα πτηνών, με χιλιάδες ακόμη να έχουν αναφερθεί σε όλο τον κόσμο. Τα περισσότερα χτυπήματα συμβαίνουν σε ύψος 3.000 ποδιών από το έδαφος, κατά την απογείωση και την προσγείωση.
Αλλά δεν είναι μόνο ο αέρας. Οι ανοιχτοί χώροι ενός αεροδρομίου μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης για τα μεταναστευτικά πουλιά και για εκείνα που αποφασίζουν να δημιουργήσουν τη φωλιά τους δίπλα σε ένα διάδρομο προσγείωσης. Οι ομάδες διαχείρισης άγριας ζωής του αεροδρομίου χρησιμοποιούν πυροτεχνήματα, φώτα, λέιζερ, σκύλους και αρπακτικά πτηνά, συμπεριλαμβανομένων γερακιών, αετών, προσπαθώντας να διώξουν τα πουλιά μακριά από το περιβάλλον του αεροδρομίου.
Παρά τις προσπάθειες τους όμως, οι πιλότοι συνεχίζουν να έχουν πρόβλημα με τα πουλιά. Μπορεί η πιθανότητα καταστροφικού ατυχήματος να είναι ελάχιστη, αλλά όχι μηδενική - υπήρξαν περιστατικά με χτυπήματα πουλιών που προκάλεσαν σοβαρή ζημιά. Οι περισσότεροι θυμούνται το «Θαύμα στον Χάντσον» τον Ιανουάριο του 2009 με το Airbus A320 της US Airways που απογειώθηκε από το αεροδρόμιο LaGuardia της Νέας Υόρκης και πέταξε μέσα από ένα κοπάδι από καναδικές χήνες. Το αεροσκάφος αναγκάστηκε να προσγειωθεί μέσα στον ποταμό Χάντσον.
Αν και η περίπτωση αυτή αποτελεί «θαύμα», δεν συμβαίνει πάντα το ίδιο. Σε δύο πτήσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’60, 79 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν σμήνη πουλιών βρέθηκαν μπροστά στα δύο αεροπλάνα. Αυτά τα δυστυχήματα οδήγησαν τις ρυθμιστικές αρχές αεροπλοΐας σε όλο τον κόσμο να εξετάσουν τα πρότυπα πιστοποίησης εμπορικών αεροπλάνων και κινητήρων, και να αναπτύξουν έναν τρόπο δοκιμής των εξαρτημάτων ενός αεροσκάφους στα χτυπήματα πτηνών.
Το κανόνι πεπιεσμένου αέρα
Μεταξύ των οργανισμών που πρωτοστατούν στις δοκιμές αεροσκαφών είναι το Aerospace Research Center του Εθνικού Ερευνητικού Συμβουλίου του Καναδά (NRC). Μετά τα δύο ατυχήματα τη δεκαετία του 1960, το NRC, μαζί με εμπειρογνώμονες από το στρατό, ρυθμιστικές αρχές, κατασκευαστές και πιλότους δημιούργησαν μια επιτροπή για τη διερεύνηση των χτυπημάτων πτηνών και για τη δημιουργία μιας συσκευής αποτροπής. Η επιτροπή συμφώνησε με μια σχεδιαστική ιδέα του Royal Aeronautical Establishment - ένα κανόνι που τροφοδοτείται από πεπιεσμένο αέρα.
Το πρώτο όπλο του NRC είχε οπή 25,4 εκατοστά - τη διάμετρο της κάννης τέθηκε σε λειτουργία το 1968 και αποσυναρμολογήθηκε το 2009. Σήμερα, η ομάδα του NRC έχει τέσσερα όπλα στο οπλοστάσιο της -- με οπή 8,89 εκατ., 12,7 εκατ. και 15,2 εκατ. και αυτό που μπορεί να είναι το μεγαλύτερο όπλο λειτουργίας στον κόσμο, το Super Cannon, με οπή 43,8 εκατοστών. Υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι δοκιμών κρούσης πτηνών αεροσκαφών που εκτελούνται στο προσομοιωτή πρόσκρουσης πτήσης του NRC.
Η μία δοκιμή εξετάζει δομικά στοιχεία του αεροσκάφους όπως παρμπρίζ, τμήματα φτερών και της ουράς, και η άλλη δοκιμή εξετάζει την απομάκρυνση πουλιών σε έναν κινητήρα που λειτουργεί.
Με τους κανονισμούς πιστοποίησης αεροσκαφών που υπαγορεύουν το μέγεθος και το βάρος του πουλιού και την ταχύτητα πρόσκρουσης σε ένα συγκεκριμένο εξάρτημα, η ομάδα NRC μπορεί να χρειαστεί εβδομάδες για να οργανώσει μια δοκιμή.
