Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε σήμερα πως η Άγκυρα επιδιώκει να ενισχύσει τις οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις της με τις πετρελαϊκές μοναρχίες του Κόλπου και αναφέρθηκε σε ένα σχέδιο για τη δημιουργία ζώνης ελεύθερων συναλλαγών.
Σε συνέντευξή του, που μεταδόθηκε από το κουβεϊτιανό πρακτορείο ειδήσεων KUNA, ο Ερντογάν, ο οποίος αναμένεται αύριο, Τρίτη, στο Κουβέιτ για επίσημη επίσκεψη, πρόσθεσε πως η χώρα του έχει αποκαταστήσει «έναν στρατηγικό διάλογο υψηλού επιπέδου» με τα έξι μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Στο Συμβούλιο αυτό μετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Ομάν και το Κατάρ.
Οι δύο εταίροι διαπραγματεύονται αυτή τη στιγμή ένα σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, υπογράμμισε.
Οι εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου και την Τουρκία ανέρχονται αυτή τη στιγμή σε περίπου 17 δισ. δολάρια ετησίως (15,5 δισεκ. ευρώ), έναντι 1,7 δισεκατομμυρίου δολαρίων (1,5 δισ. ευρώ) το 1999.
Στη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Ερντογάν και ο εμίρης του Κουβέιτ, ο σεΐχης Σαμπάχ αλ-Άχμαντ αλ-Σαμπάχ πρόκειται να κηρύξουν την έναρξη των εργασιών για την επέκταση του αεροδρομίου του Κουβέιτ, ένα σχέδιο ύψους 4,3 δισ. δολαρίων (3,9 δισεκ. ευρώ) που έχει αναλάβει η τουρκική εταιρεία Limak Holding. Το σχέδιο αυτό, το οποίο πρόκειται να τριπλασιάσει τη δυνατότητα υποδοχής του αεροδρομίου και να την αυξήσει μέσα σε έξι χρόνια στους 25 εκατ. επιβάτες, αποτελεί το μεγαλύτερο συμβόλαιο που έκλεισε ποτέ τουρκική εταιρεία στο Κουβέιτ.
Έξι τουρκικές εταιρείες εκτελούν αυτή τη στιγμή 30 έργα στο Κουβέιτ, συνολικού κόστους 6,5 δισ. δολαρίων (5,9 δισ. ευρώ), δήλωσε ο Ερντογάν, σύμφωνα με τον οποίο οι εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Τουρκία και το Κουβέιτ ανήλθαν πέρυσι σε 1,3 δισεκ. δολάρια (1,2 δισεκ. ευρώ), από τα οποία τα 431 εκατ. δολάρια (393 εκατ. ευρώ) ήταν τουρκικές εξαγωγές.
Περισσότερες από 280 κουβεϊτιανές εταιρείες έχουν δραστηριότητες στην Τουρκία, όπου οι κουβεϊτιανές επενδύσεις ανέρχονται από το 2002 σε 1,7 δισεκ. δολάρια (1,5 δισεκ. ευρώ).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/AFP
σχόλια