«Το πρώτο μέρος είναι η βαθμονόμηση του όπλου, για να είμαστε σίγουροι ότι εκτοξεύουμε το πουλί με την απαιτούμενη ταχύτητα», εξήγησε ο ανώτερος ερευνητής του NRC Azzedine Dadouche σε συνέντευξή του στο CNN Travel. «Για να κάνουμε τη δοκιμή βαθμονόμησης, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πτηνά με βάση τη ζελατίνη ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κοτόπουλα που αγοράζουμε από το παντοπωλείο. Όταν είμαστε στο πεδίο, χρησιμοποιούμε πραγματικά πουλιά για να ολοκληρώσουμε τη βαθμονόμηση και φυσικά χρησιμοποιούμε αληθινά πουλιά στη δοκιμή πιστοποίησης. Τα πουλιά - πάντα μόνο νεκρά - μπαίνουν στο κανόνι με τα φτερά, το κεφάλι, τα πόδια, τα πάντα», προσθέτει.
Όπως εξηγεί ο Dadouche, το NRC προμηθεύεται νεκρά πτηνά από πτηνοτροφεία και από εταιρείες που έχουν πρόσβαση σε αυτά και τα απορρίπτουν. «Παίρνουμε αυτά τα πουλιά από εξειδικευμένες εταιρείες που χρησιμοποιούν αρπακτικά πουλιά για να τρομάξουν πτηνά από την περιοχή του αεροδρομίου. Μερικές φορές τα μικρά πουλιά σκοτώνονται», λέει.
Ο συνδυασμός της πίεσης του αέρα, το βάρος του βλήματος και το μήκος της κάννης θα καθορίσει την ταχύτητα με την οποία του πουλί προσκρούει στο αντικείμενο δοκιμής, ταιριάζοντας με τις ταχύτητες που χρησιμοποιεί το αεροσκάφος, κατά τις διάφορες φάσεις της πτήσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το NRC πραγματοποίησε δοκιμές πολύ πάνω από αυτές τις ταχύτητες, πιο γρήγορα από την ταχύτητα του ήχου. Ένα βλήμα περίπου 1 κιλού με βάση τη ζελατίνη έφτασε σε ταχύτητα 1,36 Mach, ή περισσότερο από περίπου 1.600 χλμ την ώρα. Μια άλλη δοκιμή με ένα πραγματικό πουλί στο ίδιο περίπου βάρος εκτοξεύτηκε στα 1,09 Mach, πάνω από 800 μίλια ανά ώρα.
Αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για να φιλοτεχνήσουν μία αφίσα, που βρίσκεται ακόμα στον τοίχο του NRC, η οποία ανακήρυξε περήφανα την ερευνητική εγκατάσταση ως το «Σπίτι των Πιο Γρήγορων Κοτόπουλων του Κόσμου».
Το ζήτημα με τα drones
Υπάρχουν μικρότερες «βαλλίστρες» πτηνών σε λειτουργία, σε εταιρείες και ερευνητικά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, αλλά το Super Cannon του NRC έχει επιφορτιστεί με μια νέα αποστολή: τη δοκιμή πρόσκρουσης με drone. Και αυτό διότι υπήρξε ένας πολλαπλασιασμός περιστατικών με drones που ιδιοκτήτες χωρίς εμπειρία πετούν κοντά σε αεροδρόμια ή ακόμη και αερομεταφερόμενες αποστολές πυρόσβεσης, με αποτέλεσμα την καθήλωση αεροσκαφών.
«Αυτός είναι πολύ σημαντικός τομέας στον οποίο εργάζονται πολλές ρυθμιστικές αρχές, επειδή δεν υπάρχει -προς το παρόν- κανονισμός που να σχετίζεται με την πρόσκρουση του drone», δήλωσε ο Dadouche.
Το NRC Super Cannon εκτόξευσε drones στα παρμπρίζ των αεροσκαφών, τις επιφάνειες της ουράς και τις μπροστινές άκρες των φτερών με ταχύτητες έως 250 κόμβους ή κοντά στα 290 mph.
«Μία από τις δουλειές μου ήταν να πάω να πάρω τα κοτόπουλα από τη φάρμα και έπρεπε να οδηγήσω ίσως 25 χιλιόμετρα με τα κοτόπουλα στο αυτοκίνητο. Η μυρωδιά! Μετά από αυτό, δεν έφαγα κοτόπουλο για ίσως οκτώ μήνες. Τότε, προειδοποίησα τους τεχνικούς, "Επόμενο έργο, θα πάτε να πάρετε τα κοτόπουλα!"», καταλήγει ο Dadouche.